Jim Jarmusch at 54th Film Festival, Thessaloniki / Ο Τζίμ

Οι Αμερικανοί το έχουν πιάσει το νόημα εδώ και χρόνια: ο καλύτερος τρόπος να μαζέψεις τον κόσμο στην αίθουσα, είναι να του πουλήσεις event. Όχι απλώς μια ταινία, μεγάλου σκηνοθέτη, με αστεράτο cast κι ένα σκασμό εφέ να γκώσει το μάτι σου, αλλά μια ολόκληρη εμπειρία. Πάνω σ’ αυτήν την έννοια έχει στηθεί ολόκληρο το concept του tentpole, με την ισοπεδωτική διαφημιστική καμπάνια που προηγείται ταινιών σαν τους Εκδικητές, τους Σκοτεινούς Ιππότες και τους Θορ αυτού του κόσμου, να σε τραβάει απ’ τη μύτη στην αίθουσα όχι απαραίτητα επειδή θες να δεις την ταινία μονάχα, αλλά και γιατί αν δεν την δεις, θα έχεις μείνει στην απ’ έξω ενός χάπενινγκ της pop κουλτούρας, εκτός απ’ το επόμενο trending topic στο Twitter feed σου.

Εκεί που η pop κουλτούρα συναντά την αστική, εκεί γεννιούνται και τα μικρά, τοπικά, εξειδικευμένα, ή μη φεστιβάλ. Απ’ τις εποχές που κινηματογράφοι σαν το Άλφαβιλ, ή το ΑΣΤΥ, έχτιζαν το κοινό τους σχεδιάζοντας μικρά θεματικά αφιερώματα (ξεκινώντας από συγκεκριμένα genres όπως πχ «ο αφαιρετικός αισθησιασμός του γερμανικού εξπρεσιονισμού τα απογεύματα της άνοιξης του 1934», και φτάνοντας μέχρι «ό,τι έχουμε στην αποθήκη, γιατί είμαστε και διανομείς»), μέχρι όταν περιοδικά έντυπα αποφάσιζαν να ενισχύσουν την διείσδυσή τους στο κοινό, φέρνοντας έξω απ’ την πόρτα του τις ταινίες που θα αποθέωναν αργότερα στις σελίδες τους. Κι από ‘κει στις πρεσβείες που προσπαθούν να πουλήσουν το εθνικό πολιτιστικό τους προϊόν, αμπαλάροντάς το σε συσκευασία κινηματογραφικής γιορτής.

http://youtu.be/7LFA-YYdUwk

Τα φεστιβάλ είναι events, που κατ’ αρχήν πουλάν τον εαυτό τους, σε σημείο τέτοιο που αγοράζεις εισιτήριο να πας να δεις φεστιβάλ περισσότερο, παρά την ταινία που σου δείχνει. Πάρε για πρόσφατο παράδειγμα το Luton του Μιχάλη Κωνσταντάτου, ας πούμε, που καρατίγκαρε κοτζαμάν Δαναό στις Νύχτες Πρεμιέρας, κι όταν βγήκε κανονικά στις αίθουσες, βρεθήκανε μόλις 244 άτομα να πάνε να το δούνε. Βέβαια, ok, αφ’ ενός η ταινία ήταν μάπα, απ’ την άλλη η προβολή της στις Νύχτες ήταν a priori μισοεξαντλημένη, απ’ τις προσκλήσεις και τα σόγια των συντελεστών. Αλλά γενικά δε χρειάζεται να ψαχτείς πολύ. Η μεγαλύτερη κουβέντα στα παραφεστιβαλικά κυκλώματα, αυτήν την περίοδο του VOD, της πειρατείας και της ολοένα αυξανόμενης αποξένωσης του φιλοθεάμονος κοινού απ’ την έννοια της αίθουσας, περιστρέφεται γύρω απ’ το πώς η διεθνής ανεξάρτητη παραγωγή θα μπορέσει να μετατρέψει τα φεστιβάλ στην νέα αγορά της. Μιας κι ό,τι έχει μείνει απ’ την παλιά, δε φτάνει, προφανώς.

Με αυτό το προφανές υπογραμμισμένο λοιπόν, και τους δημιουργούς πιο πρόθυμους από ποτέ να προβάλουν τα έργα τους στα φεστιβαλικά κοινά, δεν φαίνεται πια και τόσο περίεργο, ότι την ώρα που ο Έλληνας έχει γυρίσει πλάτη στις αίθουσες και τα ντόπια ταμεία πάνε κατά διαόλου (τo 2013 οι συνολικές εισπράξεις ήταν κατά 11% χαμηλότερες σε σχέση με το 2012 και σχεδόν 25% πιο κάτω απ’ το 2011, ας πούμε), η κινηματογραφική ατζέντα γεμίζει μικρά, λιγότερο ή περισσότερο αλλόκοτα φεστιβάλ. Τα οποία, βέβαια, είναι κι η χαρά του αιθουσάρχη από κάποιο σημείο κι έπειτα, μιας και συνήθως στα μικρά φεστιβάλ -αυτά που δεν έχουν το υστερικό following των Νυχτών Πρεμιέρας ας πούμε-, η αίθουσα παίρνει στάνταρ αμοιβή, χωρίς να ανησυχεί αν θα βρέξει, αν θα χιονίσει, ή αν ο Φοίβος Κρομμύδας κι οι συνάδελφοί του, θα αποφασίσουν να θάψουν την ταινία της εκάστοτε βδομάδας.

tombville-still3

Έτσι λοιπόν, βρίσκεις μια υπέροχη αίθουσα όπως το Όπερα στην Ακαδημίας, να φιλοξενεί ένα πρωτοεμφανιζόμενο φεστιβάλ όπως το Fright Night. Απλή ιδέα, basic που λένε, το φεστιβάλ που κατά βάση διοργανώνεται από μια όχι ιδιαίτερα δραστήρια εταιρεία διανομής, η οποία ψάχνει χώρο να χωθεί στην αγορά, έρχεται να καλύψει ένα κάποιο κενό στο αθηναϊκό φεστιβαλικό τοπίο, κατά κάποιο τρόπο επαναφέροντας κι αναβαθμίζοντας την προσπάθεια που είχε κάνει για τρεις χρονιές η παρέα του Screamin’ Athens Horror Film Festival, πριν μας αφήσει χρόνους το 2011. Οι μιντιακοί συνάδελφοι που πουσάρουν το Fright Night, το πλασάρουν ως το πρώτο διεθνές ελληνικό φεστιβάλ τρόμου, ξεχνώντας μάλλον πως και το Screamin’ διεθνές (έλεγε πως) ήταν, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα. Η ουσία είναι πως απ’ τις 13 ως τις 19 Μάρτη, θα μπορέσεις να δεις μια εικοσάδα φρέσκων κι απρόβλητων τίτλων τρόμου, που απλώνονται απ’ τον καινούριο Ούβε Μπολ, ως τον καινούριο Ντάνι Τρέγιο. Συν την Ελένη Φιλίνη να επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, για την Τελική Αποπληρωμή, που θα προβληθεί στη λήξη του φεστιβάλ.

Αν ο τρόμος δεν είν’ το στιλ σου και προτιμάς πιο ανακουφιστικά θεάματα, η Ταινιοθήκη της Ελλάδας στην Ιερά Οδό, φιλοξενεί την ίδια ακριβώς βδομάδα το 9ο AnimFest. Το διεθνές φεστιβάλ animation της Αθήνας, που δεν νομίζω να σε κακοκαρδίσει κανείς αν δεν ήξερες ότι υπάρχει, έχει μαζέψει φέτος πάνω από 200 μικρού μήκους animated ταινίες απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, μεταξύ των οποίων το γαλλικό οσκαρικό Mr Hublot, αλλά και 14 ελληνικές παραγωγές, έτσι για να πάρεις γραμμή το τοπικό επίπεδο. Κάπου εδώ έρχεται το ερώτημα αν το ήδη περιορισμένο κοινό αυτών των μικρών φεστιβάλ είναι αρκετά ευρύ, ώστε να μπορεί να στηρίξει δυο εξειδικευμένα φεστιβάλ να τρέχουνε τις ίδιες ακριβώς ημέρες, αλλά με το που θα τελειώσουν αυτά τα δύο, έρχονται κι άλλα, κατ’ αρχήν με το 9ο SFF-rated Athens. Το διεθνές φεστιβάλ επιστημονικής φαντασίας και φανταστικού, που ξεκίνησε η Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας το 2006 ως ελληνική ρετροσπεκτίβα, φέτος αυτονομείται κι απ’ τις 20 ως τις 26 Μαρτίου φιλοξενείται ως ξεχωριστή οντότητα στον Μικρόκοσμο στη Συγγρού –το σινεμά με το καλύτερο κινηματογραφικό μπαρ της Αθήνας.

006_15eFFF_Press_epatsialos_1

Επίσης στις 20 Μαρτίου, ξεκινά τις προβολές του το Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, που κλείνει φέτος μιάμιση δεκαετία ζωής. Η διοργάνωση που άλλοτε γέμιζε με σιβουπλέ το κέντρο της Αθήνας, απ’ τη Σταδίου ως τη Σίνα, φέτος απλώνεται απ’ το Έμπασυ στο Κολωνάκι, ως το Δαναό στους Αμπελόκηπους, έχοντας για μπαλαντέρ και το auditorium του Γαλλικού Ινστιτούτου που το διοργανώνει. Ως διοργάνωση του επίσημου μηχανισμού προώθησης της γαλλικής κουλτούρας στο εξωτερικό, το Γαλλόφωνο θα σου παρουσιάσει ό,τι προωθεί καλύτερα τη γαλλική κουλτούρα απ’ τη φετινή γαλλόφωνη παραγωγή, κι η τετράκις βραβευμένη με Σεζάρ ηθοποιός Ναταλί Μπαγιέ, θα λειτουργήσει ως μαγνήτης των φωτογραφικών φακών, ελλείψει άλλων ηθοποιών απ’ την βαριά σε σκηνοθέτες λίστα των φετινών καλεσμένων.

Και βέβαια, την ίδια ώρα που θα αναρωτιέσαι αν ζεις στην Αθήνα, ή στη Νέα Υόρκη ξερωγώ, η Θεσσαλονίκη θα ενημερώνεται για το πώς λειτουργεί ο κόσμος, μέσα απ’ τις επιλογές του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που έχει σηκώσει ήδη την αυλαία του για να την κλείσει στις 23 του μήνα. Το ΦΝΘ, ένα απ’ τα σημαντικότερα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Μεσογείου, έχει μαζέψει και μερικές απ’ τις σημαντικότερες δουλειές της διεθνούς κι ελληνικής ντοκιμαντεριστικής σκηνής να προβάλει, έστω κι αν τα πρωτοσέλιδα τα έχει κάνει χάρη στο νέο της πρόεδρο. Ο διορισμός του Γιάννη Σμαραγδή, του εθνικού μας πλέον βιογράφου, στη θέση του προέδρου του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, του οργανισμού που επιβλέπει τόσο το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, όσο και το φεστιβάλ κινηματογράφου της πρωτεύουσας του Βορρά, επανέφερε στην επικαιρότητα τις προ μηνών μαντινάδες του σκηνοθέτη προς τον Αντώνη Σαμαρά, κι έδωσε στον σκηνοθέτη των δυο μεγαλύτερων εισπρακτικών επιτυχιών των ελληνικών ταμείων τα τελευταία χρόνια (El Greco και Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι) την ευκαιρία να βγαίνει από χθες στα ραδιόφωνα και να επισημαίνει πόσο σημαντική δουλειά κάνει ο Σαμαράς, και πόσο καλή εικόνα έχει στο εξωτερικό.

Ο Σμαραγδής βρέθηκε στην κορυφαία και πλήρως διακοσμητική θέση του κορυφαίου κινηματογραφικού φεστιβαλικού θεσμού της χώρας, αφού είδε να περνούν από μπροστά του οι προεδρικές καρέκλες τόσο του Εθνικού Θεάτρου, όσο και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, για τις οποίες φερόταν ως φαβορί. Η αντίθεση του ενθουσιασμού του, σε σχέση με τη στάση του προκατόχου του, Γιάννη Μπουτάρη, έχει προκαλέσει μια κάποια μουρμούρα στα δημοσιεύματα και τα social media των κινηματογραφικών και παρακινηματογραφικών συντακτών, αλλά ο άνθρωπος που κατάφερε να φτάσει με το Χαβιάρι του στο Φεστιβάλ του Τορόντο, κι εκεί να βρει αρκετούς Έλληνες θεατές για να στήσει βιντεάκι μόνο ενθουσιωδών αντιδράσεων, αν πάρει απάνω του με τον ίδιο τρόπο και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μην του το ‘χεις κι απίθανο να ανοίξει και παράρτημα στο Λος Άντζελες, ας πούμε. Εκεί να δεις φεστιβάλια που θα κάνουμε…