ΜΟΥΣΙΚΗ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Λευκή Συμφωνία: «Είναι σημαντικό να γράφεις μουσική, θέλοντας κυρίως να προσφέρεις κάτι αληθινό, πρωτότυπο και προσωπικό»

Όταν είσαι στην πρώιμη εφηβεία και καταπίνεις αμάσητα όλη τη δισκογραφία των Smiths και το Pornography των Cure, κρυφά στο δωμάτιο, και ξάφνου ακούς κάποιον να τραγουδά με άψογο indie αισθησιασμό σε άψογα ελληνικά «περνούσε ο καιρός κεντούσε σάβανα» και «θα μπορούσε να πετάξει, προτίμησε να ξεκουραστεί, θα μπορούσε να πετάξει, προτίμησε να καεί», ξέρεις πως η κατεύθυνση είναι μονόδρομος. Κάνεις κοπάνα την πρώτη ώρα από το σχολείο και είσαι οχτώ το πρωί έξω από το μοναδικό δισκάδικο της πόλης περιμένοντας να ανοίξει, μπας και βρεις τον σπάνιο θησαυρό που μόλις ανακάλυψες.

Ο δίσκος «Μυστικοί Κήποι» της Λευκής Συμφωνίας του 1986 ήταν ο πρώτος ελληνικός δίσκος που προσγειώθηκε στο πικάπ μου με δικά μου έξοδα και ο στίχος «μετρώντας μέχρι το 7 προλαβαίνεις να αλλάξεις για τρίτη φορά τη μορφή σου» από το «Ένα μέρος να κρυφτώ», λέξεις που προφανώς κάτι μου έκαναν αφού συνήθιζα να τις μεταγράφω σε όλα τα βιβλία και τετράδια φίλων και γνωστών που έπεφταν στα χέρια μου. Μια από τις δεκάδες εφηβικές μου παράξενες συνήθειες που ποτέ δεν εξηγήθηκαν.

Έτσι συμβαίνουν όμως τα πράγματα. Ποτέ δεν ξέρεις που ταξιδεύουν οι μουσικές σου και σε ποια δωμάτια τρυπώνουν. Αυτοί τότε στο Χαϊδάρι, εγώ τότε στη Χαλκίδα. «Σε μια παλιά μονοκατοικία στο Δάσος Χαϊδαρίου, με έναν μικρό κήπο μπροστά, ο οποίος έβλεπε σε ένα άδειο μεγάλο οικόπεδο και μια μικρή αυλή πίσω, εκεί ήταν το πρώτο μας στούντιο. Είχαμε μονώσει το μεγαλύτερο δωμάτιο, είχαμε εξοπλίσει με όργανα και κονσόλα τον χώρο και είχαμε επίσης ένα δεύτερο δωμάτιο όπου αράζαμε με φίλους που έρχονταν να μας επισκεφθούν».

Πρώτα τζαμαρίσματα, πρώτες συνθέσεις, οι βασικές επιρροές. «Παίζαμε καθημερινά, πειραματιζόμασταν ελεύθερα στην αρχή, με διάφορα μουσικά είδη πέρα από το ροκ, με blues ή funk, και μετά από κάποιο διάστημα αρχίσαμε να διασκευάζουμε τραγούδια όπως το “Pushin Too Hard” των Seeds, το “Venus In Furs” των Velvet Underground, το “The Disease” των Echo And The Bunnymen. Αρχίσαμε να κατανοούμε τη σύνθεση και τα ηχοχρώματα, τα μέρη και τα ενορχηστρωτικά μέσα και τις ιδέες που χρησιμοποιούνται σε ένα τραγούδι. Ουσιαστικά μαθαίναμε μαζί μουσική παίζοντας και ακούγοντας. Κλασικό ροκ, Led Zeppelin και Doors, με Ultimate Spinach και HP Lovecraft, Velvets με Smiths, Cure και Joy Division. Εγώ έφερνα τους στίχους μου και δοκίμαζα να τους προσαρμόζω και να τους δουλεύω πάνω σε μουσικές ιδέες και μοτίβα που έβγαιναν από τα τζαμ, από τα οποία απομονώναμε μελωδίες και παιξίματα και τα δουλεύαμε επιμέρους, εξελίσσοντάς τα μέχρι να ολοκληρωθούν μουσικά και στιχουργικά. Κατόπιν βγαίναμε βόλτα σε κάποιο καφέ ή μπαρ στο Δάσος και τη Νέα Ζωή, στο Περιστέρι, και συζητούσαμε μεταξύ μας πάλι για μουσική. Τα live στα οποία μας καλούσαν να παίξουμε, στα φεστιβάλ που γίνονταν στα αμφιθέατρα των σχολών. Οι επαφές με άλλες μπάντες, τα live που παίζαμε ή παρακολουθούσαμε στο Rodeo, το Κύτταρο, το 127db, τη Μουσική Αποθήκη, τον Πήγασο, το Madd. Οι βόλτες στα σκοτεινά χειμωνιάτικα Εξάρχεια. Όλα αυτά έρχονται στο μυαλό μου από την εποχή που κυκλοφόρησαν οι “Μυστικοί Κήποι”».

Πόσο δύσκολο ήταν να ξεκινάτε δεκαεννιά και είκοσι χρονών παιδιά μέσα στα 80s για να βγάλετε δίσκο; Είχαμε τη νοοτροπία ότι για να βγούμε και να σταθούμε δίπλα στους μεγάλους μουσικούς της ροκ σκηνής, έπρεπε να γίνουμε και εμείς πολύ καλοί αλλά και ταυτόχρονα να δουλέψουμε αρκετά ώστε να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε το δικό μας προσωπικό ύφος ώστε να μπορέσουμε να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό και όσο το δυνατόν πιο βαθύ που να αντέξει στο χρόνο. Ταυτόχρονα βιώναμε το fun και αυτή την αίσθηση ελευθερίας που δίνει η ενασχόληση με τη τέχνη και ειδικά με τη μουσική, μέσα σε ένα καταθλιπτικό και αποστειρωμένο, ζοφερό περιβάλλον που υπήρχε στα 80s. Για αυτό προβάραμε πολύ και καταφέραμε να έχουμε ένα δέσιμο μεταξύ μας που ήταν πολύ ισχυρό, να περνάμε καλά σαν παρέα φίλων αλλά και να εξελιχθούμε ατομικά σαν μουσικοί.

Σας αγκάλιασαν αμέσως οι δισκογραφικές; Η προσπάθεια που κάναμε είχε κατευθείαν μια πολύ ενθουσιώδη υποδοχή από όσους μας έβλεπαν στα live και μας άκουσαν από τα demo μας. Μόλις μας άκουσαν από την ΕΜΙ και υπογράψαμε μαζί τους, εξασφαλίσαμε και μια πολύ επαγγελματική προώθηση και διανομή από αυτούς. Αυτή η δυνατότητα που είχαμε και δούλευε προς όφελος ενός δίσκου όπως οι “Μυστικοί Κήποι”, τα τραγούδια του οποίου είχαν από μόνα τους  τη δυναμική να βρίσκουν ανταπόκριση και να μιλούν σε ένα αρκετά ευρύ κοινό, ήταν πολύ σημαντική για την αποδοχή που γνώρισε η μπάντα.

Τόσα χρόνια μετά, τι πιστεύεις πια για τα δικά σας ελληνικά 80ς; Ήταν μια δημιουργική και μαζί συναρπαστική εποχή για εμάς. Από την κυκλοφορία των “Μυστικών Κήπων” και μετά, το γκρουπ έγινε πολύ γνωστό και μπήκαμε σε μια συνεχή διαδικασία να γράφουμε μουσική και να κάνουμε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Είχαμε μαζί μας ένα δικό μας κοινό που αγαπούσε και παρακολουθούσε τη μπάντα, που κατανοούσε το όραμά μας. Αυτό συμβαίνει και σήμερα και είμαστε τυχεροί που το ζούμε. Είναι σημαντικό να νιώθεις ότι υπάρχει μέσα σου εκείνη η φλόγα που σε ωθεί να συνεχίζεις να ζεις και να δημιουργείς. Να αισθάνεσαι και να  γράφεις μουσική θέλοντας κυρίως να προσφέρεις και να δημιουργήσεις κάτι αληθινό, πρωτότυπο και προσωπικό. Να επιτύχεις ένα αποτέλεσμα το οποίο να αντικατοπτρίζει την ίδια τη ζωή σου, να ξεγυμνώνει την ψυχή σου και να φανερώνει στιγμές που προσπαθείς να δεις από τα πιο απόκρημνα μέρη στα πιο εσωτερικά βάθη, να αντιμετωπίσεις το φως και το σκοτάδι σου. Σε όλες τις εποχές αξίζει να γράφεις και να παίζεις τη δική σου μουσική.

Είστε από τα συγκροτήματα που έκαναν μια σοβαρή προσπάθεια για καριέρα στο εξωτερικό. Τι θυμάσαι από τα χρόνια του Βερολίνου; Φύγαμε σε μια πολύ καλή στιγμή του γκρουπ, περίπου ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του “Ηχώ Του Πόθου” και την εποχή που παιζόταν το “Κοιτάζοντας Πίσω” στο MTV. Ο δίσκος πήγαινε πολύ καλά, παίζαμε συχνά στο ΡΟΔΟΝ και είχαμε αρχίσει να γράφουμε νέα τραγούδια, κάποια από αυτά ήταν αγγλόφωνα. Σχεδιάζαμε να φύγουμε στο εξωτερικό και αποφασίσαμε να πάμε στο Βερολίνο, να εγκατασταθούμε στη πόλη και να κάνουμε live. Η Ελληνική ροκ σκηνή επειδή προέρχεται από το underground και έχει πάντα μια εναλλακτική φιλοσοφία, κινείται σταθερά σε ένα υπόγειο χώρο ο οποίος ανανεώνεται με τις νέες γενιές που εισχωρούν σε αυτόν. Ανάλογα με την εποχή, τις συγκυρίες, την κοινωνική κατάσταση αλλά κυρίως από την ποιότητα και την προσωπικότητα των  συγκροτημάτων, περνάει και ακούγεται σε ένα πιο mainstream κοινό, κάτι που είναι πάντα πρόσκαιρο. Για αυτό υπάρχουν διαχρονικά αυτές οι ανακατατάξεις στην δημοφιλία του ελληνικού ροκ. Βέβαια με τον ερχομό του διαδικτύου και ιδιαίτερα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που μονοπωλούν την ενημέρωση σχετικά με τα live και τις δισκογραφικές κινήσεις των συγκροτημάτων, υπάρχει μια σταθερή και συνεχής παραγωγική διαδικασία που ενισχύεται και από το ενδιαφέρον που έρχεται και από το κοινό του εξωτερικού. Αυτό πλέον έχει βελτιώσει τη δυναμική που μπορούν να έχουν οι μπάντες προς το καλύτερο.

Ποια είναι η πιο αγαπημένη σου ιστορία που διηγήθηκες μέσα από κάποιο σας τραγούδι: Το “Θα Είμαι Πολύ Μακριά” που ήταν η ιστορία για έναν, αλλά δυστυχώς στην πορεία αρκετών φίλων που αυτοκαταστράφηκαν, λουλουδιών που κάηκαν πριν ανθίσουν.

Ο θάνατος του ντράμερ σας, σε πολύ μικρή ηλικία μάλιστα, νομίζεις πως αν δεν είχε συμβεί, μπορεί και να σας είχε οδηγήσει σε άλλα μονοπάτια; Ο Σπύρος εκτός από φίλος και πολύ ταλαντούχος ντράμερ, ήταν ιδρυτικό μέλος και από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της μπάντας σε πολλούς τομείς. Εκτός από το μουσικό κομμάτι, ήταν πολλές φορές η ζωντανή και αισιόδοξη, δυναμική  φωνή που ξεχώριζε μέσα από το χαμό και έβρισκε λύσεις μέσα από στιγμές προβλημάτων ή απαισιοδοξίας. Δεν ξεπερνιέται  η απώλειά του. Αισθάνομαι ότι η πορεία της μπάντας είναι αυτή που είναι και δεν σκέφτομαι τι θα γινόταν αν.

Περάσατε ένα μεγάλο διάστημα (από το 2000 ως το 2017) ουσιαστικής αποχής. Τι θυμάσαι από εκείνες τις πρώτες μέρες της «επιστροφής»; Υπήρχε ένα πρωτόγνωρο και συναρπαστικά θετικό συναίσθημα που πήγαινε μαζί με τη συνειδητοποίηση ότι επανερχόμαστε σε ένα γνώριμο χώρο, μια σκηνή στην οποία είχαμε κινηθεί προσφέροντας και δημιουργώντας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και είμασταν αναπόσπαστο μέρος και από τα βασικά κομμάτια του. Πάντα είχαμε μια αίσθηση συντροφικότητας έτσι κι αλλιώς με τις μπάντες και ήταν πολύ σημαντικό το ότι βρήκαμε αρκετούς ενεργούς με την επιστροφή μας. Αυτό ήταν ένα πολύ ζεστό συναίσθημα και μας αρκεί για να είμαστε στη σκηνή και να συνυπάρχουμε με τους μουσικούς και τον κόσμο μας. Σε ότι αφορά στη λειτουργία μας μέσα στα πράγματα της μουσικής βιομηχανίας, πάντα είμασταν και μέσα αλλά και έξω από αυτό τον χώρο και τα τελευταία χρόνια έχουμε καταφέρει να είμαστε ανεξάρτητοι σε πολλούς τομείς και να συνεργαζόμαστε στο παραγωγικό κομμάτι με ανθρώπους που αγαπούν τη μουσική μας. 

Που ήταν το πρώτο live μετά την «επιστροφή»; Στο Πειραιώς 117 Academy. Προετοιμαστήκαμε φορμάροντας την μπάντα και προβάροντας επιλεγμένα τραγούδια από τους μέχρι τότε τέσσερις δίσκους. Είχε πολύ μεγάλη σημασία για εμάς, ότι από τις πρώτες στιγμές και από την πρώτη ακόμη πρόβα, καταλάβαμε ότι τα τραγούδια αυτά ζούσαν ακόμα μέσα μας. Μπορούμε να τα νιώσουμε και να τα αποδώσουμε με τον τρόπο που πρέπει, μιας και πρόκειται για τραγούδια τα οποία για πολλά χρόνια και για πολύ κόσμο αποτελούν συνοδοιπόρο στη ζωή τους, συνδεδεμένα με προσωπικά βιώματα και ιστορίες. Για αυτό πλησιάσαμε το υλικό με αγάπη και πίστη και είμασταν πολύ χαρούμενοι που καταλάβαμε ότι συνδεόμαστε ακόμα μαζί του με ειλικρίνεια και με αλήθεια. Αυτό μας μετέδωσε και ο κόσμος που ζητούσε να κάνουμε συνέχεια live. Αυτή η ανταπόδοση από εκείνους, αλλά και η δική μας εσωτερική ανάγκη που δημιουργήθηκε στη συνέχεια της παρουσίας μας στη σκηνή, ήταν η αφορμή για να γράψουμε το άλμπουμ “Σαν Τον Ήλιο”.

Πόσο έχει αλλάξει πιστεύεις, το ροκ από τότε μέχρι σήμερα; Στην Ελλάδα σήμερα υπάρχει ένας πιο σταθερός και πιο ελπιδοφόρος δρόμος ώστε να μπορέσει μια ροκ μπάντα να σταθεί για αρκετό χρόνο στη σκηνή, σε σχέση με παλαιότερες εποχές. Υπάρχουν χώροι συναυλιών, φεστιβάλ, πολύ καλός εξοπλισμός και στούντιο, που πίσω τους βρίσκονται άνθρωποι που αγαπούν τη μουσική και θέλουν να προσφέρουν. Που θέλουν να οικοδομήσουν μια κατάσταση η οποία θα αντέξει στο χρόνο και μπορούν να λειτουργούν πέρα από τα περιθώρια που θέτει η επιδίωξη του στενού οικονομικού οφέλους. Στο εξωτερικό η βιομηχανία της μουσικής είναι σε τελείως διαφορετικό επίπεδο πολλές δεκαετίες τώρα. Με τον ερχομό του διαδικτύου έχουν συγκλίνει σχετικά τα άκρα, καθώς υπάρχει πια η δυνατότητα να φτάσει η μουσική του δημιουργού σε ένα παγκόσμιο ακροατήριο, ανεξάρτητα από το επίπεδο που βρίσκεται η μουσική βιομηχανία της χώρας από την οποία προέρχεται. Υπάρχει η δυνατότητα να είναι σχετικά αυτόνομος ως προς την κυκλοφορία και την προώθησή της. Η ανάπτυξη των μέσων έχει ωφελήσει πολύ τη λειτουργία του γκρουπ στις μέρες μας. Η μουσική μας, τόσο εκείνη από τα παλαιότερα άλμπουμ, όσο και η καινούργια, η αισθητική της μπάντας η οποία εκφράζεται στα βίντεο και το εικαστικό μέρος, είναι πια ευρέως διαθέσιμη. Έχει ακόμα ταυτόχρονα σηματοδοτήσει το ενδιαφέρον για την επανέκδοση και σε φυσική μορφή των δίσκων μας.

Πες μου μερικές μουσικές από αυτές που ακούς αυτές τις μέρες: Τον καινούργιο δίσκο των Current 93 με τίτλο “If A City Is Set Upon A Hill”, αλλά και το “Pornography”. To “Several Others” των Whispering Sons και το “Catastrophe Ballet” των Christian Death. To “Danzig sings Elvis” και το “L.A Woman”. Τα άλμπουμ των Silver Apples, των Suicide, το “Form Grows Rampant” των The Threshold HouseBoys Choir.

Τι περιμένεις από την σημερινή βραδιά της συναυλίας; Θα παίξουμε ολόκληρο τον δίσκο “Σαν Τον Ήλιο” για πρώτη φορά εδώ και μαζί και το τελευταίο αγγλόφωνο single, «Black Twilight». Θα είναι η πρώτη φορά που παίζουμε στην Αθήνα έπειτα από δύο χρόνια απουσίας και ανυπομονούμε να ζήσουμε ξανά τη φωτιά του live μαζί με τον κόσμο που μας αγαπά.

Λευκή Συμφωνία, “Σαν Τον Ήλιο” Live Presentation
Σάββατο 7 Μαΐου 2022, Loulou Is Present, Πειραιώς 105
Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος