pop_damon_slider

Όταν εκλέχθηκε ο Tony Blair και η αφήγηση της Britpop εξαντλήθηκε αφού δεν υπήρχε πια ένα μεγαλύτερο κάδρο για να χωρέσει, για όλους τους ήρωές της ήταν κάπως σαν να τελείωσε το σχολείο. Ή το πανεπιστήμιο, αν θέλετε. Τώρα θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με την πραγματική ζωή. Θα έπρεπε να σταθούν στα πόδια τους χωρίς τη βοήθεια της σκηνής (βλέπε «της οικογένειας»), χωρίς τα σκανδαλάκια, τις σκηνοθετημένες κόντρες, το ενορχηστρωμένο hype, τις υπερβολικά καλοπροαίρετες κριτικές, την άφεση αμαρτιών που έδινε το νεαρό της ηλικίας και το σύντομο της μέχρι τότε καριέρας. Οι αδελφοί  Gallagher μετέτρεψαν τους Oasis σε ριάλιτι σόου και αναπόφευκτα χώρισαν έως ότου πάλι αναπόφευκτα ξανασυνδεθούν σε μια χαλαρή πρες κόνφερανς του (άμεσου) μέλλοντος, ο Jarvis έδωσε με κεκτημένη ταχύτητα το This Is Hardcore  και μετά ιδιώτευσε προσφεύγοντας σε σποραδικές εκλάμψεις,  οι Supergrass είχαν με τη σειρά τους ένα μόνο καλό άλμπουμ ακόμα (το ομώνυμο του 1999) και οι  Blur απέδειξαν ότι ήταν οι πραγματικά καλύτεροι όλων γιατί επίβιωσαν και χωρίς τη ντόπα της εθνικής φρενίτιδας. Για την ακρίβεια μεγαλούργησαν για 5-6 χρόνια ακόμα, μέσα στα οποία κυκλοφόρησαν και το αριστούργημα 13. Εκείνα τα χρόνια ο Damon Albarn τριαντάριζε, δίνοντας κάποιες σαφείς ενδείξεις ότι τα καλύτερα γι’ αυτόν έπονταν. Δε θα του συνέβαιναν ενώ φορούσε την μπέρτα του ποπ ειδώλου (ο ιδιος τύπος σήμερα παραπονιέται ότι «η show biz  του έκλεψε την pop,  σα να μη συνέβησαν ποτέ οι Beatles κι ο Dylan»), αλλά καθώς βίωνε τη συνθήκη ενός μουσικού τουρίστα που δεν μπορεί να κάτσει με τίποτα ήσυχος.

Ας μη γελιόμαστε, δεν ήταν σπουδαία όλα όσα έκανε ο Albarn μετά το μιλένιουμ. Για κάθε μεγαλοφυή σύλληψη ενός καλλιτεχνικά πολυδιάστατου Gorillaz σύμπαντος υπήρχε και μια ακατάληπτη προσπάθεια για όπερα, σε κάθε ευφυή συμμορίτικη συνωμοσία σαν αυτή των The Good, The Bad & The Queen αντιστοιχούσε ένα ακόμα «βαρύ» supergroup σαν τους Rocket Juice & The Moon που δεν τσούλησε, το πολύτιμο digging στην αφρικάνικη ήπειρο που απέδωσε το Mali Music και τα συναφή πήγαινε παρέα με ημιτελή παρατημένα πρότζεκτ σαν το Demokrazy. Αφήνοντας τελικά την απορία αν ο Damon Albarn διαθέτει μηδενική ανασφάλεια και δε δίστάζει να τσαλακώσει τη φήμη του ρισκάροντας σε δουλειές που δεν εξυπηρετούν το σταριλίκι που έχτισε τα χρόνια των NME εξωφύλλων ή αν αντίθετα πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που ακριβώς επειδή είναι ανασφαλής δεν είχε παραδώσει τίποτα που να φέρει αποκλειστικά την υπογραφή του μετά από 25 χρόνια καριέρας και 46 χρόνια ζωής;

pop_damon_1

Το Everyday Robots (XL Recordings, 2014), το πρώτο σόλο άλμπουμ του που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες δίνει την πανηγυρική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Είναι ο δίσκος κάποιου που «παρότι έχει παίξει μπροστά σε κοινό 200.000 ανθρώπων, δείχνει ότι δεν είναι πολύ μακριά από την στιγμή που θα την πέσει για τον επόμενο υπνάκο», όπως έγραψε χαρακτηριστικά το Pitchfork. Κάποιου που μάλλον τα έχει πολύ καλά με τον εαυτό του, θα συμπλήρωνα τη δική μου εντύπωση. Που, παρότι ξέρει ότι το ντεμπούτο του είναι είδηση και μάλιστα μεγάλη, δε θέλει να το κανει θέμα. Δε θέλει να κάνει φασαρία. Δε θέλει να κλείσει το μάτι στις Britpop αναμνήσεις της γενιάς στην οποία καλώς ή κακώς απευθύνεται και μπορεί ακόμα να την αντριχιάζει με ξεπερασμένα υλικά όπως απέδειξε στην πρόσφατη περιοδεία με τους Blur. Διάολε, είναι τόσο low profile αυτή του η κατάθεση που μας τη συστήνει χωρίς καν να μας κοιτά στο εξώφυλλο του δίσκου, έτσι όπως κάθεται σκυφτός σε δεξιά στοίχιση  με ένα παρκά κι ένα σκαμπό (όπως επέμεινε ο Μάρκος Φράγκος εδώ).

pop_damon_2

Το μήνυμα του προσωπικού δίσκου περνάει λοιπόν σαφέστατα. Κι επιτρέπει στον πάλαι ποτέ φλωρακο με το moptop και τα 60s πουλόβερ, κι αργότερα με τις ανταύγειες και τα Puma, να ακουστεί τόσο βρετανικά μπλαζέ όσο του αρμόζει. Καταθέτοντας αργόσυρτα, νωχελικά, σε μερικά σημεία σαν να χασμουριέται – σίγουρα πάντως σαν να νυστάζει, απλοϊκά συμπεράσματα αστικών ανησυχιών. Αλλού αυτοβιογραφείται (από το που είδε το γκραφίτι που ονομασε Modern Life Is Rubbish το δεύτερο άλμπουμ των Blur μέχρι τον καύσωνα του 1976 που έζησε ως παιδάκι), αλλού σημειολογεί πάνω στη σύγχρονη τεχνολογική νεύρωση (με τον στίχο “we’re everyday robots on our phones” άλλωστε ξεκινά το άλμπουμ, το”dreams we share on LCDs” τονίζεται εμφατικά στο “Hollow Ponds”), αλλού δίνει μερικές από τις πιο ζεστές ερμηνείες της πορείας του (στα υπέροχα “Hostiles”, “Lonely Press Play”, “The Selfish Giant”), παντού φαίνεται ενδοσκοπικός, πουθενά μίζερος και καταθλιπτικός. Ο Albarn δε θέλει να μας φορτώσει με κανένα αδυσώπητο, καταραμένο «βάρος του δημιουργού», είναι – κι ακούγεται – τόσο καλοζωισμένος όσο χρειάζεται για να διακόψει τη ροή με ένα «βραζιλιάνικο»  “Mr. Tembo” που είναι αφιερωμένο… σε ένα ελεφαντάκι και να κλείσει εμβατηριακά με το παράδοξα χαρμόσυνο “Heavy Seas Of Love” στο οποίο βοηθα κι ο μαέστρος Brian Eno.

http://youtu.be/CCUfitpIsW8

http://youtu.be/p9MMJgFKv24

Μπορώ να φανταστώ  memos στα γραφεία του τμήματος δημοσίων σχέσεων της Warner όπου στελέχη έχουν περάσει με φωσφοριζέ marker τη λέξη “soul searching”. Ως ελκυστικό προσδιορισμό για πιθανούς πελάτες-αγοραστές. Ισχύει προφανώς για τον δημιουργό. Αλλά σίγουρα αναφέρεται και στη γενιά που μεγαλώνει μαζί του. Αυτή των 30+. Αυτή που αρχίζει να γκριζάρει ή να χάνει μαλλιά, να βάζει κοιλιά ή να αγωνιά πότε εκείνη θα φουσκώσει, αυτή που εγκαταλείπει κάποια όνειρα που ποτέ δε θα πραγματοποιηθούν ενώ ψάχνει τα αβγά και τα πασχάλια εν μέσω κρίσης. Αυτή που αποχαιρετά τον ηδονισμό χορεύοντας το “Girls and Boys” σε γαμήλια πάρτι. Για όλους αυτούς, ο Albarn ακούγεται σοφά καθησυχαστικός. Τους διαβεβαιώνει ότι το κουλ δε χάνεται, απλά αλλάζει – εκείνος ας πούμε το βρίσκει παίζοντας video games με την κόρη του. Άλλοι ομότεχνοι συνομήλικοί του μοιράζουν ακόμα εφηβικές ψευδαισθήσεις, εκείνος πουλάει ένα γαλανομάτικο «μαζί θα γεράσουμε». Το(ν) αγοράζω με κλειστά μάτια. Μαζί με το σκαμπό και το παρκά του. Και τον υπέροχο δίσκο του.

Το Everyday Robots κυκλοφόρησε στις 28/4 από τις XL/Parlophone/Warner.