Ο Μιχάλης Γελασάκης έγραψε ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία των τελευταίων ετών και είναι για τη ζωή του Νίκου Καββαδία

Μέσα σε 435 σελίδες και σε 140 φωτογραφίες ο Μιχάλης Γελασάκης κατόρθωσε να συμπυκνώσει το σύμπαν ενός από τους πιο δημοφιλείς Έλληνες ποιητές: του Νίκου Καββαδία.

Ο Καββαδίας που όσο ήταν εν ζωή είχε εκδώσει μόλις 36 ποιήματα αλλά είχε αναγνωριστεί τόσο από το κοινό όσο και από σημαντικές, πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του, ο Καββαδίας που μελοποιήθηκε και τραγουδήθηκε από διαφορετικές γενιές, ο Καββαδίας που είναι διαχρονικά ο αγαπημένος ποιητής των εφήβων και των νέων λόγω της επιθυμίας του για διαρκή αναχώρηση και αναζήτηση νέων τόπων αλλά και της εμμονής με τον θάνατο μοιάζει να είναι σε όλους μας ένα οικείο πρόσωπο.

O ποιητής Νίκος Καββαδίας.

Όμως ο Γελασάκης κατάφερε, χάρη σε 10ετή έρευνα και βουτιά σε αρχεία, δημοσιεύσεις και επιστολές, να φέρει στο φως και άγνωστες πτυχές της ζωής του, την επικοινωνία του με αγαπημένους του ανθρώπους, την πορεία του στη θάλασσα και στην ξηρά, όλα όσα συνθέτουν το παζλ μιας ζωής που χαρακτηριζόταν από «αντινομία», όπως έλεγε και ο ίδιος ο ποιητής.

«Ο Καββαδίας ήταν η ψυχή της παρέας όταν βρισκόταν στην ξηρά. Υπάρχει αυτή η διττή φύση του, η αντινομία όπως έλεγε και ο ίδιος. Από τη μία βλέπουμε έναν άνθρωπο που όλο ταξιδεύει αλλά συγχρόνως έχει διαρκή τάση φυγής λες και δεν έχει φύγει ποτέ. Από την μία επεδίωκε την μοναξιά των φορτηγών πλοίων για να αφοσιώνεται στην ποίηση, από την άλλη όταν βρισκόταν ξέμπαρκος ήταν συνεχώς με παρέα και έβγαινε σε ταβέρνες όπου διηγούταν τις ιστορίες από τα λιμάνια. Υπάρχει η παρανόηση, από πολλούς, ότι δεν ήταν γνωστός όσο ζούσε. Έχαιρε εκτίμησης από πολύ σημαντικές προσωπικότητες. Τον βλέπουμε να αλληλογραφεί με τον Λαπαθιώτη, τον Σικελιανό, τον Βάρναλη, τον Καζαντζάκη και να είναι φίλος με τον Νίκο Γκάτσο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ποτέ δεν το “πούλησε” αυτό, δεν χρησιμοποίησε ποτέ τις στενές σχέσεις που είχε με λογοτέχνες και ζωγράφους και καλλιτέχνες γενικότερα. Έζησε μια αρκετά ταπεινή ζωή ως προς τη δημοσιότητα».

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης σε επιστολή του προς τον Καββαδία αναφέρει μεταξύ άλλων «Σας ευχαριστώ για τα ωραιότατα τραγούδια που λαβαίνω._ Βεβαιωθείτε πως αυτό το «ωραιότατα», το γράφω χωρίς φιλοφρονήσεις», ενώ η Μέλπω Αξιώτη σε γράμμα της προς την αδερφή του ποιητή σημειώνει «Μεγάλος ποιητής ο αλιτήριος και αναντικατάστατος στα ελληνικά γράμματα».

Η πρώτη του συλλογή είναι το Μαραμπού, βγαίνει το 1933 όταν ο ποιητής ήταν 23 χρονών. Η επόμενη, το «Πούσι» κυκλοφορεί το 1947, και η συλλογή «Τραβέρσο» δημοσιεύεται μετά τον θάνατό του.

«Με λίγους ανθρώπους της θάλασσας μοιραζόταν το ότι έγραφε ποίηση. Αυτή η πλευρά του ήταν δική του, ήταν μια βαθιά εσωτερική διαδικασία».

«Πολλά για την προσωπικότητά του λέει το σε ποιους επιλέγει να μιλήσει. Δε δίνει συνεντεύξεις σε λογοτεχνικά περιοδικά και μιλάει κυρίως σε νεαρούς δημοσιογράφους, δεν κυνηγάει να μιλήσει σε καταξιωμένους δημοσιογράφους της εποχής.  Τον ενδιέφερε η προσωπική σχέση και ήταν γενναιόδωρος με τους ανθρώπους, γι’ αυτό και επέλεγε τους νέους δημοσιογράφους», παρατηρεί ο Γελασάκης.

Όμως η καθημερινότητα του Καββαδία είναι η θάλασσα, ο ναυτικός βίος. Στο γράψιμο αφοσιώνεται μόνο όταν βρίσκεται σε φορτηγά πλοία, στα επιβατικά με τον κόσμο και τη βαβούρα δεν βρίσκει την ηρεμία και την απομόνωση που επιζητά όταν θέλει να γράψει. «Ο Καββαδίας ήταν ναυτικός, ασυρματιστής. Η ποίηση και η λογοτεχνία είναι ένα άλλο παράλληλο πεδίο, από το οποίο δεν βιοπορίζεται, δεν κυνηγάει να βγάλει λεφτά από εκεί. Τον ενδιαφέρει σίγουρα να διαβάζουν το έργο του, τον ενδιαφέρει η θέση του μέσα στην ποίηση και τη λογοτεχνία αλλά η καθημερινότητά του είναι η θάλασσα.  Με λίγους ανθρώπους της θάλασσας μοιραζόταν το ότι έγραφε ποίηση. Αυτή η πλευρά του ήταν δική του, ήταν μια βαθιά εσωτερική διαδικασία. Κάποιοι λίγοι γνώριζαν από τους συναδέλφους του, κάποιοι που βρίσκονταν πιο κοντά του όπως ο καπετάνιος Σπύρος Βανδώρος. Σκέψου επίσης ότι το πλήρωμα ενός φορτηγού πλοίου είναι μια βαβέλ και από φυλές και από προσωπικότητες. Αυτό ακριβώς βέβαια τον βοήθησε στο ανθρωπογεωγραφικό σύμπαν που έφτιαχνε.  Ο ναυτικός είχε τη δυνατότητα να είναι κοσμοπολίτης, είναι μια εποχή που οι άνθρωποι δεν ταξιδεύουν εύκολα ειδικά σε μακρινούς προορισμούς, ούτε πάνε διακοπές.  Το επάγγελμα του λοιπόν ήταν κι ένα εισιτήριο για να αποκτήσει μια ευρύτερη γνώση και άποψη για τον κόσμο, πήγαινε σε μουσεία, σε εκθέσεις, στην όπερα».

Ο ίδιος μεγάλωσε σε ένα αστικό περιβάλλον. Γεννήθηκε στη Μαντζουρία, όπου βρισκόταν ο έμπορος πατέρας του ως τροφοδότης του τσαρικού στρατού, πέρασε εκεί τα πρώτα χρόνια της ζωής του και γύρω στα πέντε του χρόνια ταξιδεύει οικογενειακώς με τον υπερσιβηρικό ∙τότε στην Οδησσό είναι η πρώτη φορά που μπαίνει σε καράβι και μάλιστα σε συνέντευξη του αναφέρει ότι το όνομα του καραβιού ήταν Ιερουσαλήμ, τόσο εντύπωση του είχε κάνει η πρώτη του φορά σε πλοίο που συγκράτησε το όνομα. Η οικογένεια από την πλευρά της μητέρας του ήταν εφοπλιστική ενώ η καταγωγή του ήταν κεφαλλονίτικη. Η θάλασσα πότιζε ήδη τις ρίζες του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Μπορεί να μας φαίνεται εντυπωσιακός ο κόσμος της θάλασσας όπως μας τον παρουσιάζει αλλά δεν ξέρω πόσο πραγματικά γοητευτικό είναι για έναν ναυτικό να πίνει μόνο δύο κυπελλάκια νερό την ημέρα για να φτάσει για όλο το πλήρωμα ή να βρίσκεται με παγοθραυστικό στους -30 βαθμούς Κελσίου για να φορτώσει ξύλο. Από την μια είναι εξερευνητής και σκληραγωγημένος από την άλλη τρυφερός και αγαπητός στους ανθρώπους», εξηγεί ο Γελασάκης. Η τρυφερότητα του αναδεικνύεται και μέσα από την αφήγηση της Άλκης Ζέη, σε μια ιστορία που η συγγραφέας θυμάται πώς τη βοήθησε να ταξιδέψει με καράβι για να πάει να βρει στη Θεσσαλονίκη τον αγαπημένο της Γιώργο Σεβαστίκογλου, την εποχή που δεν ήταν ακόμη παντρεμένοι: «Καθισμένη στη γωνιά μου, στο πλιάν σκαμνάκι, τον έβλεπα να φεύγει και να γυρίζει το κεφάλι κάθε τόσο να με κοιτάζει και να μου χαμογελάει με το παιδιάτικο χαμόγελό του».

«Ο Στρατής Τσίρκας ήταν ένας από τους πιο κοντινούς του ανθρώπους, όπως και ο Μ. Καραγάτσης. Είχε μια πατρική σχέση με τον Κ. Καρθαίο, που ήταν από τις σημαντικότερες μορφές της εποχής του μεταξύ άλλων και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, και έβλεπε τον Καββαδία ως γιο του.  Αυτό που βλέπουμε μέσα από την αλληλογραφία του Καββαδία με τους φίλους του είναι η υποδειγματική ευγένεια με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους. Σίγουρα, ήταν μια εποχή που υπήρχε ένας τρόπος γραφής που υποδείκνυε σεβασμό. Αν ζούσε τώρα ο Καββαδίας, πώς θα χρησιμοποιούσε τα social; Θα έκανε check in από τα μέρη που ταξίδευε ή θα έκανε tag τον Καραγάτση;», σκέφτεται ο Γελασάκης.

«Αν ζούσε τώρα ο Καββαδίας, πώς θα χρησιμοποιούσε τα social; Θα έκανε check in από τα μέρη που ταξίδευε ή θα έκανε tag τον Καραγάτση;»

Ο ποιητής δε δημιούργησε δική του οικογένεια. Από τα πιο κοντινά του πρόσωπα ήταν η αδερφή του Τζένια και η κόρη της Έλγκα στην οποία ο ποιητής θα γράψει «Πολλοί άνθρωποι προχωρούν στη ζωή με τα δύο πόδια, άλλοι με τα τέσσερα και άλλοι, πολλοί λίγοι, με φτερά», στην ίδια αφιερώνει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι». Αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα είναι ο λόγος που επιστρέφει στην ξηρά. Ο Καββαδίας είχε πει «Γυρίζω όταν νιώθω πως αρχίζω να ξεχνώ τους ανθρώπους που αγαπώ, όταν τα πρόσωπά τους στη σκέψη μου γίνονται συγκεχυμένα. Τότε κάτι παθαίνω και θέλω να ξαναγυρίσω στο σπίτι μου, να τους σφίξω όλους στην αγκαλιά μου».

«Αναρωτιέμαι αν ζούσε τώρα ο Καββαδίας, πώς θα χρησιμοποιούσε τα social, αν θα έκανε check in από τα μέρη που ταξίδευε ή θα έκανε tag τον Καραγάτση»

Το βιβλίο φωτίζει και τη σύνδεση της ποίησης του με τη ζωή του, στίχων που δούλευε ξανά και ξανά επί χρόνια. «Η έρευνα φέρνει και κατανόηση για τα όσα έγραψε. Στο ποίημα Yara yara υπάρχει ο στίχος “Σε λόφο γιαπωνέζικο, κοιμάται το στερνό”. Αυτός ο στίχος είναι μια ευθεία αναφορά στον μικρό του αδελφό, πρώτο καπετάνιο που αυτοκτόνησε 40 χρονών, τον βρήκαν νεκρό μέσα στην καμπίνα του και τον έθαψαν στο νεκροταφείο των ξένων, σ’ ένα λόφο στο Κόμπε της Ιαπωνίας. Ο αρχικός στίχος ήταν διαφορετικός. Η γνώση του γεγονότος δίνει άλλη βαρύτητα και έτσι φαίνεται και το βάθος του ποιητή. Τα πάντα στον Καββαδία κάτι κρύβουν από κάτω. Συχνά τον χαρακτηρίζω παγόβουνο, λευκό και όμορφο στην επιφάνεια αλλά από κάτω υπάρχει ένας ακόμη μεγαλύτερος κόσμος. Τίποτα από όσα γράφει δεν είναι εύκολο, δεν έγραφε στο πόδι. Υπήρχε ποίημα που δούλευε επί 15 χρόνια».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ρωτώ τον Γελασάκη πότε κατάλαβε ότι το υλικό που μάζευε ο ίδιος από αγάπη για τον ποιητή θα μπορούσε να γίνει βιβλίο: «Κατάλαβα ότι είχα μαζέψει αρκετά πράγματα και ότι δεν είχε νόημα να τα κρατήσω μόνο για μένα, να τα κρατώ στο συρτάρι μου να τα βλέπω και να χαίρομαι. Ήθελα να βγουν προς τα έξω γιατί είχα εικόνα ότι τον Καββαδία τον αγαπάει πολύ κόσμος, τον αγαπάει σαν να είναι δικός του άνθρωπος. Έχει μια τεράστια λαϊκότητα, δε συμβαίνει συχνά αυτό. Έτσι απευθύνθηκα στις εκδόσεις Άγρα, όπου διαχειρίζονται το έργο του και αγκάλιασαν με αγάπη και φροντίδα το εγχείρημά μου».

Στο βιβλίο, μεταξύ άλλων, μπορεί κάποιος να διαβάσει ανέκδοτα ποιήματα του Καββαδία, να δει όλα τα καράβια που υπηρέτησε από το ναυτικό φάκελο του ποιητή που βρέθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, να μάθει ακόμη ότι υπήρξε και μια μοναδική τηλεοπτική του εμφάνιση και συγκεκριμένα μια συνέντευξη που έδωσε στο ΡΙΚ, στο κατάστρωμα του πλοίου «Απολλωνία» το 1973.

Και να διαβάσει πώς αυτοχαρακτηρίστηκε ο Καββαδίας στην τελευταία συνέντευξη της ζωής του, μια συνομιλία που έλαβε χώρα μόλις τρεις μέρες πριν τον θάνατό του και δημοσιεύθηκε τρία χρόνια αργότερα στο περιοδικό «Γυναίκα». Είχε λοιπόν πει στη Φλέρρυ Κούβελα-Τασσιάκου: «Καλή μου, λαθεύεις… Εγώ δεν είμαι ποιητής…Είμαι στοχαστής. Είμαι αρμενιστής φιλόσοφος. Οι στίχοι μου είναι λόγια, ιστορίες, ζωή ατόφια…αλλά μη το παίρνεις για επάγγελμα. Αν δεν έχω τίποτα ουσιαστικό να πω, σωπαίνω. Τη σέβομαι την ποίηση. Γι’ αυτό, όσο λιγότερο γράφω τόσο περισσότερο πρέπει να καταλαβαίνεις ότι τη σέβομαι. Κι ύστερα, ο ποιητής βάζει κάτω τη φαντασία, στύβει το μυαλό και γράφει. Είναι επαγγελματίας. Νομίζει πως έχει χρέος να συντηρήσει όνομα και φήμη. Εγώ βλέπω, ζω, αγκομαχώ το χρόνο… Ανάμεσα σε κρεβάτια, σε καμπαρέ, σε τυφώνες….»

Το βιβλίο του Μιχάλη Γελασάκη «Νίκος Καββαδίας, ο αρμενιστής ποιητής» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.