Από τους γαλάτες προγόνους μου έχω το ασπρογάλαζο μάτι, το στενό μυαλό, και την αδεξιότητα στη μάχη. Βρίσκω το ντύσιμο μου το ίδιο βάρβαρο με το δικό τους. Μα δε βάζω βούτυρο στα μαλλιά μου.
Οι Γαλάτες ήταν οι γδάρτες των ζώων, οι πυρπολητές των χόρτων οι πιο ανίκανοι του καιρού τους.
Απ΄αυτούς, έχω: την ειδωλολατρεία και την αγάπη της ιεροσυλίας∙ -όλα τα βύτσια, θυμό λαγνεία,- υπέροχη, η λαγνεία∙ πάνω απ’ όλα ψέμα και τεμπελιά.
Μου προκαλούν φρίκη όλα τα επαγγέλματα . Αφέντες και εργάτες, όλοι χωριάτες, χυδαίοι. Το χέρι που κρατά την πέννα αξίζει το χέρι που σπρώχνει το αλέτρι. -Τι αιώνας χεριών!- Δε θάχω ποτέ το χέρι μου. Έπειτα, η σκλαβιά οδηγεί πολύ μακριά. Η τιμιότητα της ζητιανιάς με καταθλίβει. Οι εγκληματίες φέρνουν αηδία όπως οι ευνουχισμένοι: εγώ, είμαι ανέγγιχτος, και αυτό μου κάνει το ίδιο.
Αλλά ποιος έκανε τη γλώσσα μου τόσο δολερή, που να οδηγήση και να διατηρήση σ’ αυτό το σημείο την τεμπελιά; Χωρίς να χρησιμοποιώ καν το σώμα για να ζήσω, και πιο άεργος από το βάτραχο, έζησα παντού. Ούτε μια οικογένεια της Ευρώπης που να μην ξέρω. -Εννοώ οικογένειες σαν τη δική μου, που τα οφείλουν όλα στη διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. -Γνώρισα κάθε γιο οικογένειας.
Αν είχα παρελθόν σε μια οποιαδήποτε εποχή της ιστορίας της Γαλλίας!
Αλλά όχι, τίποτα.
Το βλέπω ολοκάθαρα πως ήμουνα πάντα ράτσα κατώτερη. Δεν μπορώ να καταλάβω την ανταρσία. Η ράτσα μου δεν ξεσηκώθηκε ποτέ παρά για να λεηλατήση: όπως οι λύκοι το ζώο που δεν έχουν σκοτώσει.

Θυμάμαι την ιστορία της Γαλλίας, πρωτότοκης κόρης της Εκκλησίας. Θα είχα κάνει άξεστος, το ταξίδι των αγίων τόπων∙ έχω μέσα στο κεφάλι μου δρόμους στις σουαβικές πεδιάδες, όψεις του Βυζαντίου, τείχη των Σολύμων∙ η λατρεία της Μαρίας, η συγκίνηση για τον εσταυρωμένο ξυπνούν μέσα μου ανάμεσα σε χιλιάδες βέβηλες μαγείες. -Κάθομαι, λεπρός, πάνω στα σπασμένα πιθάρια και στις τσουκνίδες, στη βάση ενός τοίχου φαγωμένου από τον ήλιο. -Αργότερα, σιδηρόφραχτος καβαλλάρης, θα στρατοπέδευα στο ύπαιθρο κάτω από τις νύχτες της Γερμανίας.
Α! ακόμα: χορεύω το sabbat, μέσα σ’ ένα κόκκινο ξέφωτο, με γριές και παιδιά.
Δε θυμάμαι πια τίποτα άλλο εκτός απ΄αυτήν εδώ τη γη και τον χριστιανισμό. Δε θα έπαυα να ξαναβλέπω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό το παρελθόν. Αλλά πάντα μόνο∙ χωρίς οικογένεια∙ ακόμα, ποια γλώσσα μιλούσα; Δε με βλέπω ποτέ μέσα στις συμβουλές του Χριστού∙ ούτε μέσα στα συμβούλια των Αρχόντων, -αντιπροσώπων του Χριστού.
Τι ήμουνα τον τελευταίο αιώνα: δεν ξαναβρίσκω τον εαυτό μου παρά μόνο σήμερα. Όχι πια τυχοδιώκτες, όχι πια αόριστοι πόλεμοι. Η κατώτερη ράτσα τα σκέπασε όλα -ο λαός, όπως λένε, η λογική∙ το έθνος και η επιστήμη.
Η επιστήμη. Τα ξανακατάκτησαν όλα. Για το σώμα και την ψυχή, -τα οδοιπορικά, -έχουν την ιατρική και τη φιλοσοφία, -τα γιατροσόφια των απλοϊκών γυναικών και τα λαϊκά τραγούδια διασκευασμένα. Και τις διασκεδάσεις των πριγκίπων και τα παιχνίδια που απαγόρευαν! Γεωγραφία, κοσμογραφία, μηχανική, χημεία.
Η επιστήμη, η νέα αριστοκρατία. Η πρόοδος. Ο κόσμος προχωρεί. Γιατί δε θα γύριζε;
Είναι το όραμα των αριθμών. Βαδίζομε προς το Πνεύμα. Είναι εντελώς βέβαιο, είναι χρησμός, αυτό που λέω. Καταλαβαίνω, και μη ξέροντας να εξηγηθώ χωρίς ειδωλολατρικά λόγια, θάθελα να σωπάσω.