Ο Πάρης γαυγίζει και τρέχει ανάμεσα στα πόδια μου. Ο Πάρης προφανώς και θέλει προσοχή. Ο Πάρης δεν θέλει μάλλον να ανακατεύονται ξένοι στις σχέσεις του. Ο Μιχάλης Συριόπουλος τον κοιτά με κατανόηση και λατρεία. Και όπως μου λέει, εκείνο το απόγευμα πίνοντας καφέ με γεύση φουντούκι στο φιλόξενο χώρο του Generale Acting Studio, μιας σχολής που χρωστά τα πάντα στη δική του δημιουργική έκφραση όπως και του συνεργάτη του Πάνου Λουκαϊδη, πλέον δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτόν. Τον υπέροχο μαλλιαρό τύπο που βρήκε η κολλητή του φίλη η Κατερίνα, σε ένα καταφύγιο ζώων στη Βέροια.

«Ανέβηκα στο τρένο και πήγα και τον πήρα – ήταν καρμπόν με έναν σκύλο που υπήρχε σε μια παλιά μου σχέση. Μέχρι τότε ήμουν ένας άνθρωπος που αν πατούσε τετράποδο στο σπίτι μου, μετά μπορεί και να έβαφα τους τοίχους. Είναι η πιο ανιδιοτελής αγάπη που έχω βρει. Ορίζω τη ζωή του και ορίζει τη δική μου. Μεγαλώνουμε μαζί, το λέω και συγκινούμαι, με έκανε να δω τη ζωή αλλιώς. Κάτι βεβαίως πρέπει να κάνουμε με το κρεββάτι, γιατί θεωρεί πως είναι μόνο δικό του και όχι και δικό μου, αλλά τι να κάνουμε, είναι ο Πάρης μου…»

Μιχάλης Συριόπουλος

Πολλοί θεατρόφιλοι κατανόησαν το βάθος του πολύπλευρου ηθοποιού το 2020, λίγο πριν δηλαδή ξεσπάσει η πανδημία, όταν δύο ερμηνείες του τον οδήγησαν στη σκηνή για άλλο λόγο από τον συνηθισμένο: για την παραλαβή του Βραβείου Χόρν της χρονιάς εκείνης. («Πήρα ένα βραβείο και κλειστήκαμε μέσα, δεν πρόλαβα να χαρώ τους χυμούς του», θα μου πει). Οι παραστάσεις «Καντίντ ή Η αισιοδοξία» του Βολταίρου σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου (στο θέατρο Πόρτα) και «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου (στο Φεστιβάλ Αθηνών/ Πειραιώς 260) χρωστούν τον μύθο τους και στο δικό του ερμηνευτικό ξέσπασμα.

Φέτος, δύο χρόνια μετά, το όνομα του συζητιέται και πάλι για τα θεατρικά του κατορθώματα. Η κομβική του εμφάνιση στο 42497 του Γιώργου Καπουτζίδη, ένα «παραμύθι του μέλλοντος», προσφέρει εσωτερικό κράτημα και θεατρική ποιότητα μεγάλου επιπέδου. Η ανάγκη του – αποφασισμένου να θίξει με μια και μόνον κίνηση όλα αυτά που τον (μας) ενοχλούν – συγγραφέα, ακουμπά σε αυτό τον ρόλο με τη μεγαλύτερη ασφάλεια και σιγουριά. Ο Καπουτζίδης δοκιμάζει βηματισμούς σε περιοχές πέρα της θεατρικής του κατάκτησης στην κωμωδία. Είναι θυμωμένος, είναι αισιόδοξος, είναι κυνικός, είναι ίσως και απογοητευμένος. Η δυστοπική μελλοντολογική του ιστορία αγκαλιάζει δεκάδες θέματα που πονούν, άλλοτε τρυφερά άλλοτε άγαρμπα, πάντα όμως με αλήθεια και αποφασιστικότητα.  Οι ήρωές του, «άνθρωποι» με νούμερα, αναζητούν μέσα στο σκοτάδι ένα άγγιγμα –  το σύστημα το απαγορεύει. Κάποιοι θα το καταφέρουν και θα κερδίσουν. Κάποιοι όχι. Σε αυτούς που κερδίζουν και ο Μιχάλης Συριόπουλος. Ως, αυτός ο κλώνος που προσπαθεί να ανακαλύψει τη σημασία της αγκαλιάς πατώντας στο πουθενά, ως αυτός ο τύπου άνθρωπος που ανακαλύπτει εκ του μηδενός τη σημασία του «μαζί», παρασέρνει όλο το έργο σε μια ανακουφιστική κατεύθυνση και οδηγεί θύματα και θύτες σε μια λύτρωση που μοιάζει με μονόδρομο. Και δικαιώνει την παρουσία του, ως την πλέον σοφή επιλογή σε έναν ρόλο τόσο απαιτητικό.

«Ο Γιώργος γράφει πολύ, πολύ ωραία, είναι ένας πολύ ευγενικός και φωτεινός άνθρωπος» μου λέει «ο χαρακτήρας που έφτιαξε στο έργο δεν έχει γεννηθεί, έχει εκκολαφθεί, έχει πλαστεί, είναι ένας κλώνος ο οποίος δεν ξέρει τι σημαίνουν τα συναισθήματα, δεν ξέρει τον έρωτα, δεν χρησιμοποιεί τα γεννητικά του όργανα. Ήταν ο αριθμός 74, μετά έγινε ο 4. Η δουλειά του είναι να σκάβει και να μεταφέρει χώματα. Και κάποια στιγμή, για πρώτη φορά στη ζωή του, σιγά-σιγά γνωρίζει την ανθρωπιά και εν τέλει την αγάπη». Τον ρωτώ αν τον δυσκολεύει κάτι σε αυτόν τον χαρακτήρα που πρέπει να τα ανακαλύψει όλα από την αρχή: «Αυτό ακριβώς» απαντά, «να βρω τον τρόπο να νιώσω πως συμβαίνουν όλα για πρώτη φορά. Ευτυχώς το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, κάθε μέρα σου δίνει και κάτι νέο, οπότε είμαι περίεργος για το παρακάτω, να δω πώς αυτός ο χαρακτήρας θα εξελιχθεί. Όπως μας έλεγε και ο (Θωμάς) Μοσχόπουλος, κάθε μέρα που πας στο θέατρο είσαι σοφότερος, γιατί έζησες μια μέρα παραπάνω».

Τι είναι αυτό που κρατάς, που ξεχωρίζεις από το έργο;  Να αισθανόμαστε. Όχι να σκεφτόμαστε ή να εξηγούμε. Ακόμη κι αν γκρεμίζεται το σύμπαν τριγύρω μας, εμείς να επιλέγουμε μια ωραία στιγμή με έναν άνθρωπο που είμαστε μαζί. Αυτό ίσως είναι και το πιο ακριβό μήνυμα της παράστασης. Ας χαθούμε μαζί και όχι ο καθένας -δημιουργώντας παραπάνω κόλαση- μόνος του».

Αν κάποιος σε γκουγκλάρει στο ίντερνετ το πρώτο που διαπιστώνει είναι πως παίζεις σε παραστάσεις συνεχόμενα non stop. Πως είναι να «τρέχεις» έτσι;  Κοίταξε, μεγαλώνοντας αναζητώ το ρεπό, δεν ήξερα τι θα πει αυτό, μια ζωή ήμουν εφτά στα εφτά και όταν σταματούσε κάτι, γινόταν με ενοχές. Πρώτα ξέρω να σου μιλήσω για τη σκηνή και μετά για τη ζωή μου. Κάπως μεγάλωσα στα θέατρα, τη ζωή εκτός δεν την ξέρω πως είναι. Το καλοκαίρι που δεν είχα θέατρο ήμουν σαν άρρωστος. Και ας ήταν επιλογή λόγω γυρισμάτων (σ.σ. στο «Σώσε» για το Ant1 +).

Τη σχέση με την τηλεόραση πως την εισπράττεις (από την Εκδρομή και την Επιστροφή του Ant1, στη Σκοτεινή Θάλασσα του Mega και τώρα στο Φλόγα και Άνεμος της ΕΡΤ1);  Στις πρώτες σειρές δεν βλέπομαι, είμαι να πέσω από τον τέταρτο. Η τηλεόραση είναι τρία, δύο, ένα, πάμε. Ο θεός και η ψυχή σου. Σιγά σιγά όμως δυναμώνει το μέσα μου και η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ειδικά από το καλοκαίρι και μετά το διασκεδάζω πολύ. Παλιά δεν κοιμόμουν όταν είχα γύρισμα το πρωί από το άγχος, τώρα όμως στ’ αλήθεια περνάω καλά και αυτό αρχίζει και φαίνεται, και ευτυχώς γιατί η κάμερα δεν μπορεί να κρύψει τίποτα.

Παλιά η τηλεόραση για τους θεατρικούς ηθοποιούς ήταν ένας κακός δαίμονας…  Όταν άρχισα στο θέατρο πριν 16 χρόνια, η τηλεόραση ήταν λάθος επιλογή για έναν ηθοποιό ο οποίος ερευνούσε. Μεγάλωσα λίγο με το ότι είναι κακό οι πρόβες να μην είναι εξάωρες και πεντάμηνες. Έχω ζήσει την πολύ σκληραγώγηση. Το υπόγειο, μετά το ανώγειο. ΟΚ, τώρα νιώθω πως έχω πάει στο ρετιρέ. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα που ανήκω και δεν θέλω να μπει κάποια ταμπέλα. Με ενδιαφέρει κυρίως να είμαι τίμιος στη σκηνή και να δουλεύω. Είναι μεγάλη ευλογία να έρχεται η ΔΕΗ και να μη σε νοιάζει πόσο θα έρθει. Μεγαλύτερη από το να έχεις μόνο ένα λεμόνι και να λες Ζήτω η Τέχνη. Δηλαδή, μπορείς να κάνεις εμπορικό θέατρο πάρα πολύ τίμια και να είσαι εντάξει. Και από την άλλη μπορείς να κάνεις δηθενιές σε ένα υπόγειο και να χτυπιέσαι για μήνες απλήρωτος.

Δεν είσαι των άκρων;  Από επιλογή νομίζω πως δεν τα αγαπώ, σε τίποτα στην ζωή μου. Ειδικά μετά την καραντίνα…

Σε επηρέασε και σένα;  Πήρα τη ζωή στα χέρια μου και αντιμετώπισα τους φόβους μου. Είπα, δεν θα διδάσκω πια σε υπόγεια με κατσαρίδες, θα φτιάξω τον δικό μου χώρο μου όπως τον θέλω.

Σου αρέσει να διδάσκεις;  Νομίζω πως αυτό το ρήμα δεν μου ταιριάζει καθόλου. Αντιθέτως τα ρήματα «ψάχνω», «ερευνώ», «εκμαιεύω» μου πάνε περισσότερο. Εγώ από ανάγκη στα 27 μου, σε μια περίοδο που ήμουν απλήρωτος στο Κρατικό στη Θεσσαλονίκη, έκανα ένα εγχείρημα παράτολμο ίσως, να διδάξω σε ενήλικες, σε παιδάκια και σε εφήβους, να φτιάξω τρία διαφορετικά τμήματα και μετά να τους ενώσω σε μια παράσταση.

Και κάπως έτσι άρχισα να κωδικοποιώ αυτά που σκέφτομαι και να ψάχνω περισσότερο σε βιβλία για να μεταδώσω κάτι σε κάποιους. Και μετά με βρήκα να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Επειδή ήμουν πολύ νευρικός και εγωιστής. Πρόσφατα είδα ένα παιδί μου, ένα μαθητή μου που τελείωσε το Εθνικό και ένιωσα λίγο σαν πατέρας. Είναι μια άλλου είδους καύλα αυτή. Όταν έρχεται η ώρα του μαθήματος, εγώ «φεύγω».

Το κομμάτι της δημοφιλίας πώς το καταχωρείς μέσα σου;   Δεν ξέρω αν είμαι σε αυτή την κατηγορία, δεν ξέρω αν μου πάει. Δεν είμαστε όλοι για να γίνουμε δημοφιλείς. Δεν ξέρω αν θέλω να κάνω κάτι για να πουλάω. Θέλω να κάνω καλά τη δουλειά μου, θέλω η μπάλα να είναι χαμηλά και θέλω να ξεχωρίζω το θάρρος από το θράσος. Αυτό είναι ο φάρος στη ζωή μου. Ας έχω αυτό κι ας μη έρθουν τα πολλά likes.

Είσαι σίγουρος πως δεν τα θες τα likes;  Δεν μου πάει να έχω θράσος, να χωθώ κάπου. Ας μιλήσω μέσω της δουλειάς μου κι αν είναι, με χαρά να έρθει ότι έρθει. Ήδη με το εργαστήρι, που θα πρέπει να έχουμε ένα ενεργό Instagram για να έχουμε κόσμο, νιώθω πολλές φορές ότι δε είμαι εγώ αυτό. Τα πράγματα είναι λίγο περίεργα πια. Έρχεται κάποια στιγμή και πρέπει να αποφασίσεις αν αυτό το όπλο που λέγεται instagram, facebook ή social media θα το δεις σαν κομμάτι της δουλειάς σου ή θα το σνομπάρεις. Γιατί μάλλον πια δεν μετράει το Χόρν, μετράνε τα likes που έχεις στα σόσιαλ.

Μιχάλης Συριόπουλος

Όταν ήσουν στη Θεσσαλονίκη πως φανταζόσουν το «αύριο» ;  Είμαι ένας άνθρωπος που το θέατρο μέχρι τα 33 μου ήταν καταφύγιο για να ζήσω και μετά, με δουλειά δική μου και ψυχοθεραπεία, μπήκα στο κομμάτι της τέχνης. Οπότε μέχρι τα τριάντα, πριν κατέβω στην Αθήνα, με θυμάμαι να κάνω πολλές παραστάσεις, έφευγα από το πατρικό μου με μια βαλίτσα το πρωί στις οχτώ και γυρνούσα δύο το βράδυ, γιατί έξω έτρωγα, έξω ντυνόμουνα, έξω έκανα μπάνιο, από θέατρο σε θέατρο και μετά σε θέατρο ξανά και ξανά. Και αυτό γιατί έπρεπε να επιβιώσω χωρίς να σκεφτώ την επόμενη μέρα.

Πολύ ενέργεια…  Και πολύς μόχθος. Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω τη σημασία του να κάθεσαι και να απολαμβάνεις, να πας μια βόλτα, ένα ταξίδι. Δεν τα ήξερα εγώ αυτά. Tην εφηβεία μου την πέρασα όταν κατέβηκα στα τριάντα μου στην Αθήνα. Δεν την βίωσα στη Θεσσαλονίκη, εκεί ήταν σαν σπυρί που δεν έσπασε. Και ήρθα μετά εδώ και έπεσα με τα μούτρα.

Πως ήταν εκείνα τα πρώτα χρόνια στην πρωτεύουσα;  Είμαι της άποψης του «πέσε και μετά σήκω», για να μας πεις πως ήταν. Μπορείς να πέσεις βεβαίως και να μη σηκωθείς. Είμαι από αυτούς τους τυχερούς που έπεσαν σε όλα και μπορώ τώρα να σας αφηγηθώ πως ήταν. Ζήστε τα, αλλά μπορώ να πω ότι η ζωή είναι πέρα από αυτά!

Πώς ήταν να μεγαλώνεις στη Θεσσαλονίκη;  Για πάρα πολλά χρόνια στη ζωή μου όλα ήταν δύσκολα. Δύσκολα σπούδασα, δύσκολα με αποδέχτηκαν. Έχασα κιλά για να γίνει αυτό. Ζούσα μια συνεχόμενη προσπάθεια για ένταξη. Γι αυτό και τώρα με συγκινούν όλα αυτά τα σήριαλ για τα χρόνια της Λαμπέτη, πώς μπήκε στο Εθνικό, ή ταινίες όπως το Dirty Dancing  που περιμένεις πώς και πώς να δεις αν θα τα καταφέρουν στο τέλος. Όλη αυτή η προσπάθεια.

Πόσα κιλά έχασες; Τριάντα έξι. Όνομα απέκτησα στα δεκαεφτά μου. Το κομμάτι των κιλών και της εικόνας μου έχει μέσα πολύ κουκουτσάκι. Το όνομα μου το άκουσα από τους ανθρώπους επί της ουσίας τότε και όσο κι αν το ρίχνεις στη πλάκα και λες ότι δεν σε πειράζει, σε πειράζει. Έχω μείον δεκαεφτά χρόνια όνομα. Τα κιλά τα πήρα από την τρίτη δημοτικού. Μεγάλωσα, με το να τρώω κρυφά, με το να είμαι καθαρός και να διακωμωδώ τον εαυτό μου συνέχεια παντού. Δεν θα σου πω πως πλέον τα κατάλοιπα έχουν φύγει,  είναι ένα αγκαθάκι που σε κάνει μεγαλώνοντας πιο εύθικτο και πιο τελειομανή, έχεις σταθερά ένα άχτι να είσαι καλός.

Σου δίνεις credits για όλα αυτά που κατάφερες τότε;  Τίποτα δεν ήταν εύκολο. Αλλά έχω ένα καλό, θεωρώ. Δεν ξέρω τι με πιάνει και τι με σώζει ταυτόχρονα, αλλά στο τέλος κάθε δεκαετίας, πάντα κάνω μια αντίδραση και αλλάζω τη ζωή μου, τα φέρνω όλα τούμπα και πάω παρακάτω, όπως το ονειρευόμουν κρυφά μέσα μου. Το οποίο είναι σωτήριο. Τότε έχασα τριάντα έξι κιλά, και είπα στον εαυτό μου, πάμε στο θέατρο. Με θυμάμαι να κλαίω πάνω από φωτογραφίες που ήμουν αδύνατος, γενικότερα με θυμάμαι στη ζωή μου πολύ μόνο. Δεν ήμουν μόνος μου όμως στο θέατρο.

Μιχάλης Συριόπουλος

Και κάπως έτσι, όπως και ο ήρωας σου στη παράσταση, ανακάλυψες το «μαζί»…   Τώρα πια ξέρω πως είναι. Ακόμη και στο σλόγκαν της σχολής έχω ανθρωπάκια μαζί, πάντα ήθελα να φτιάξω ένα χώρο που οι άνθρωποι μέσα σε αυτόν να μη φοβούνται. Η κοινωνία, μόλις δει κάποιον εύθραυστο και λίγο πιο ευγενικό και μαλακό, ορμά. Είναι η φύση του ανθρώπου δυστυχώς να επιτίθεται σε οτιδήποτε αδύναμο. Σε όποιον αρέσουμε όμως, για τους άλλους δεν θα μπορέσουμε, τι να κάνουμε;

Πόσο εύκολο είναι όμως να το καταφέρνεις;  Βοηθά μια απόφαση. Να σε δεις στον καθρέφτη στ’ αλήθεια. Να σταματήσεις να φοβάσαι. Να πετάξεις ό,τι θέλεις, να κρατήσεις ό,τι θέλεις, να καταλάβεις που πληγώνεις και που πληγώνεσαι και να επιλέξεις τι ακριβώς επιθυμείς. Στην καραντίνα έφτιαχνα τρεις σαλάτες, μια με άνηθο, μια με μάραθο και μια μαϊντανό, και μετά έλεγα «ωραία, τώρα ποια σου αρέσει; Αυτή να φας».

Μου θυμίζει άνθρωπο που έχει «περπατήσει» σε ψυχοθεραπεία…  Κάνω τα τελευταία τρία χρόνια.

Θυμάσαι την πρώτη μέρα;  Την πρώτη μέρα κατάλαβα πως τα πράγματα είναι πιο σοβαρά από ότι νόμιζα. Ήθελα επειγόντως βοήθεια. Δεν μπορούσα καν να αναπνεύσω. Θυμάμαι έναν τεράστιο εγκλωβισμό στην ίδια μου την ανάσα. Και στο ίδιο μου το βλέμμα. Είχα μπροστά μου ένα βουνό, που κάποιος τράβηξε το χαλί και έγινε πεδιάδα. Και έτσι είδα κάτι που δεν με άφηναν να το δω τα ήθη μου, οι αρχές μου, η καθημερινότητα μου. Τα είδα αλλιώς κατευθείαν. Είναι ασύλληπτο πώς ένας εγκέφαλος μπορεί να πάρει ξαφνικά στροφές από τη μία στην άλλη.

Τι άλλο θυμάσαι;  Είχα βάλει τα καλά μου ρούχα, τα οποία παρεμπιπτόντως ήταν παππουδίστικα, είχα βάλει μια καμπαρντίνα εντελώς λάθος και ένα λευκό πουκάμισο, λες και θα πήγαινα να κοινωνήσω. Το ‘χα πάρει επίσημα.

Ήθελες να κάνεις και καλή εντύπωση…  Μια ζωή με κυνηγάει το καλό παιδί, προσπαθώ χρόνια να το πετάξω από πάνω μου.

Τι είναι για σένα αυτή η διαδικασία;  Η ψυχοθεραπεία είναι σαν να παίρνεις τα πάντα από την αρχή. Να προσπαθείς να αναπνέεις συνειδητά, να κοιτάς συνειδητά, να βάζεις όρια συνειδητά. Και κάποια στιγμή να πεις όχι. Να σταματήσεις κάτι, να επιτρέψεις κάτι άλλο. Και να απολαύσεις μετά πράγματα τόσο πρωτόγνωρα και τόσο μεγάλα.

Η ψυχοθεραπεία βοηθά τον ηθοποιό;  Δεν υποφέρει τόσο.

Το θέατρο, οι ρόλοι, δεν λειτουργούν κάπως ψυχοθεραπευτικά;  Ναι, οκ, βρίσκεις στοιχεία του εαυτού σου και τα υιοθετείς, αλλά όχι πάντα τα καλύτερα. Το να μην έχεις αποφασίσει εσύ ποιος είσαι και να υιοθετείς και να μιμείσαι κάποιον άλλον, μπορεί να είναι και καταστροφικό. Και για τους γύρω σου. Έχω πληγώσει πολύ κόσμο. Δεν ήξερα πως ο ρόλος τελειώνει όταν βγάζεις τα ρούχα σου στο καμαρίνι. Έτσι, τον έπαιρνα και πήγαινα σπίτι και ζούσα μέσα από αυτόν. Διαδικασία η οποία μπορεί να είναι ιδανική για το θέατρο, αλλά για τη ζωή δεν είναι. Καταστρέψαμε κόσμο και ντουνιά…

Με τι χαίρεσαι στην καθημερινότητα σου;  Προσπαθώ κάθε μέρα να βρίσκω μια στιγμή μικρής ευτυχίας, είτε αυτή είναι μια γεύση στον καφέ, είτε είναι ένα τρίγωνο πανοράματος, είτε ένα βλέμμα που παίρνω από έναν άνθρωπο – και να είμαι ανοιχτός στο να το εισπράξω. Δυστυχώς, τελευταία με πιάνω να είμαι χαρούμενος όταν ψωνίζω ρούχα (γέλια). Διασκεδάζω και όταν ταξιδεύω στο εξωτερικό. Να κάτι που θα ήθελα να κάνω στη ζωή μου πιο συχνά. Επιδιώκω τις στιγμές που είμαι αυθόρμητος, που δεν σκέφτομαι.

Πες κάτι που αγαπάς πολύ σε αυτή την πόλη, και ας θυμώσουν οι φίλοι σου στη Θεσσαλονίκη… Όταν είχα έρθει στην Αθήνα προτιμούσα τα σκοτεινά δρομάκια, τα οποία πια δεν θέλω ούτε να τα βλέπω. Ήμουν τότε πολύ της πενταήμερης και του underground. Τώρα πεθαίνω με την Ερμού. Δεν ξέρω τι μου προσφέρει αυτό το σουλάτσο πάνω κάτω και χαίρομαι σαν παιδί. Την αγαπώ. Την Ερμού άδεια, την Ερμού γεμάτη, την Ερμού στολισμένη, την Ερμού με λίγο κόσμο, την Ερμού με κάστανα, νομίζω πως μοιάζει με πλατεία χωριού!

42497 του Γιώργου Καπουτζίδη, Θέατρο ΗΒΗ
Κρατήσεις εδώ