Τι ωραία που ανηφορίζουν τα δέντρα στους λόφους.
Ο Μάης πρασίνισε τον τόπο. Πίσω απ’ τα δέντρα
τ’ άσπρα σπιτάκια κουβεντιάζουν μεταξύ τους
κάτι άσπρο και ήσυχο – αφίξεις πλοίων,
αφίξεις παραθεριστών, πουλιών, ερώτων. «Κι εγώ,  – είπε –
εγώ φεύγω, εγώ φεύγω.» Και το ποίημα
έχει το στόμα του κλεισμένο μ’ έναν κέρινο σταυρό.