Ο Νίκος Πετρουλάκης ερωτεύεται τα τραγούδια πάντα με το πρώτο άκουσμα

Γεννήθηκα το ’61 στα Καμίνια, μεγάλωσα στην Αμφιθέα, είναι ο «φτωχός συγγενής» της Νέας Σμύρνης και του Παλαιού Φαλήρου. Πριν τα 10 άκουγα πολύ ραδιόφωνο, τα «ελληνικά μοντέρνα» τότε. Η εικόνα που έχω είναι να κάθομαι στο δωμάτιό μου το βράδυ και να ακούω, όχι ακόμα ξένα. Στο σπίτι άκουγαν λίγα πράγματα, όπως οι περισσότερες οικογένειες στα τέλη της δεκαετίας του ’60.

Ένας φίλος του πατέρα μου μια μέρα μου είπε: «Λοιπόν, για να μάθεις καλά αγγλικά, να ακούς τον αμερικάνικο σταθμό». Ούτε που ήξερα ότι υπήρχε. Τον βρήκα στα μεσαία τέρμα δεξιά κι άρχισα να ακούω. Τα βράδια είχε τον Wolfman Jack. Παίζει και στο American Graffitti, ήταν φοβερός disc jockey, έπαιζε κυρίως rhythm ‘n’ blues και 50s-60s rock ‘n’ roll. Έκανε τον λύκο στο μικρόφωνο, εξ’ ου και το όνομά του. Όλα αυτά περίπου το ’72. Μια μέρα πήγα από το σπίτι του, είχε ένα μπομπινόφωνο, μου λέει «Έλα να ακούσεις κάτι». Έβαλε το “In-A-Gadda-Da-Vida(σ.σ. των Iron Butterfly), την μεγάλη εκδοχή κι άρχισε να μου το εξηγεί. Από αυτό το κομμάτι μπήκα στη μουσική. Ήταν ο πρώτος δίσκος που πήρα αργότερα, το ’76. Περίμενα δύο εβδομάδες να έρθει στο Tweeter στο Παλαιό Φάληρο, τον είχα πάρει 150 ή 160 δραχμές. Σκέψου ότι με 20 δραχμές έβγαινες ένα σαββατόβραδο. Τα δισκάδικα τότε έγραφαν πολλές κασέτες γι’ αυτό και διατηρήθηκαν στη ζωή. 

Μετά από κάποιο καιρό μου φέρνει τέσσερα LP: What’s Going On του Marvin Gaye, Pendulum των Creedence Clearwater Revival, Vol. 4 των Black Sabbath κι ένα ακόμα που ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ. Με τα τρία παθαίνω σοκ, ειδικά με το What’s Going On. Είναι ο δίσκος που αν με ρωτήσεις, ποιός δίσκος σου αρέσει, θα πω αυτόν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ο αμερικάνικος, επειδή ήταν περιφερειακός και κυρίως στρατιωτικός σταθμός, έπαιζε επιτυχίες. Το πρόγραμμα ερχόταν έτοιμο σε δίσκους. Άκουγα όλο το Top 40 του Casey Kasem. Την Κυριακή μετέδιδε ο σταθμός τα πρώτα δέκα, Παρασκευή βράδυ για τέσσερις ώρες έπαιζε όλο το Top 40. Δεν κοιμόμουν ποτέ Παρασκευή βράδυ – τότε είχαμε και Σάββατο σχολείο κι ήμουν πάντα να με κλαίνε οι ρέγγες! Έτσι μαθαίναμε μουσική, ό,τι κράταγε το μυαλό μας. Τότε χώραγε πολλά γιατί ήταν άδειο!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Θυμάμαι που ακριβώς ήμουν όταν άκουσα το πρώτο Ποπ Club του Γιάννη Πετρίδη, όπως λένε ότι όλοι στην Αμερική θυμούνται που ήταν όταν σκοτώθηκε ο Κένεντι. Στην περιοχή που μεγάλωσα είχε αρμένικες πολυκατοικίες. Έκανα με αυτά τα παιδιά παρέα κι ακούγαμε μουσική. Μάθαμε ότι θα ξεκινούσε η εκπομπή και είχαμε στηθεί να την ακούσουμε.

Πηγαίναμε στο Olympic House στη Γλυφάδα που σύχναζαν οι στρατιώτες της βάσης, έπαιζε κυρίως μαύρη μουσική, το black chart της εποχής και κάποια παλιότερα πράγματα. Ίσως γι’ αυτό να έχω μία αδυναμία σε αυτό τον ήχο, μπορούσα να μάθω περισσότερα γι’ αυτά. 

Η πληροφόρηση εκείνη την εποχή δεν ήταν εύκολη. Αγόραζα το ΝΜΕ και το Melody Maker, είχαν πέντε δραχμές. Από τις 1/1/80 έχω κρατήσει όλα τα τεύχη ΝΜΕ. Κόλλαγα τις ολοσέλιδες διαφημίσεις των άλμπουμ στον τοίχο. Βλέπαμε όλα αυτά τα πράγματα στο ΝΜΕ αλλά δεν μπορούσαμε να τα ακούσουμε πουθενά. Μαθαίναμε από τον αμερικάνικο κι ό,τι αρπάζαμε από τους ερασιτεχνικούς. Διάβαζα και τον Ηχο. Έβγαζε ο Αργύρης Ζήλος κάθε χρόνο μία βασική δισκοθήκη κι είχε μέσα κάτι δίσκους. Έλεγα «Πού θα τους βρω;».

Στην Ελλάδα η μαύρη μουσική δεν είχε καθόλου αντίκτυπο. Στη δεκαετία του ’70 ήταν δυνατή για άλλους λόγους: με τις ντισκοτέκ έγινε δημοφιλής ο James Brown, ίσως για τους λάθος λόγους. Έτσι γεννήθηκαν ο «καρεκλάς» και ο «γκιράπας». 

Βοήθησαν και περιοδικά που άρχισαν να ασχολούνται. Το Ποπ και Ροκ είχε μία σελίδα για τη soul, του Μίκη Κορίνθιου. O τρόπος με τον οποίο η μαύρη μουσική εδραιώθηκε κάπως στην Ελλάδα ήταν όταν η Levis έβαζε στις διαφημίσεις της κομμάτια όπως το “Wonderful World” του Sam Cooke. Άρχισε να δημιουργείται ένα ενδιαφέρον και να επανεκδίδονται δίσκοι.

Για την όλη μυθολογία με τους καρεκλάδες και τους ροκάδες, απλά οι μεν έβριζαν τους δε. Στη Νέα Σμύρνη που ερχόμουν υπήρχε ροκ κοινότητα, έκανα παρέα με εικοσάρηδες που σύχναζαν στο Κλειδί της Πλάκας. Το έκαναν μόνο για τη φάση. Ήξεραν δέκα συγκροτήματα. Ήταν άνθρωποι που δεν τους ενδιέφερε τόσο η μουσική, φαντάζομαι σήμερα θα είναι κάπου πολύ μακριά από αυτό. Οι καρεκλάδες απλά πηγαίναν στις ντισκοτέκ. Όλοι παιδιά της εργατικής τάξης, η μουσική ήταν απλά ένα μικρό μέρος της καθημερινότητά τους. Υπήρχε αυτή η «διχόνοια» αλλά πέρα από καμιά φάπα δεν έχω βρεθεί σε κανέναν μεγάλο τσακωμό. Ήταν η αφορμή για να εξωτερικεύσουν κάτι άλλο. Θα μπορούσαν να τσακωθούν και για κάποιον άλλο λόγο. Θεωρούσα τον εαυτό μου αρκετά διαφορετικό από όλο αυτό.

Πιστεύω ότι έχω μία πολύ υγιή σχέση με τη μουσική, γιατί καταλαβαίνω τι νιώθω όταν ακούω ένα τραγούδι που μου αρέσει. Χθες το βράδυ άκουγα ένα καινούργιο τραγούδι, έρχεται και μου λέει ο μεγάλος μου γιος: «Μπαμπά σου αρέσει αυτό το τραγούδι;». Του λέω, «Όχι». Και πετάγεται η μαμά του: «Προσπαθεί να του αρέσει, δεν βλέπεις; Το βάζει ξανά και ξανά!».

Τα τραγούδια πάντα τα ερωτεύομαι με το πρώτο άκουσμα, αν γίνει αυτό, δεν χρειάζεται να το σκεφτώ. Αρκεί να με χτυπήσει στο στομάχι, την καρδιά, το κεφάλι. Αυτή είναι η μουσική για μένα. 

Ξεκίνησα να παίζω μουσική σε μαγαζιά στα μέσα της δεκαετίας του ’80. ’Από το ’83 ως το ’85 δούλεψα στην Ύδρα, στη Λαγουδέρα, που ήταν ντισκοτέκ. Το ’86 άρχισα να παίζω σε ένα μαγαζί στην Κηφισίας, νομίζω λεγόταν Diesel.  Υπήρχαμε εκεί άνθρωποι που αγαπούσαμε τη μαύρη μουσική, όπως ο Μίλτος Καραντζάς. Το “The Snake” του Al Wilson το παίζω από τότε. 

Το πρώτο πράγμα που έκανα σε σταθερή βάση ήταν να γράφω. Ξεκίνησα το ’82 στο περιοδικό Μουσική. Ο Χρήστος Χατζής ήθελε να μαζέψει νέους ανθρώπους. Έστειλα ένα κείμενο για τις γυναίκες στο new wave. Δεν είχε εντυπωσιαστεί τόσο με το γράψιμο, όσο με τις πληροφορίες που είχα στο κείμενο. Πίστευα πως είναι προτιμότερο να έχεις ένα μουσικό κείμενο με πολλές πληροφορίες και λιγότερα καλαίσθητα, λογοτεχνικά στοιχεία. Ίσως γιατί ασυνείδητα αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που με ενδιέφερε, η πληροφόρηση, γιατί δεν την είχα μικρός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Από Έλληνες μουσικογραφιάδες μου άρεσαν ο Νίκος Λυμπερόπουλος που έγραφε σε στυλ beat και ο Γιάννης Μαλαθρώνας, που είχε την πληροφόρηση απ’ έξω και καταλάβαινε τα πράγματα καλύτερα.  

Όταν ήμουν μικρός ήθελα να δουλέψω σε δισκογραφική, αυτό ήταν το μεγάλο μου όνειρο. Μετά το γράψιμο, ήρθαν οι δισκογραφικές, πήγα στη Virgin. Από το ’85 μέχρι αρχές του ’88. Τότε πήγα στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1 που μόλις άνοιγε.

Ραδιόφωνο έκανα στους ερασιτεχνικούς από το ’76. Σε έναν τοπικό στη Νέα Σμύρνη. O σταθμός ήταν του Μάνου «Ήτα Βήτα». Εμφανισιακά ήταν ένα κακέκτυπο του Phil Lynott (σ.σ. frontman των Thin Lizzy). Είχε απήχηση στις μεγάλες κυρίες, τον έπαιρναν τηλέφωνο κάθε βράδυ. Κάναμε εκπομπή κάθε Κυριακή τρεις με πέντε. Οι δύο από εμάς ήμασταν ερωτευμένοι με το ίδιο κορίτσι, την ταράζαμε στις αφιερώσεις. Ο Μάνος έπαιζε Abba κι επιτυχίες της εποχής, εμείς παίζαμε Can, Neu!, το πιο ποπ μας ήταν του Peter Frampton το Frampton Comes Alive!, μια φορά παίξαμε όλο το Woodstock. Ο κακομοίρης δεν άντεξε, μετά από κάνα δύο μήνες μας λέει: «Παιδιά αρκετά όλα αυτά, δεν μου αρέσουν!».

Βοηθούσα τον Τσαουσόπουλο στις παραγωγές των εκπομπών του, έτσι πήγα στον ΑΝΤ1. Έκανα εκπομπή κάθε Δευτέρα με πιο rock και Σάββατο βράδυ μόνο με soul. Μετά κάναμε μαζί με τον Χατζή. Ήταν από τις εκπομπές που ευχαριστήθηκα πολύ, κάναμε κριτική και παρουσίαση καινούργιων κυκλοφοριών, βάζαμε και τίποτα παλιά. 

Στα τέλη της δεκαετίας του 90 πήγα στο Rock FM, με φώναξε τότε ο Φίλιππος Πετρίδης. Ακολούθησε ο Εν Λευκώ πριν τον δώσει ο Καββαθάς. Από το 2008 είμαι Στο Κόκκινο. Είναι η μακροβιότερη εκπομπή μου.

Το να κάνω ραδιόφωνο σημαίνει για μένα πολλές ώρες προετοιμασίας. Σπαταλάω πολλή ώρα για το δίωρο κάθε εβδομάδας, είμαι ίσως και λίγο αργός και απαιτητικός. Έχω έναν μπούσουλα στις εκπομπές μου. Χρειάζομαι περίπου πέντε ώρες. Προσπαθώ να είμαι στην επικαιρότητα για να είμαι λίγο πιο προσιτός. Αυτό που ξέρω σίγουρα, είναι ότι το τελευταίο εικοσάλεπτο που παίζω τζαζ όλοι το κλείνουν!

Το ότι τελικά περισσότερο από όλα ασχολήθηκα με το ραδιόφωνο ήταν σύμπτωση. Με την έννοια ότι το γράψιμο κανείς πια δεν το θέλει τόσο. Σκέψου, όταν έβγαλε ο Nick Cave το Push The Sky Away (2013), έγραφα στο ΒΗΜagazino ως εξωτερικός συνεργάτης. Μου είπαν από τη Sony αν με ενδιέφερε συνέντευξη μαζί του. Μίλησα με τους υπεύθυνους του περιοδικού και δεν τους ενδιέφερε καθόλου. Έμεινα σύξυλος, γιατί μιλάμε για τον Cave.

Το μουσικό ραδιόφωνο στην Ελλάδα σήμερα είναι χάλια. Δεν επηρεάζει το κοινό, ούτε διαμορφώνει επιτυχίες. Στον Έλληνα αρέσει το τσάμπα, αν ακούει κάτι συνέχεια δεν θα πάει να το πάρει. Γι’ αυτό τα μουσικά περιοδικά μόλις έβγαλαν το CD έπεσαν στα βάραθρα. Το μουσικό ραδιόφωνο αντικατοπτρίζει το γούστο των ιδιοκτητών τους, όπως έγινε και με τα κανάλια. Κι έτσι δεν πάει μπροστά.

Η Ελλάδα έχει πολλές ιδιαιτερότητες με αυτό που λέγεται γενικότερα εμπόριο μουσικής, δικούς της κανόνες. Η πολιτιστική κρίση έχει έρθει πολύ πριν την οικονομική.

Ο καλλιτέχνης κρίνεται από το live του. Εδώ μαθαίναμε τους καλλιτέχνες από τους δίσκους. Αλλά κι εγώ κι εσύ να κάτσουμε στο στούντιο, κάποια στιγμή κάτι θα βγει.

Ήμουν τυχερός -ή άτυχος- να δω στην Αγγλία τους Oasis στην πρώτη μεγάλη τους συναυλία. Χίλια πεντακόσια άτομα σε έναν χώρο σαν το Ρόδον, όλο πιτσιρικαρία μέσα. Είχαν βγάλει το πρώτο τους single (σ.σ. το “Supersonic”) κι η Creation έκλεινε τα 13 χρόνια της. Βγαίνουν κι άρχισα να γελάω. Ανέβαιναν τα πιτσιρίκια επάνω στη σκηνή, έκαναν stage diving. Είναι δίπλα μου ένας δημοσιογράφος του ΝΜΕ και μου λέει: “This is the future of rock ‘n’ roll”. Μάλλον είχε εμπιστοσύνη στον Alan McGee. Οι Oasis είναι το τελευταίο μεγάλο κατασκεύασμα του ροκ. Ο McGee είχε βρει επιτέλους τους δικούς του Elvis Presley. Βέβαια είναι προτιμότερο ένας πιτσιρικάς να ακούει Oasis παρά Iron Maiden.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Το 1987 που δούλευα στη Virgin είχα πάει στο εξωτερικό για την απονομή ενός χρυσού δίσκου στους Depeche Mode. Γνώρισα τον Daniel Miller της Mute. «Τι γίνεται στην Ελλάδα με τον Nick Cave που τον έχετε κάνει αστέρα;» μου είπε. Του εξήγησα ότι ήταν λίγο πρόσφορο το έδαφος, με τον χαμό που είχαν κάνει οι Birthday Party όταν έπαιξαν στην Αθήνα. «Ο Nick Cave στην Αγγλία πουλάει ποσοτικά -όχι αναλογικά- λιγότερο από ό,τι στην Ελλάδα. Έχουμε πάθει πλάκα στη Mute με το πώς κάνετε γι’ αυτόν», μου είπε. Αν ο Cave είχε βγει πριν δέκα χρόνια, δεν θα είχε γίνει στην Ελλάδα αυτό που είναι, όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες αν είχαν βγει αργότερα, που δεν υπήρχαν τόσο τα μουσικά έντυπα.

Μη λέμε ψέματα, η Ελλάδα είναι μία μπουζουκοχώρα από καταβολής της και πάντα έτσι θα είναι. Το μπουζούκι είναι μία τραγική περίπτωση, κάτι που δεν με ενδιαφέρει, δεν με αγγίζει. Έχει όμως ένα πολύ δυνατό ρεπερτόριο, γι’ αυτό εδώ υπήρχε πάντα μεγάλη διαφορά. Ακόμη και η Γαλλία που έχει το νόμο στο ραδιόφωνο να μην παίζουν πάνω από 40% ξένη μουσική, μουσικά δεν απέχει τόσο από κάτι που θα έβγαινε στην Αγγλία.

Από ελληνικό ροκ μου αρέσουν πολλά πράγματα. Χαίρομαι πολύ όταν οι Έλληνες εκφράζονται στη γλώσσα τους. Θαυμάζω τις Τρύπες που κατάφεραν να παντρέψουν τον new wave ήχο με τα ελληνικά. Δεν μπόρεσε κανείς να τις ακολουθήσει.

Το πρόβλημά μου σήμερα δεν έχει να κάνει με το γούστο αλλά, δεν υπάρχει ούτε καλό mainstream. Η Adele στην Ελλάδα δεν κάνει τίποτα, που είναι μία καλή Dusty Springfield του σήμερα. Οι εταιρείες πλέον στέλνουν κυρίως dance πράγματα. Δεν υπάρχει καλό mainstream εδώ, ούτε κάτι ποιοτικό που έχει μοίρα στον ήλιο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Η ευκολία της σημερινής μουσικής με βοηθάει πολύ, χαίρομαι που μπορώ να ακούσω το 90% των πραγμάτων που διαβάζω. Βασική μου πηγή είναι το Spotify. Το κακό με το internet είναι πως ό,τι διαβάζεις πρέπει να το διασταυρώνεις.

Η άνοδος του χιπ χοπ δεν έχει πιάσει στην Ευρώπη όσο στην Αμερική. Είναι ένα καθαρά αμερικάνικο φαινόμενο. Δεν τρέφω τόση αγάπη, μου αρέσει το πρώιμο χιπ χοπ, μέχρι τους De La Soul, Jungle Brothers, Public Enemy. Τώρα δεν μπορώ να την καταναλώσω ως μουσική. Νιώθω πως για τους καλλιτέχνες είναι ένα όχημα να βγάλουν λεφτά και να αποκτήσουν δύναμη. Έχω βαρεθεί να βλέπω κάθε μέρα στο internet τη μούρη του Jay Z και της Beyonce και να γράφουν πράγματα που δεν έχουν σχέση με τη μουσική.

Η άνοδος του βινυλίου δεν πιστεύω πως είναι παροδική. Έχω δει τη μουσική βιομηχανία σε όλες τις εκφάνσεις της, οι εταιρείες δύσκολα θα το αφήσουν να πεθάνει. Οι εταιρείες θα το στηρίξουν, είναι το μόνο φυσικό προϊόν που μπορούν να πουλήσουν. Είναι εφησυχασμένοι γιατί το streaming και το downloading πάει πολύ καλά. Είναι καθαρά λεφτά, κοστίζει μόνο η ηχογράφηση, το ανέβασμα και τα δικαιώματα του καλλιτέχνη που θα πληρωθούν ούτως ή άλλως.

Μου αρέσουν οι Beatles πολύ, αλλά οι Rolling Stones μου κάνουν «κάτι». Έχω μαζί τους τη σχέση που έχεις με ένα αγαπημένο σου πρόσωπο. Δεν θα πρωτοτυπήσω, είναι οι λόγοι που τους έκαναν γνωστούς: λίγο αλήτες, μπόρεσαν κι έκαναν την αμερικάνικη μουσική ένα δικό τους πράγμα, χωρίς ποτέ να κρύβουν τι είναι αυτό που έχουν πάρει. Και κακά τα ψέματα, είναι τα τραγούδια τους. Αυτή η τετράδα: Beggar’s Banquet, Sticky Fingers, Exile on Main St. και Let It Bleed… Έχουν διαψεύσει όλες τις φυσιολογικές προδιαγραφές. Είναι παππούδες κι ακόμα παίζουν. Ο Jagger είναι 70κάτι και τρέχει πιο γρήγορα κι από μένα -όχι ότι είμαι κανένας αθλητικός τύπος. Ο Richards έχει δάχτυλα παραμορφωμένα από τους ρευματισμούς κι είναι απίστευτος. Ακόμα παίζουν διαολεμένα. Αυτοί είναι πραγματικοί μουσικοί, έχουν ξεπεράσει τη βιολογική πραγματικότητα.

Η δισκοθήκη μου είναι γύρω στους δέκα χιλιάδες δίσκους και περίπου τρεις χιλιάδες 45άρια. Tαξινομημένη αλφαβητικά και χρονολογικά ανά καλλιτέχνη, σε μεγάλες κατηγορίες. Ένα μέρος είναι δωρεάν από την περίοδο που δούλευα στις δισκογραφικές, αλλά όχι πάνω από το ένα πέμπτο.

Δεν με ενδιέφερε ποτέ να κρατήσω δίσκους που δεν μου αρέσουν. Θα ήθελα να είχα περισσότερους, αλλά μόνο πράγματα που θέλω πραγματικά. Έχω μόνο δύο που δεν μου αρέσουν: το Never Mind The Bollocks των Sex Pistols και το The Shape Of Jazz To Come του Ornette Coleman. Αλλά θέλω να τα έχω γιατί ίσως κάποια στιγμή το μετανιώσω. Όπως έχω μετανιώσει που δεν έχω soul δίσκους από το ’85 και μετά.

Αν μου έλεγε κάποιος ότι η δισκοθήκη μου θα καταστρεφόταν και θα έπρεπε να πάρω πέντε δίσκους αυτοί θα ήταν: What’s Going On του Marvin Gaye, Bryter Layter του Nick Drake, LC των Durutti Column, κάποιο best of των Animals με τον Eric Burdon. Δύσκολα θα ξεχάσω τι ένιωσα όταν άκουσα το “It’s My Life”, σάλταρα κανονικά. Και το Highway 61 Revisited του Dylan. Αλλά πάντα θα λείπει κάτι.

Mου αρέσει και το single ως φόρμα, αυτή είναι η μεγάλη ιστορία. Ακούς πχ. δυόμιση-τρία λεπτά το “Be My Baby” των Ronettes και λες, και μόνο αυτό να είχε κάνει ο Phil Spector, δεν θα χρειαζόταν να είχε κάνει τίποτα άλλο.

Αν δεν υπήρχε η μουσική, μάλλον η ζωή μου θα ήταν ένα χάλι. Το βινύλιο είναι φετίχ, η φόρμα στην οποία μου αρέσει να ακούω τη μουσική. Μου αρέσει να κοιτάω το εξώφυλλο, να κρατάω το δίσκο. Μία από τις απολαύσεις μου είναι να είμαι πάνω από μία κούτα δίσκους, να την ανοίγω και να μην ξέρω τι θα βρω μέσα, ακόμη κι αν όλα είναι για πέταμα. Εκείνη όμως τη στιγμή ανεβάζω παλμούς. Αυτό είναι το ναρκωτικό μου.

Για να σταματήσω να αγοράζω δίσκους πρέπει να μην έχω μία ή να μείνω παράλυτος στα χέρια, να μην μπορώ να τους πιάσω. Αλλά και πάλι θα έβρισκα κάποιον άλλο τρόπο.

Μπορείτε να ακούτε τον Νίκο Πετρουλάκη να κάνει «Εξομολογήσεις Ενός Βινυλιομανούς» κάθε Σάββατο 19:00-21:00 στη συχνότητα των 105.5, Στο Κόκκινο.
Ελένη Τζαννάτου