Οι Neurosis έφεραν το «τέλος του κόσμου»

Δυσκολεύομαι να ταξινομήσω τις σκέψεις μου και να τις βάλω σε μια λογική σειρά που να βγάζει κάποιο κειμενικό νόημα. Να με συμπαθάτε, ξέρω πως έχετε βαρεθεί να διαβάζετε παντού για την καμένη γη που οι κύριοι από το Oakland αφήνουν στις εμφανίσεις τους μα πιστέψτε με όταν σας λέω πως καμία από αυτές δεν υπερβάλλει στο ελάχιστο. Οι Neurosis ζωντανά είναι μια εμπειρία που ο καθένας από εμάς πρέπει να ζήσει.

Δε θέλω να αναλώσω μεγάλη μερίδα του κειμένου στα δύο support σχήματα, τους Agnes Vein και τους Universe 217, όχι επειδή φάνηκαν αδιάφοροι, μα επειδή προς το παρόν έχουν ειπωθεί όλα όσα χρειάζονται για αμφότερους για να ξέρει κανείς τι γίνεται όταν ανεβαίνουν επί σκηνής. Οι πρώτοι με το αργό doom/post/black μάγμα τους αποδεικνύουν έμπρακτα το πώς ο ακραίος χώρος δύναται να προσφέρει πολλά ακόμα όταν δεν προσκολλάται σε κλασσικές συνταγές και μαγγανείες, μα ξέρει να τις μπασταρδεύει και να δημιουργεί έναν ήχο προσωπικό και ακραίο. Οι δεύτεροι, αν και δεν έχουν αυτή την αυτοσχεδιαστική/ψυχεδελική εμπειρία των πρώιμων εμφανίσεών τους –όταν τα φινάλε τους σήμαιναν πως όποιος ήθελε ανέβαινε επί σκηνής και έπιανε/έκανε ό, τι ήθελε- και έχουν μετατραπεί σε μια από τις υπερδυνάμεις του εγχώριου underground, παρέδωσαν για μια ακόμα φορά μαθήματα post ποιότητας. Αυτό το μείγμα post/prog/drone/no wave που μόνο αυτοί ξέρουν να σκαρφίζονται με τέτοια εφευρετικότητα και με μια φωνάρα όπως αυτή της Τάνιας πίσω από το μικρόφωνο, παραμένουν πάντα μια κατάλληλη επιλογή για «ορεκτικό» (ή και κυρίως πιάτο) σε όλα τα νεωτερικά συναυλιακά μενού.

Και η ώρα φτάνει. Τα φώτα σβήνουν και οι Neurosis πατάνε βγαίνουν στη σκηνή. Χωρίς τον Jason Graham και το οπτικό του υλικό φυσικά, μα εκ των υστέρων σκέφτομαι πως αυτό είναι καλύτερο για δύο λόγους. Αφενός γιατί τους δίνεται η δυνατότητα να αποδείξουν τι ψάρια πιάνουν αποκλειστικά ως μουσικοί χωρίς φιοριτούρες και μέσα εντυπωσιασμού. Αφετέρου το τέλος του κόσμου (το ιδανικό σκηνικό για μια συναυλία του συγκροτήματος) δε χρειάζεται παραπάνω ωραιοποίηση. Είναι από μόνο του ένα γεγονός μεγαλειώδες, τρομακτικό και κατά κάποιον περίεργο τρόπο όμορφο. Και τα τύμπανα και τα τελετουργικά πνευστά του «A Sun That Never Sets» πλημμυρίζουν τον χώρο.

Από κει και πέρα, το χάος, μια διαδικασία που καμία λέξη δεν μπορεί να προσδιορίσει (γραφικότητα υπ’ αριθμόν δύο, μα ισχύει) παρά μόνο να βιωθεί. Με το σώμα, τα μάτια, τα αυτιά, με την ψυχή. Ο Kelly με τον Von Till χρησιμοποιούν διαδοχικά ή και ταυτόχρονα το μικρόφωνο, προκαλώντας σεισμικές δονήσεις. Συνέχεια με το υπερhit τους, το Locust Star. Τα πρώτα δάκρυα έρχονται, δεν μπορεί να το ζούμε σε τέτοια μεγαλοπρέπεια και με τέτοιο ήχο αυτό το πράγμα. Και ας θέλουμε να βγάλουμε το δέρμα μας από την αφόρητη ζέστη. Το κτήνος Dave Edwardson βρυχάται  στο μικρόφωνο και τρομάζει με το συνδυασμό σωματικής/φωνητικής διάπλασής του (ο συνδυασμός κόκκινου βαμμένου μαλλιού και μπλούζας Discharge δε θα δήλωνε εκ πρώτης όψεως κάτι τέτοιο).  Flash-rewind στο 2012 με το «At The Well», ένα τραγούδι από το δίσκο που πολλοί έσπευσαν να ξεγράψουν επειδή δεν πέρασε αρκετός καιρός ώστε να ανέλθει στο πάνθεον με την υπόλοιπη δισκογραφία του συγκροτήματος. Το «Distill» θυμίζει τα βασικά συστατικά των Neurosis, μετακινώντας κατά βούληση τις σεισμικές πλάκες της γης. Φτάσαμε στη μέση, για ιντερλούδιο έχουμε τη συντριπτική μελαγχολία του «The Tide», μια από τις πιο άμεσες συναισθηματικές στιγμές της μπάντας, που διερωτάται για την πορεία αυτών που εγκατέλειψαν αυτόν τον κόσμο.

Ακολουθούν τα «Water Is Not Enough», «My Heart For Deliverance» και «Bleeding The Pigs». Η ποιότητα της εμφάνισής τους δεν κάνει την παραμικρή κοιλιά. Ακόμα και ο τελευταίος μικροφωνισμός από τα ηχεία θεωρείται ως ζωτικής σημασίας για αυτό που βιώνουμε. Τίποτα δε μπορεί να το ψεγαδιάσει, εκτός από ένα μέρος του κοινού που, για μια ακόμα φορά δε λέει να συνειδητοποιήσει πως η συναυλιακή κοινωνικοποίηση δεν είναι διαλογική μα εμπειρική. Αντίθετα με τη μπάντα που δεν αντάλλαξε την παραμικρή κουβέντα με το κοινό, ούτε στιγμή. Αυτό είναι που τους κάνει τόσο απόμακρα ιδανικούς ως σύνολο και μπορούν να θεοποιούνται στα κεφάλια μας. Κλείσιμο με μια βουτιά στο παρελθόν, το «The Doorway» θυμίζει τις μέρες του «Times of Grace» με τρόπο συγκινητικό, ενώ ο επίλογος του «Stones From The Sky» κρίνεται ως μια μίνι αποκάλυψη όταν ο πληκτράς Noah Landis ξεσπά μια και καλή στο moog του κοπανώντας το παροξυσμικά και γυρνώντας το 90 μοίρες από την αρχική του θέση. Το νιώθει, και αυτός και οι υπόλοιποι. Ήρθαν, έπαιξαν, κατέκτησαν.

Συναυλία  που δεν πιστεύαμε πως θα δούμε μέχρι που ανακοινώθηκε και αποδείχθηκε μια από τις τοπ 5 του υπογράφοντα. Κάθε στιγμή είχε λόγο ύπαρξης και είναι λάθος να γράφεται τόσο σύντομα η οποιαδήποτε ανταπόκριση καθώς θέλει καιρό για να κατανοηθεί το μέγεθός της, από τις στιγμές εντατικού κοπανήματος μέχρι και τα ξεχειλωμένα ιντερλούδιά της. Να στέκεται εκεί και να μας θυμίζει πως δε χρειάζεται να ανατρέξουμε σε μακρινές δεκαετίες για να βρούμε μεγαθήρια της μουσικής, υπάρχουν και κοντινότερα παραδείγματα ανάλογου εκτοπίσματος. Όσοι δεν το πιστεύετε, συνεχίστε να θεωρείτε πως αν δε δούμε τους Maiden και φέτος θα έχουμε άλλη μια αποτυχημένη συναυλιακή χρονιά και να συλλέγετε τον οίκτο αυτών που στρέφουν το βλέμμα και αλλού. Και ναι, είναι η συναυλία της χρονιάς.

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας