Η κρυφή πόρτα στο σπίτι του Αλέξη Πανσέληνου

Όταν αρχίσεις να ανεβαίνεις την Ασκληπιού προς Εξάρχεια, σιγά σιγά ο κόσμος λιγοστεύει, οι ήχοι της πόλης κοπάζουν και νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε μια οποιαδήποτε γειτονιά της Αθήνας, έστω κι αν το ένα σου πόδι είναι δίπλα στην καρδιά των Εξαρχείων. Μετά από αρκετά τετράγωνα, τόσα ώστε να προλάβω να ιδρώσω αλλά όχι αρκετά για να σταματήσω να μετράω, βρέθηκα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού που έψαχνα. Χτύπησα το κουδούνι, πήρα το ασανσέρ και ανέβηκα στον πέμπτο όροφο. Ο ιδιοκτήτης μου άνοιξε ευδιάθετος. Η φωτογράφος ήταν ήδη εκεί και είχε περίεργες οδηγίες. «Βγάλε το έπιπλο με τα τριαντάφυλλα, βγάλε τον τοίχο τον ροδακινί, βγάλε και την ροτόντα στο μπαλκόνι». Αν κάποιος μας άκουγε θα νόμιζε πως φωτογραφίζουμε το σπίτι για ενοικίαση –ή πως παίρνουμε πολλά ναρκωτικά.

Από το παράθυρο φαίνονταν δύο πολυκατοικίες. Για την ακρίβεια, τα τελευταία ρετιρέ με τα μπαλκόνια, τις γλάστρες, τις πάνινες πλιάν που έβγαιναν σαν έφτιαχνε ο καιρός, και σε τέντες, άλλες κατεβασμένες, άλλες τραβηγμένες. Η παλιά αστική γειτονιά είχε γεμίσει φοιτητές (…) (σελ. 9)

Τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε και σε λίγο, όταν κάτσαμε στον καναπέ, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πόση απόσταση έχουν, καμιά φορά, η φαντασία με την πραγματικότητα. Όταν διάβαζα το νέο βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου, Η Κρυφή Πόρτα, φανταζόμουν τον κεντρικό ήρωα να ζει σε ένα αποστειρωμένο αστικό διαμέρισμα της δεκαετίας του ’70. Όμως το αληθινό διαμέρισμα-σημείο έμπνευσης του Πανσέληνου χτίστηκε νωρίτερα, είναι ζωντανό, χρωματιστό και, για να πω την αλήθεια, πολύ μικρότερο από όσο φαντάστηκα. Είναι καλά κρυμμένο μέσα σε μια τεράστια πολυκατοικία και ανήκει στον ίδιο τον συγγραφέα, ο οποίος αποφάσισε να τοποθετήσει την δράση του βιβλίου του σε ένα γνώριμο γι’ αυτόν περιβάλλον.

Ο Ευγένιος έσπρωξε πέρα το διπλωτό τραπεζάκι με τις ριγωμένες κόλες σκόρπιες γύρω από μια νέα σελίδα, γραμμένη μισή, και το στυλό διαρκείας κύλησε πάνω της ώσπου η ακίδα στο καπάκι να το σταματήσει. (σελ. 9)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

«Το διαμέρισμα το αγόρασε η μάνα μου όταν έφυγε από το σπίτι στο οποίο γεννήθηκα, στην Γεωργίου Γενναδίου. Όταν χώρισαν, έφυγα εγώ με τον πατέρα μου. Η μάνα μου παρέμεινε εκεί, αλλά τελικά αναγκάστηκε να φύγει και αγόρασε αυτό το διαμέρισμα, όπου εγκαταστάθηκε το ’64. Τότε πια ήρθα κι εγώ και έμεινα μαζί της, φοιτητής. Σ’ αυτό το σπίτι μάθαμε ότι έγινε το πραξικόπημα. Είδα έναν φίλο μου με τον οποίο είχαμε πάει το βράδυ σινεμά αξημέρωτα, από το μάτι της πόρτας. Ανοίγω και ρωτάω τι έγινε. “Έχουμε”, λέει, “πραξικόπημα”. Αυτός είχε έρθει από το Χίλτον με τα πόδια, είχε δει τα τανκς. Αμέσως διαπίστωσα ότι το τηλέφωνο είχε κοπεί και θα έκανε καιρό να ξανασυνδεθεί», διηγείται. «Έμεινα εδώ μέχρι που παντρεύτηκα και έφυγα πια. Η μάνα μου εξακολούθησε να μένει μέχρι που πέθανε. Όταν πέθανε, ήδη κατοικούσα αλλού και το νοίκιασα. Νοίκιασε, νοίκιασε, το σπίτι καταστράφηκε, έγινε ερείπιο. Το διαλύσανε». Είχε, δηλαδή, περίεργους νοικάρηδες; «Μπορείς να το πεις έτσι. Η τελευταία νοικάρισσα ήταν μια δημοσιογράφος, ονόματα δεν λέω», απαντά και γελάει συνωμοτικά. «Ο καλύτερος νοικάρης ήταν ο Θωμάς Σκάσσης, φίλος μου, συγγραφέας και μεταφραστής, ο οποίος έμενε εδώ αρκετά χρόνια και το είχε περιποιηθεί πάρα πολύ, αλλά μετά από αυτόν καταστροφή. Δεν ήξερα τι να κάνω». Τα πράγματα όμως γρήγορα θα άλλαζαν. «Η γυναίκα μου η πρώτη πέθανε τον Ιανουάριο του 2008, μετά από μια μακρά ασθένεια. Εγώ εξακολουθούσα να μένω μόνος στην Κηφισιά όταν γνώρισα την Λουκία. Το 2012 παντρευτήκαμε. Αυτή ήταν Γλυφαδιώτισα, εγώ Κηφισιώτης, βρήκαμε την μέση οδό και φτιάξαμε το σπίτι αυτό έτσι όπως είναι τώρα. Τώρα μένουμε τις περισσότερες μέρες του μήνα στην Κηφισιά, αλλά όταν κατεβαίνουμε Αθήνα και ξεμείνουμε το βράδυ, πάμε κανά θέατρο και αργήσουμε ή αν έχουμε το πρωί κάποια δουλειά νωρίς στο κέντρο κοιμόμαστε εδώ αποβραδίς και γυρνάμε, δηλαδή το χρησιμοποιούμε το σπίτι. Είναι λειτουργικό κανονικά και έχει τα πάντα. Δύο χρόνια περίπου μέναμε συνέχεια εδώ, αλλά ήταν δύσκολα τα πράγματα. Όχι από πλευράς χώρου, όσο από πλευράς ατμόσφαιρας. Γιατί στην Αθήνα αν φυσάει όλα είναι καλά, άμα δεν φυσάει πνίγεσαι. Αυτό είναι λοιπόν. Το αγάπησα πάρα πολύ και ξανακατοικώντας εδώ στην παλιά γειτονιά την ξαναέζησα και μου άρεσε, μου άρεσε πάρα πολύ. Ο δρόμος, η όλη περιοχή, μέχρι κάτω τα Εξάρχεια και μέχρι το Κολωνάκι, παντού ουσιαστικά. Ήθελα να γράψω κάτι που να διαδραματίζεται εδώ».

Μπαίνοντας πάλι στο διαμέρισμα, καθυστέρησε λιγάκι μπροστά στον καθρέφτη που έπιανε τον τοίχο, πίσω από την πόρτα της εισόδου. Δεν έπρεπε να τα αφήνει, αν δεν ήθελε να φαίνεται η ηλικία του (σελ. 136)

Αυτή είναι η πραγματική ιστορία του διαμερίσματος της οδού Ασκληπιού. Αλλά στο βιβλίο τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. «Κατά κάποιο τρόπο είναι ένα πρόσωπο και του βιβλίου το διαμέρισμα και η γειτονιά, κάπως έτσι το είδα. Υποτίθεται ότι αυτό το διαμέρισμα και το πλαϊνό έχουν συνδεθεί από την μητέρα του Ευγένιου, που ήθελε να τον φέρει να μένει μαζί της την εποχή που ήταν φοιτητής. Για να έχουν την ανεξαρτησία τους, βρέθηκε η λύση να ενωθούν τα δύο διαμερίσματα με μια κρυφή πόρτα, η οποία βρίσκεται πίσω σου –δεν βρίσκεται δηλαδή, υποτίθεται. Ο Ευγένιος μένει αρκετά χρόνια εδώ, έχει χωρίσει, είναι μοναχικός, απομονωμένος, άνθρωπος που φοβάται γενικά τις συγκρούσεις και τις ευθύνες. Έχει πολλές αναμνήσεις από το παρελθόν του θαμμένες που δεν ανασύρει καθόλου, σαν να μην έχουν υπάρξει, αλλά αναγκάζεται από την κρίση να νοικιάσει το διπλανό. Στην αρχή αποφασίζει να χτίσει την πόρτα, αλλά κι αυτό δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει οικονομικά και λέει στο τέλος “θα βάλω ένα έπιπλο μπροστά, κι ας βάλει κι ο άλλος κάτι, να απομονωθούμε”. Όταν όμως έρχεται και δείχνει ενδιαφέρον για να το νοικιάσει η Μαρία, μια κοπέλα πολύ νεότερη από αυτόν, γύρω στα 24-25 (κι αυτός κοντεύει τα 60), ξεκινά μια ιστορία που του κινεί το ενδιαφέρον». Η Μαρία είναι πολύ νέα, πολύ όμορφη και λειτουργεί ως αντικείμενο του πόθου για τον Ευγένιο, που αρχίζει να την παρακολουθεί. «Μαθαίνουμε ότι αυτή δέχεται άντρες, αλλά όχι καθαρά επαγγελματικά. Ξέρω τέτοιες ιστορίες. Τις έχω ακούσει. Βέβαια οι κοπέλες δεν θέλουν απλώς να βγάλουν το ψωμί τους, θέλουν και κάτι παραπάνω. Το καλό ρουχαλάκι, το παπούτσι το ακριβό, θέλουν να εξασφαλίσουν ένα επίπεδο ζωής έτσι κάπως πιο καταναλωτικό, ας το πούμε. Η Μαρία είναι μια τέτοια περίπτωση, φαίνεται όμως ότι έχει και ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον να νοικιάσει το σπίτι. Από εκεί και πέρα ξεκινά μια διελκυνστίνδα γοητείας, με έλξεις και απωθήσεις, αυτό το παιχνίδι τέλοσπάντων το οποίο κάνετε εσείς τα κορίτσια –και εμείς το κάνουμε βέβαια», λέει πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ.

Προτίμησε να βγει στο μπαλκόνι, παρά τη ζέστη, και να καθίσει στην ροτόντα, έξω από την κάμαρά του. (σελ. 145)

Δεν λέμε περισσότερα γιατί τηρούμε αυστηρή πολιτική με τα spoilers, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Πανσέληνος δεν έφτιαξε μια ερωτική, ρομαντική ιστοριούλα με happy end. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο τόσο σκοτεινό όσο και η εποχή που περιγράφει –τους τελευταίους μήνες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου, το 2015. «Εγώ ένας φιλήσυχος πολίτης, καλός οικογενειάρχης βρέθηκα να γράφω αυτό το βιβλίο», λέει χαμογελώντας. «Μπορείς να την δεις σαν μια απλή ιστορία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, καλοκαίρι του ‘14 με Γεναρη του ‘15, αλλά και σαν μια πιο συγκεκριμένη μορφοποίηση των πραγμάτων που συμβαίνουν στην πόλη. Τόσο η πόλη, όσο και οι ήρωες μοιάζουν να οδεύουν προς μια καταστροφή. Υπάρχει μια μουσική συνοδεία ταιριαστή με την ιστορία του Ευγένιου και της Μαρίας. Η ιστορία της γειτονιάς και της πόλης τις μέρες εκείνες με τις ταραχές και τις φωτιές. Δεν είναι τυχαίος ο χρόνος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Ο Ευγένιος δεν ενδιαφέρεται πια για την πολιτική και, αν θες, μπορείς να βρεις κι εδώ έναν συμβολισμό. Ο άνθρωπος που έχει θάψει το παρελθον του κι αυτό ξεπηδάει και τον καταστρέφει, μοιάζει και λίγο με την ιστορία της πόλης που έχει κι εκείνη ένα παρελθόν αμαρτωλό, μιας ψεύτικης ευμάρειας, η οποία έσκασε στα μούτρα ολονών με την κρίση. Η Αθήνα και η Ελλάδα γενικότερα, είναι κατά κάποιον τρόπο σαν τον Ευγένιο, έχουμε ένα παρελθόν που το θάβαμε και ξαφνικά βγαίνει και μας εκδικείται». Πώς έζησε ο ίδιος αυτή την περίοδο της Αθήνας; «Με σφιγμένη καρδιά διότι έγιναν πράγματα φοβερά. Ήταν σαφές από ένα σημείο και πέρα ότι μέσα στις διαδηλώσεις πρέπει να υπήρξαν και άτομα που σκοπό είχαν να κάνουν καταστροφές. Δεν έχουν ξεκαθαρίσει αυτά τα πράγματα και νομίζω δεν θα ξεκαθαρίσουν ποτέ, αλλά είναι πολύ έντονη η αίσθηση ότι υπήρχε ίσως και μια πολιτική υποκίνηση, ακόμα και πίσω από τους μπαχαλάκηδες. Δεν ξεχνάμε τι έγινε πιο παλιά –και στην Μαρφίν. Αυτά τα πράγματα δεν είναι τυχαία και δεν ξεχνιούνται».

-Θυμάμαι ένα όμορφο επιπλάκι, με τρία συρτάρια και κάτι σκαλίσματα μπροστά. -Λέτε το μπαγιού, είναι μαρκετερί από ξύλο τριανταφυλλιάς. Σας άρεσε; -Πώς το είπατε; Μπαγιού; Μπαγιού; Τι αστείο όνομα! ξεκαρδίστηκε αυτή. (σελ. 75)

Όμως ο Πανσέληνος δεν είναι καταδικαστικός προς την Αθήνα, κάθε άλλο. «Γεννήθηκα στην Αθήνα και έχω ζήσει εδώ επτά δεκαετίες. Φυσικά και έχει αλλάξει, αλλά για μένα παραμένει όμορφη, από τις πιο όμορφες πόλεις του κόσμου. Έχει ένα φως που δεν το βρίσκεις πουθενά. Όταν φυσάει και καθαρίζει η ατμόσφαιρα είναι ένα ποίημα. Όταν αδειάζει, είναι κούκλα, είτε στις γιορτές, είτε στις καλοκαιρινές διακοπές. Το να κατοικεί κανείς στο κέντρο βρίσκω ότι είναι μεγάλη ευτυχία και τύχη, διότι όλα είναι σε απόσταση περιπάτου, τα πάντα. Για μένα η πόλη παραμένει νέα και όμορφη, γιατί προσέχω πάντοτε όχι τους ανθρώπους της δικιάς μου ηλικίας, οι οποίοι σέρνονται λίγο πολύ πια, όσο τα νέα παιδιά να περπατάνε στους δρόμους, στην Σκουφά ή στα Εξάρχεια, να πίνουν καφέ, να ερωτεύονται. Δίνουν στην Αθήνα τον χαρακτήρα της αιώνιας νεότητας και ομορφιάς». Ακόμα και τα Εξάρχεια; «Τα Εξάρχεια σήμερα έχουν περισσότερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι πριν. Παλιά ήταν μια απλή αστική γειτονιά με νοικοκυραίους που ψώνιζαν και πήγαιναν με τα δίχτυα και τα καρότσια σπίτι τους. Τωρα αυτή η πλατεία έχει γίνει το κέντρο της νεολαίας. Μέσα στην νεολαία υπάρχουν πολλά και διάφορα άτομα που δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει εύκολα. Αυτά που γίνονται με τους αποκλεισμούς είναι περίεργα, αλλά παραμένει πολύ ζωντανό το μέρος, δεν μπορείς να το αρνηθείς. Και δεν είναι όλες τις ώρες κράτος ξεχωριστό. Γίνεται ορισμένες φορές. Είναι μέρος της γοητείας της πόλης, παρά τους αποκλεισμούς και τις ασχήμιες». Αν και έτσι, πάντως, δεν θα επέστρεφε μόνιμα στο κέντρο. «Μου αρέσει να χρησιμοποιώ το διαμέρισμα όταν με βολεύει και εξακολουθώ να έχω την μόνιμη κατοικία μου στην Κηφισιά. Κι εκεί γειτονιά μου είναι. Μην ξεχνάς πως ένα παιδί που γεννήθηκε στην Γεωργίου Γενναδίου δεν είχε πουθενά άπλα να πάει να παίξει. Περίμενα πότε θα έρθει το καλοκαίρι να πάω Κηφισιά να παίξω στους χωματόδρομους με τις σφεντόνες. Δεν παύω όμως να είμαι Αθηναίος, έχω διατηρήσει τα πολιτικά μου δικαιώματα στην Α’ Αθηνών και δεν το αφήνω αυτό».

Ήταν μια τακτική και καθαρή κουζίνα, που δεν έμοιαζε να χρησιμοποιείται συχνά. (σελ. 121)

Ένας βέρος Αθηναίος, λοιπόν, δημιούργησε ένα βιβλίο για την Αθήνα, χωρίς να μιλήσει ποτέ ουσιαστικά γι’ αυτήν και απέδωσε φόρο τιμής στο σπίτι του, χωρίς να γράψει για την ζωή του. Πριν φύγω μου είπε την ιστορία ενός γείτονα, που έψαχνε ενθουσιασμένος το βιβλίο σελίδα την σελίδα πού αναφέρεται τ’ όνομά του. Και την ιστορία ενός φίλου, που όταν βρέθηκε στο σπίτι αναφώνησε «εδώ πρέπει να έχει καλό μάτι!». Η πόλη, κάθε πόλη, είναι οι ιστορίες της, οι πραγματικές και οι φανταστικές. Μέχρι το επόμενο «nostalgia trip» του Αλέξη Πανσέληνου, που δεν φαντάζομαι ν’ αργήσει, ας φτιάξουμε κι άλλες.

Η δική της φωνή πρώτη, μια αντρική έπειτα. Ίσως, σκέφτηκε ο Ευγένιος, πρέπει να ξαναβάλω τα τζάμια που λείπουν από το διαχωριστικό. (σελ. 62)

Το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου «Η κρυφή πόρτα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταιχμιο
Μυρτώ Λιαλιούτη

Share
Published by
Μυρτώ Λιαλιούτη