ret10106142014jl1226jpg-544ad0

Μια νεαρή κοπέλα χαζεύει απ’ το παράθυρο τα πυκνά δάση που αφήνει πίσω του το σχολικό λεωφορείο της εκδρομής. Ακουστικά στ’ αυτιά, βαβούρα συμμαθητών στον αέρα, μια καθηγήτρια που ενοχλεί τη νιρβάνα μοιράζοντας εργασίες για την επιστροφή. Ξαφνικά, κάτι συμβαίνει: τα φρένα τσιρίζουν, οι ρόδες σέρνονται, το κιγκλίδωμα σπάει. Το λεωφορείο ξεκινά ελεύθερη πτώση προς τον όλεθρο, και το μόνο που απομένει είναι ένα λεπτό σύννεφο από σκόνη, που χάνεται κι αυτή σύντομα στον αέρα. Τέσσερα χρόνια μετά, η νεαρή κοπέλα σηκώνεται ζαλισμένη, βγαίνει στο δρόμο, περπατάει ως το σπίτι, μπαίνει στην κουζίνα, και φτιάχνει ένα σάντουιτς. Τελικά, τίποτα δεν είχε συμβεί. Γι’ αυτήν τουλάχιστον, ή και για μερικές δεκάδες άλλους, όπως αποδεικνύεται, που αρχίζουν να επιστρέφουν στους αγαπημένους τους σα να μην πέρασε μια μέρα, ακόμη κι αν βρισκόμαστε χρόνια και δεκαετίες μετά.

Είναι γνωστό το πόσο μπορεί να τσακίσει έναν άνθρωπο η απώλεια ενός αγαπημένου, όμως πόσο θα κλονιζόταν μια μικρή κοινωνία, αν όλοι αυτοί οι απολεσθέντες άρχιζαν να γυρίζουν πίσω ξαφνικά; Αυτό ήταν το ερώτημα στην καρδιά του γαλλικού μεταφυσικού δράματος που εξαπέλυσε στις ευρωπαϊκές οθόνες το 2012 ο Fabrice Gobert, και με αφετηρία και σημείο αναφοράς ακριβώς αυτήν την ανεστραμμένη οπτική, το Les Revenants (που εμπνεύστηκε απ’ την ομότιτλη ταινία του 2004), κατέληξε να σαρώνει τηλεοπτικά βραβεία εντός κι εκτός της εθνικής του εμβέλειας. Κορύφωση ήταν το Διεθνές Εμμυ καλύτερης δραματικής σειράς του 2013, με το οποίο επιβραβεύθηκε όχι μονάχα η εικαστική αρτιότητα μιας σειράς εξαιρετικών ερμηνειών ολοκληρωμένων χαρακτήρων, σε ένα ευρύτατο φάσμα κεντρικών και παράπλευρων ρόλων, που απαθανατίστηκαν αριστοτεχνικά, σε υποβλητικά φωτογραφημένη ατμοσφαιρικότητα. Αλλά κυρίως το πώς κατάφερνε με γοητευτική απλότητα, να ισορροπήσει στην εξαιρετικά λεπτή γραμμή ανάμεσα στο μειλίχιο δράμα, το διακριτικό σασπένς, κι αυτήν την ολότελα μεθυστική, μελαγχολική του θρηνωδία, που κατάφερνε την ίδια στιγμή να αναδεικνύει την σπουδαιότητα της ζωής ως δώρο. 

http://youtu.be/q6mBnVE_gLM

Κάτι σαν η Ζώνη του Λυκόφωτος να συναντούσε τον Andrey Tarkovsky, ας πούμε, η σειρά μάζεψε μερίδιο κοινού και στην από ‘κει μεριά του Ατλαντικό, κι αυτό οι Αμερικανοί δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αναπάντητο. Πράγμα που, με έναν μαγικό τρόπο, μάς πάει πίσω στο μακρινό 1998, όπου ο Gus van Sant είχε προβεί στο απονενοημένο εγχείρημα να ξαναγυρίσει καρέ-το-καρέ μια απόλυτα πιστή ρεπλίκα του Ψυχώ, προσπαθώντας να εντοπίσει στην σκηνοθετική ακρίβεια το μυστικό του ηλεκτρισμένου suspense του μαέστρου Alfred Hitchcock. Απέτυχε παταγωδώς βέβαια, και το πείραμά του απέδειξε το ακριβώς αντίθετο: ότι δηλαδή μια κλινικής ψυχρότητας αντιγραφή, μονάχα ένα κλινικά ψυχρό αντίγραφο θα μπορούσε να παράξει. Κάτι αντίστοιχο καταφέρνουν εδώ και οι Carlton Cuse και Raelle Tucker, παραγωγοί των Lost και True Bood αντίστοιχα, πιάνοντας το γαλλικό πρωτότυπο και ρίχνοντάς του μια σχεδόν καρέ-το-καρέ αμερικανοποίηση, που δεν περιορίζεται φυσικά μονάχα στην πιστή αναπαράσταση των σκηνών του πρωτότυπου και της αλληλουχίας τους, αλλά φτάνει το θέμα τόσο μακριά ώστε, αν όχι να επιλέξει ηθοποιούς που να φέρνουν φυσιογνωμικά στα γαλλικά τους αντίστοιχα, τουλάχιστον να τους φυτέψει σε φωτοτυπημένα σκηνικά, κομπλέ με προσομοιάζοντα κοστούμια και μαλλιά. Κάπως σα να βλέπεις το πρωτότυπο, ντουμπλαρισμένο στα αμερικανικά.

Το Les Revenants βέβαια, άνοιγε με την μάλλον πιο γλυκόπικρα στοιχειωτική εναρκτήρια σεκάνς που έχει φιλμαριστεί ποτέ στα νεκροζώντανα χρονικά: μια πεταλούδα καδραρισμένη σ’ ένα μοναχικό σαλόνι, αρχίζει ξαφνικά να πεταρίζει τα φτερά της, κι έτσι υπέροχη κι ανάλαφρη απελευθερώνεται απ’ τα δεσμά του θανάτου της για να πετάξει ξανά μακριά. Μέσα σε μερικά μονάχα λεπτά, ο Fabrice Gobert είχε αποδώσει με απίστευτη ακρίβεια την αίσθηση μειλίχιας καταβύθισης που θα διατηρούσε η σειρά σε ολόκληρη την διάρκεια των οκτώ χορταστικών ωριαίων επεισοδίων της. Αυτή η σκηνή μνημειώδους απαλότητας, κι ανάλαφρης σκηνοθετικής ευαισθησίας, μονάχα φθηνά θα μπορούσε να αναπαραχθεί σε μια αμερικανική αντιγραφή, θα ήταν όμως ενθαρρυντική μια -έστω και αποτυχημένη- απόπειρα να ξεπεραστεί. Το ότι οι δημιουργοί δεν κάνουν καν την προσπάθεια αυτή, μονάχα ως κακός οιωνός λειτουργεί

http://youtu.be/q6mBnVE_gLM

Οιωνός που δεν αργεί να επιβεβαιωθεί, με τα πρώτα δύο επεισόδια της σειράς να ξεδιπλώνονται ως άψυχη μίμηση, όπου η αλλόκοσμη ατμοσφαιρικότητα έχει αντικατασταθεί από μια αργόσυρτη, σχεδόν βασανιστική μελούρα. Κάτι αλλόκοτες νεο-country παραλλαγές από τους Said the Whale στη μουσική κάνουν με τη σειρά τους το αποτέλεσμα να φαίνεται ακόμη πιο φτηνό, και βάζουν ταφόπλακα στην υποβλητική μουντάδα που σκορπούσαν οι πένθιμες, σχεδόν ελεγειακές νότες των Mogwai στην ηχητική μπάντα της γαλλικής εκδοχής. Παράλληλα, η γενικευμένη δημιουργική τρικυμία κινδυνεύει να καταπιεί ακόμη και την όποια περιέργεια μπορεί να κεντρίσει τον ανυποψίαστο θεατή στην πρώτη επαφή, αφού η εγγενής ίντριγκα του ποιος είναι ποιος, είναι μεν παρούσα όσο τα πιόνια της δραματουργίας απλώνονται στη σκηνή, όμως η μυστηριακή ατμόσφαιρα υπονομεύεται από μια εντελώς αμερικανικού τύπου βιασύνη, να μην αφήσουν οι δημιουργοί τίποτα να υπονοηθεί.

Μπλέκοντας τη μανιέρα του αμερικανικού procedural για να βάλουν όσο πιο γρήγορα μπορούν τα πράγματα σε μια σειρά, Cuse και Tucker απονεκρώνουν τη δραματουργία που απαιτεί μια κάποια αισθαντικότητα για να μπορέσει να ξεδιπλωθεί, και αφήνουν απ’ τα πρώτα τους επεισόδια να φανεί πως, σε αντίθεση με τα House of Cards () και Homeland -τις φωτεινές εξαιρέσεις αμερικανικών remake που όχι απλώς δικαιολόγησαν τον λόγο ύπαρξής τους, αλλά κατέστησαν απολύτως απαραίτητο το στίγμα τους στην αμερικανική τιβ–, το The Returned πέφτει στη στοίβα των αμερικανοποιημένων αλλοδαπών οπτικοακουστικών προϊόντων, που υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο χάρη στην ολοκληρωτική άρνηση των Αμερικανών να αποδεχτούν την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης γλώσσας, εξόν της δικής τους.