Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Manchester United: Τι λένε τα φετινά άλμπουμ των Chemical Brothers και New Order;

“I’m losing my edge” φοβάται/μονολογεί/ομολογεί ο James Murphy των LCD Soundsystem στο ομώνυμο κομμάτι που τους έκανε γνωστούς πριν 12-13 χρόνια. Στο κομμάτι της ζωής όλων όσοι επιλέξαμε να την ορίζουμε (και) από το αδιάκοπο κυνήγι του Επόμενου Μεγάλου Γκρουπ, του Επόμενου Μεγαλου Τραγουδιού, της Επόμενης Σκηνής Που Ήρθε Για Να Μείνει.

“I’m losing my edge/ The kids are coming up from behind (…) I’m losing my edge to better-looking people with better ideas and more talent/ And they’re actually really, really nice” συνεχίζει και κατά κάποιον τρόπο εκφράζει και την αγωνία γκρουπ όπως οι Chemical Brothers που συνεχίζουν να το παλεύουν, έστω κι αν η εποχή τους έχει αναμφισβήτητα περάσει. Έστω κι αν όσα αντιπροσώπευαν οι ίδιοι ως κουλ τον καιρό της ακμής τους, πια συμβολίζουν το ακριβώς αντίθετο. Τα Χημικά Αδέρφια εκτέλεσαν την αποστολή τους στο δεύτερο μισό των 90s – ένωσαν δύο πλατφόρμες και ισάριθμα ακροατήρια, αποενοχοποίησαν την ηλεκτρονική μουσική στο ροκ πλήθος, έγιναν τρανοί στις ΗΠΑ πολύ πριν τη σημερινή παντοδυναμία του EDM στην Αμερική, αποτέλεσαν τους απόλυτους εκφραστές/ενσαρκωτές της stadium electronica. Τα πάντα γύρω τους ήταν μεγάλα. Οι διαστημικές παραγωγές τους, το υπερθέαμα των live τους, οι εκτυφλωτικές πωλήσεις τους, οι βαρύγδουπες συνεργασίες τους – όλα αυτά σε μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίφαση, καθώς ο Tom Rowlands και ο Ed Simmons ήταν, είναι και απ’ ότι φαίνεται -τώρα στα 45 τους- θα παραμείνουν για πάντα low profile. Για πάντα δύο τύποι αμήχανοι προς το κοινό που παραληρεί στην αρένα, σκυμμένοι πάνω από τον εξοπλισμό τους.

The Chemical Brothers, 1995. Σκυμμένοι πάνω από τον εξοπλισμό τους.

Η νέα χιλιετία, η σμίκρυνση της κλίμακας που έφερε το ίντερνετ δημιουργώντας χιλιάδες -συχνά εικονικές- σκηνές έκαναν σταδιακά ανεπίκαιρους τους Bros. Δεν σταμάτησαν να βγάζουν δίσκους, διατήρησαν το επίπεδό τους πολύ πάνω από τα ελάχιστα αποδεκτά όρια αξιοπρέπειας (χωρίς να έχουν την ποιοτική ελεύθερη πτώση των U2 για παράδειγμα  ή χωρίς, για να μείνουμε στα δικά τους χωρικά ύδατα, να καταντήσουν ανέκδοτο σαν τους Prodigy), αλλά έπαψαν πια να μοιράζουν την τράπουλα όταν όλα γύρω τους γίνονταν όλο και πιο μίνιμαλ. Αυτο είναι κάτι που δεν αλλάζει με το φετινό όγδοο άλμπουμ τους, Born In The Echoes (Virgin/EMI), που κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο. Η iGeneration είναι δύσκολο να συγκινηθεί μαζί τους, την ανάγκη της για big room διονυσιακή electronica την ικανοποιούν με τις φριχτές μουσικές που κάνουν ο Skrillex και ο συρφετός του EDM. Ή έτσι νομίζουμε, ως παλιόγεροι πλέον, όσοι εξακολουθούμε να ασχολούμαστε με κάθε νέα δουλειά των Bros θεωρώντας τους ένα μεγάλο κεφάλαιο της μουσικής ζωής μας. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεν έχουμε αλλάξει μόνο εμείς, η τεχνολογία ή το δυνητικό κοινό τους. Έχουν αλλάξει και οι ίδιοι. Ο Ed Simmons, ας πούμε, ο σοβαρός -συχνά βλοσυρός- μελαχρινός Αδερφός δεν μπορεί να ακολουθεί πια το βαρύ πρόγραμμα μιας μπάντας με τέτοιες υποχρεώσεις. Συμμετείχε στην κατασκευή του Born In The Echoes, αλλά δεν υποστηρίζει την προώθησή του στην αναπόφευκτη παγκόσμια περιοδεία. Θέλει να σχοληθεί περισσότερο με τον εαυτό του… και τις σπουδές  Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ που κάποτε είχε αφήσει στη μέση όταν έφτιαχνε τους Dust Brothers με τον Tom Rowlands. Τον Tom, τον διαχρονικό «χίπη» του ντουέτου που συνεχίζει ακμαίος όπως θα δείτε και στο δεύτερο σκέλος του κειμένου. Οι Chemical Brothers συνεχίζουν να προσφέρουν ένα μοναδικό οπτικοακουστικό θέαμα επί σκηνής, όπως π.χ. έκαναν στο φετινό Sonar, μόνο που πια δεν είναι και οι δύο εκεί. Ο Tom ιδρώνει, ο Ed είναι σπίτι και διαβάζει.

Το εξώφυλλο του Born In The Echoes

5 χρόνια πριν με το Further (Freestyle Dust/Parlophone, 2010), κι ενώ ο πλανήτης τους είχε αντικαταστήσει με κάτι εφήμερες φωτοβολίδες τύπου Crystal Castles, τα Χημικά Αδέλφια είχαν κάνει restart. Ήταν το πρώτο άλμπουμ της καριέρας τους χωρίς συνεργασίες. Χωρίς τους Noel Gallagher, Beth Orton, Richard Ashcroft και Hope Sandoval αυτού του κόσμου. Φέτος, το μοτίβο των υψηλών επισκεπτών επανέρχεται. Κι επίσης δεν αλλάζει το μοτίβο με το οποίο παραδοσιακά οι Bros σκηνοθετούν το tracklist. Το πρώτο κομμάτι “Sometimes I Feel So Deserted” είναι ένα δείγμα ρομποτικής electronica που δείχνει ότι η take no prisoners διάθεση δεν έχει εκλείψει, όπως κάποτε στην αντίστοιχη θέση είχαν βρεθεί τα “Music: Response”, “Come With Us”. Ακολουθεί η δυάδα των σπουδαίων guests, τα δύο πιο δυνατά singles του δίσκου. Το καταπληκτικό “Go’ με τον παλιόφιλο Q-Tip στα φωνητικά, άλλη μια υπόμνηση ότι οι Bros παραμένουν ακόμα b-boys στην ψυχή, ίσως ακόμα καλύτερη από τα “Get Yourself High” ή “Do It Again” του παρελθόντος. Κι αμέσως μετά, ως μούσα τους γαι το 2015, η Annie Clark aka St. Vincent είναι μια άριστη επιλογή. Στο παρελθόν τα κορίτσια τα χρησιμοποιούσαν στις πιο dreamy στιγμές των δίσκων, το “Under Neon Lights” όμως είναι μια παραληρηματική electropop πιτσαρισμένη θαρρείς στο +8 με την Clark να υποδύεται θαυμάσια την ερμηνεύτρια σε παροξυσμό/συναγερμό. Φυσικά, υπάρχει κι ο dance δυναμίτης. Ακολουθεί για την ακρίβεια. Μαζί με τον Ali Love οι δύο Chemical Brothers συνθέτουν ένα ακόμα Electronic Battle Weapon στην 20ετή πορεία τους, το “EML Ritual” έτοιμο να αποτελέσει ξέφρενο peak στα live sets τους. 

Brothers Gonna Work It Out

Δε μένει όλο το άλμπουμ στα ίδια αξιομνημόνευτα ύψη. Στη μέση του, εκεί που παραδοσιακά το ντουέτο αφήνεται ελεύθερο και μας δίνει τα “One Too Many Mornings” ή “The Sunshine Underground” τςη δισκογραφίας του, o Tom κι ο Ed μοιάζουν περισσότερο να κάνουν επίδειξη των ικανοτήτων τους πάνω στο hardware (ασθένεια που συναντάται συχνά στο δεύτερο μισό της καριέρας τους εις βάρος της πρωτοτυπίας των ιδεών). Βαριέσαι λίγο, ναι. Κυρίως γιατί τους έχει ξανακούσει δεκάδες φορές να επιβεβαιώνουν τον χαρακτηρισμό «ψυχεδελικοί».

Όμως, το κλείσμο είναι αποζημιωτικό. Η πρώτη φορά που μπαίνουν μαζί στο στούντιο με τον Beck αντανακλά την κλάση και των δύο «συμβαλλόμενων» μερών – το “Wide Open” είναι ένα θαυμάσιο κομμάτι που τιμά την παράδοση των αξέχαστων φινάλε στα άλμπουμ τους. Και είναι ωραίο που αυτή είναι η τελευταία γεύση. Η αίσθηση οικειότητας που γενικά, χωρίς να εκπλήσσει ή να ενθουσιάζει, αφήνει ολόκληρο το άλμπουμ. Το μίνιμουμ δηλαδή που περιμένει κανείς από μια τέτοια μακροχρόνια σχέση.


Οι New Order to 2013. Χωρίς τον Peter Hook πλέον.

Δυο γενιές Μάντσεστερ πίσω οι New Order κυκλοφόρησαν πριν έναν μήνα το δέκατό τους άλμπουμ με τον φόβο μιας άλλης παγίδας. Να γίνουν αυτό το γκρουπ που κάθε νέα του κυκλοφορία, ακριβώς επειδή απέχει δραματικά από τις χρυσές του ημέρες, αντιμετωπίζεται από την κριτική και το κοινό με την αμήχανη φράση «το καλύτερο άλμπουμ από την εποχή του…» βάζετε όποια μεγαλή στιγμή θέλετε. Μια κλασική χειρονομία πατ πατ στην πλάτη που σε καλεί να σκεφτείς και την αποστρατεία. Με το Music Complete, την παρθενική δισκογραφική τους απόπειρα στην ιστορική Mute του Daniel Miller, νομίζω, το αποφεύγουν και κυρίως αποδεικνύουν ότι έχουν λόγο ύπαρξης εν έτει 2015. Έχουν λόγο ύπαρξης παρότι ο Peter Hook δεν είναι πια μαζί τους από το 2007 (και τα δηλητηριώδη βέλη που ανταλλάσσονται εκατέρωθεν από τον θρυλικό μπασίστα και την έτερη κεφαλή της μπάντας, Bernard Sumner, είναι πρώτης τάξεως κακίες για indie κουτσομπολιό) κι έχει αντικατασταθεί από τον Tom Chapman που είναι μαζί με τον Phil Cunningham τα νέα μέλη της σύνθεσης. Και το κυριότερο: έχουν λόγο ύπαρξης δέκα χρόνια μετά το μέτριο Waiting for the Sirens’ Call  (London Records, 2005), αλλά και το άλμπουμ περισσευμάτων που μεσολάβησε (Lost Sirens, Rhino, 2013) περισσότερο φθείροντας παρά συντηρώντας το μύθο.

Τα καλά νέα είναι ότι τουλάχιστον είναι ξανά μαζί τοιυς η Gillian Gilbert, αυτή η θαραλέα γυναίκα – κιμπορντίστρια της αυθεντικής σύνθεσης του γκρουπ που σταδιακά είχε αποσυρθεί από το 2001 και μετά για να αντιμετωπίσει δύο μεγάλες αναποδιές: την αρρώστεια της κόρης που έχει με τον ντράμερ του συγκροτήματος, Stephen Morris, και τη δική της περιπέτεια με τον καρκίνο του μαστού. Τα ακόμα καλύτερα, μουσικά μιλώντας, είναι αυτή η μακρόχρονη απουσία δεν έχει εξαφανίσει την φρεσκάδα. Οι New Order του 2015 δεν έχουν το πυρηνικό μελωδικό όπλο του μπάσου του Hooky, όμως δεν είναι σκουριασμένοι. Επιστρέφουν στο γήπεδο των electronics (σταδιακά είχαν απομακρυνθεί απ’ αυτό από το Get Ready! του 2001 κι έπειτα) κι εκεί δεν κρύβεται η κλάση τους. 

Το εξώφυλλο του Music Complete, φυσικά σχεδιασμένο από τον Peter Saville

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όπως και οι Chemical Brothers, οι New Order συνηθίζουν να έχουν μια συγκεκριμένη δομή στον τρόπο με τον οποίο συγκροτούν την tracklist. Αυτό που πιστεύουν ως καλύτερο single μπαίνει πρώτο (από τον καιρό του “Dreams Never End” στο “Crystal” με ενδιάμεσους σταθμούς σε “The Age of Consent”, “Love Vigilantes”, “Paradise” και φυσικά “Regret”). Το ρόλο αυτό εδώ παίζει το “Restless”, το πρώτο track που έτσι κι αλλιώς αποκαλύφθηκε από το άλμπουμ, απογοητεύοντας μάλλον στην αρχή. Κι όμως δεν είναι τόσο κακό, ενα τυπικό δείγμα της μαστόρικης electro pop που ξέρουν όσο κανείς άλλος να κάνουν οι Μανκουνιανοί (άσε που ο κυβερνήτης Andrew Weatherall του έκανε ένα φοβερό remix). Μόνο που το lead single δεν δίνει τον τόνο. Στο “Singularity” που ακολουθεί γίνεται αντιληπτή μια σύγκρουση: από τη μία έχουμε την παραδοσιακή New Order-ική μελωδική ευαισθησία κι από την άλλη την τάση της εκτόξευσης που χαρίζει στο κομμάτι η παρουσία στην παραγωγή του Tom Rowlands – των γειτόνων, στην κυριολεξία και στο συγκεκριμένο άρθρο, The Chemical Brothers. Ο Tom ανταποδίδει την παρουσία του Sumner κάποτε στο “Out Of Control”, συνεργάζεται επιτέλους  με τους ήρωες της εφηβείας του και συμμετέχει και στο filler “Unlearn the Hatred” που μοιάζει λίγο αταίριαστο με το γήινο New Order προφίλ. Παραδόξως, το καλύτερο κομμάτι του δίσκου που μπαίνει hands down στο top-20 του καταλόγου τους είναι κι αυτό που θυμίζει αρκετά Bros, χωρίς μάλιστα να συμμετέχει ο Rowlands. Αυτό είναι το υπέροχο “Plastic”, μια κορυφαία dancefloor στιγμή με τη συμμετοχή μάλιστα της Elly Jackson των La Roux στα δεύτερα φωνητικά. Η La Roux που συμμετέχει επίσης και στο “Tutti Frutti”, στην πιο αμφιλεγόμενη στιγμή της κάτι-παραπάνω-από-μία ώρας που διαρκεί το Music Complete. Κάπου μεταξύ του ευχάριστου camp α λα Pet Shop Boys και του inside joke.

Υπάρχουν κι άλλες συνεργασίες, το Music Complete είναι ένα πάρτυ που εκπληρώνονται απωθημένα καριέρας. Οι New Order κάλεσαν τον δικό τους ήρωα, Iggy Pop. Αυτός ανταποκρίθηκε θετικά με ένα mail λίγων λέξεων και γρυλλίζει στο απόκοσμο “Stray Dog”, ένα φανταστικό κομμάτι που μοιάζει σαν τη συνέχεια του “Aisha” των Death In Vegas με έναν  Iggy 16 χρόνια μεγαλύτερο αυτή τη φορά να μην ουρλιάζει, αλλά να είναι το ίδιο στοιχειωτικός (με την Καμεράτα του Μάντσεστερ να τον συνοδεύει παρακαλώ). Από την άλλη πλευρά, είναι γνωστή η ιστορία για το πώς πήραν το όνομά τους οι Killers – ο Brandon Flowers τους βάφτισε έτσι από το όνομα του fictional γκουπ που είδε στο video clip του “Crystal”. Νάτος λοιπόν κι αυτός στο φινάλε του δίσκου “Superheated” να ακούγεται όμως όσο διεκεπεραιωτικός κι ανέμπνευστος φάνηκε και στην τελευταία προσωπική του δουλειά. Τι άλλο έχουμε; Μια λοξή ματιά προς την αγαπημένη τους Νέα Υόρκη ενώ θυμιζουν !!! ή DFA με την ευφορική disco του “People On The High Lane”, ένα “Academic” από το αρχείο τοιυς που μπορεί να έχει χιλιάδες τέτοια sophistipop δείγματα, κάτι που μάλλον θα μπορούσαμε να πούμε και για το “Nothing But A Fool” που σίγουρα θα ταίριαζε περισσότερο στο Get Ready! (άσε που θα ήταν χάρμα αν το τραγούδαγε ο Ian McCulloch). Κι ένα ακόμα αξιομνημόνευτο εξώφυλλο, πάντα από τον Peter Saville, που αυτή τη φορά μάλλον αστειεύεται με τη γεωμετρία του Piet Mondrian


Ας μην σκοτώσουμε ακόμα αυτά τα σχεδόν γέρικα άλογα της pop electronique από την πόλη-ορόσημο του μουντού βρετανικού βορρά. Έχουν να δώσουν. Καλώς η κακώς, το 2015 θα γράψει ότι στο ευρύτερο πεδίο της ηλεκτρονικής μουσικής το Manchester κέρδισε. Ως United και με γκολ των βετεράνων…

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος