ΣΙΝΕΜΑ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ξερή γη που φλέγεται: Μια εκρηκτική ιστορία στη Βραζιλία μεταξύ γουέστερν και queer μανιφέστου

«Θυμάμαι την εποχή… Που είχα μπλεχτεί σε κάτι τρελές μαλακίες με την αδερφή μου την Τσιτάρα. Η αδερφή μου έγραψε ιστορία στη Σολ Νασέντε. Αυτό έγινε το 2019. Είχα μόλις βγει από τη φυλακή, με είχαν κλείσει για ναρκωτικά. Η αδερφή μου μου ζήτησε να συμμετέχω στο τρελό σχέδιο στο οποίο είχε εμπλακεί. Είχε πέσει στα χέρια της ένας χάρτης των υπόγειων σωλήνων πετρελαίου. Τον πήρε και μετά… αγόρασε ένα οικόπεδο στη Σολ Νασέντε».

Στα εκατόν πενήντα λεπτά του low budget, έξοχου αυτού μεγαθηρίου, “Mato seco em chamas/Ξερή γη που φλέγεται/ Dry Ground Burning” συμβαίνουν πολλά περισσότερα. Και όλα τους το ίδιο εντυπωσιακά. Με ένα απρόβλεπτο κινηματογραφικό τρόπο που φλερτάρει με τους παλιούς κωδικούς του γουέστερν, η επιμονή τoυ ανθρώπινου πνεύματος και οι αντοχές του μέσα στον χρόνο οπτικοποιούνται και σκορπίζουνε φως. Στην άλλη άκρη του κόσμου, η σκληρή ιστορία δύο γενεών γυναικών που προσπαθούν να βρουν τη θέση τους στο κομμάτι εκείνο της γης, ανοίγει ορίζοντες με έναν φορτισμένο τρόπο. Και ιδιαιτέρως ρεαλιστικό.

Εξηγείται από το παρελθόν των δύο σκηνοθετών στο χώρο του ντοκιμαντέρ. Η Joana Pimenta και ο Adirley Queirós. Αυτή πιο «καθαρή» έχει στον κατάλογο της μόνο μικρές μήκους ταινίες του είδους. Αυτός ξεκίνησε ομοίως, αλλά μετά χάθηκε για λίγο στη θάλασσα της μυθοπλασίας. Συνεργάζονται εδώ και εφτά χρόνια. Τον βοηθούσε στη φωτογραφία. Τη βοηθούσε στο να ανακαλύψει τον «μεγάλο» κόσμο,  Τώρα κάθονται μαζί στη καρέκλα του σκηνοθέτη και παρουσιάζουν μια ταινία που καταγράφεται από το φεστιβάλ ως κάτι «μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, γουέστερν και queer μανιφέστου».

Η εκρηκτική ιστορία της γυναικείας ομάδας Gasolineiras de Kebradas, όπως αυτή αντηχεί μέσα από τους τοίχους των γυναικείων φυλακών της Μπραζίλια και επαναπροσδιορίζει τη θηλυκότητα και τον ρόλο της, πέρασε από το Φεστιβάλ του Βερολίνου, από το ανεξάρτητο της Λισαβώνας και το Γαλλικό Cinéma du réel και αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς. Οι ανδρικοί χαρακτήρες επί της ουσίας απουσιάζουν. Είναι περιφερειακοί, το επίκεντρο της ιστορίας ανήκει αλλού. Οι γυναίκες διοικούν αθόρυβα, καθοδηγούν την εργατική τάξη και παρανομούν όχι για χάρη του δικού τους πλούτου αλλά για την αναδιανομή του στην κοινότητά. Οι γυναίκες εδώ παίζουν τον εαυτό τους καθώς δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί αλλά πρωταγωνίστριες της σκληρής τους πραγματικότητας που από ένα καπρίτσιο της τύχης βρίσκει διέξοδο στη μεγάλη οθόνη.  

Πετύχαμε την Joana Pimenta στη Λισαβώνα, λίγες μέρες πριν έρθει για την πρώτη προβολή της ταινίας τους στην χώρα μας. Ζει κάπου ανάμεσα στη Πορτογαλία, την Βραζιλία και την Αμερική- διδάσκει στο Χάρβαρντ non fiction filmmaking και cinematography. Στην Αμερική, τη βρίσκεις τρεις μήνες το Φθινόπωρο και τρεις την Άνοιξη. Στις άλλες δύο χώρες, όλο τον υπόλοιπο χρόνο, για γυρίσματα. Και συνήθως έχει αρκετά. Ανοίξαμε το zoom, συστηθήκαμε και της ζητήσαμε να βρει για μας τις λέξεις πίσω από τις σκέψεις και τις εικόνες, αυτού του σχεδόν δίχρονου, ως προς την ολοκλήρωση του, κινηματογραφικού ταξιδιού.

«Όταν αρχίσαμε να κάνουμε το φιλμ έξι χρόνια πριν, η Βραζιλία ήταν ένα πολύ διαφορετικό μέρος πολιτικά. Υπήρχε ένα αγωγός πετρελαίου υπόγειος από το Σάν Πάολο ως την Μπραζίλια. Και υπήρχε και η πόλη για τους οικοδομικούς εργάτες που έχτισαν την Μπραζίλια στα 60’ς. Άνθρωποι που έπρεπε συνέχεια να μετακινούνται γιατί υπήρχε διαρκώς κατάσχεση εδαφών. Το πετρέλαιο είχε εθνικοποιηθεί στη Βραζιλία και κινούνταν συνήθως προς το κέντρο των πόλεων και όχι την περιφέρεια και έτσι αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι θα γινόταν αν αρχίζαμε εμείς τη δική μας παράλληλη οικονομία πετρελαίου. Τι θα γινόταν αν το πετρέλαιο ήταν δικό μας. Στον χρόνο όμως από την ιδέα αυτή μέχρι τη χρηματοδότηση και τελικά το γύρισμα, η Βραζιλία άλλαξε εντελώς πολιτικά. Το πετρέλαιο δεν ήταν πια εθνοποιημένο και άρχισε να πουλιέται  πολύ γρήγορα και πολύ φθηνά σε διεθνείς εταιρείες. Και έτσι ένα μεγάλο ποσοστό του άρχισε να μη ανήκει πια στη Βραζιλία. Έτσι λοιπόν άλλαξε και το σκεπτικό μας για την ταινία. Είπαμε οκ δεν μπορούμε να βρούμε πετρέλαιο οπότε πρέπει να το κλέψουμε».

«Ξεκινήσαμε το φιλμ ως γουέστερν, μετά όμως έγιναν πολλά πράγματα, Η αναφορά σε αυτό το είδος υπάρχει για πολλούς λόγους. Ξεκινήσαμε με αυτό καθαρά έτσι ως προς την κινηματογράφηση. Θέλαμε όλα αυτά τα ανοιχτά πλάνα και τα υπερβολικά κοντινά. Όλα όσα χρησιμοποιούνται τόσο καλά στα γουέστερν σε ότι αφορά την αφήγηση. Ψάχναμε κοινές αναφορές που όλοι μπορούμε να μοιραστούμε. Οι περισσότεροι από τους ερασιτέχνες μας ηθοποιούς, οι οποίοι είναι στην δεύτερη πενταετία των τριάντα τους,  είχαν αναφορές για το είδος από την τηλεόραση. Είναι η γενιά που μεγάλωσε βλέποντας στην τηλεόραση αμερικάνικο σινεμά».

«Νομίζω πως αυτό που στα αλήθεια άλλαξε τη διαδικασία και το απομάκρυνε στην πορεία από το γουέστερν είναι ότι η ετεροθαλής αδελφή της πρωταγωνίστριας, Joana Darc Furtado, ήταν στη φυλακή και όλες στο γύρισμα μιλούσαν συνέχεια γι αυτή. Την αντιμετώπιζαν σχεδόν σαν θρύλο. Ήταν στη φυλακή για επτά χρόνια και όταν μας ειδοποίησαν πως θα έβγαινε και θα ερχόταν πίσω στη πόλη την πήραμε κοντά μας. Της δώσαμε συμβόλαιο και έγινε μέρος του φιλμ. Και φυσικά ήταν επιμελής και φανταστική».

«Θέλαμε να κάνουμε ένα φιλμ το οποίο να κινείται ανάμεσα στις γενιές αυτών των γυναικών. Η πρώτη γενιά ήταν οι γυναίκες που έχτισαν το μέρος. Η Μπραζίλια χτίστηκε στη μέση του πουθενά. Ήταν έρημος, κανείς δεν ζούσε εκεί. Αποφάσισαν να χτίσουν εκεί την νέα πρωτεύουσα και μετέφεραν όλους τους εργάτες από όλη τη Βραζιλία. Πάρα πολλά φορτηγά έφταναν για να χτίσουν την πόλη. Δούλευαν 12ωρες βάρδιες, οι περισσότεροι είχαν αφήσει πίσω τις οικογένειες τους και έτσι μετά από κάποιο καιρό η κυβέρνηση αποφάσισε πως για να συνεχίσουν τη δουλειά τους έπρεπε να φέρουν κάποιες γυναίκες. Έφτιαξαν δηλαδή ένα είδος «πόλης» μέσα στην πόλη που θα έχτιζαν. Μόλις εγκαινιάστηκε όμως, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που την δημιούργησαν δεν είχαν θέση μέσα σε αυτή. Η κυβέρνηση τους απομάκρυνε κυριολεκτικά το 1971 μέσα σε μια νύχτα. Τους μετέφεραν σε μια πόλη 50 χιλμ μακριά. Οι γυναίκες, οι οποίες ήταν οι περισσότερες single mothers κι οι οποίες μεταφέρθηκαν με τα παιδιά τους, πάλευαν να χτίσουν μόνες τους τη νέα πόλη, να βρουν νερό. Αυτή είναι η γενιά της μητέρας της Darc Furtado. Οι πρωταγωνίστριες της ταινίας είναι οι κόρες αυτών των γυναικών με τους απόντες πατέρες. Θέλαμε να δουλέψουμε με αυτή τη γενιά. Όπως και με την παλιότερη που είχε ήδη την ανάμνηση της όλης διαδικασίας στο σώμα της. Αυτές που νοσταλγούν τα παλιά και όλα όσα έζησαν αλλά δεν είναι αυτές που κυριαρχούν τώρα στην πόλη».

«Πάντα χρειάζεσαι λεφτά για να γυρίσεις μια ταινία. Για την κάμερα, για να νοικιάσεις αυτοκίνητ0, για το πετρέλαιο. Εκτός αν βάλεις μόνο τα δικά σου λεφτά, αν έχεις, το οποίο και θα σημαίνει πως η δημιουργία ταινιών θα είναι προνόμιο μόνο μιας τάξης».

«Το να έχουμε ένα μικρό κινηματογραφικό συνεργείο πέντε ατόμων για να δουλέψουμε, βοήθησε στο να εξοικονομήσουμε χρήματα για περισσότερα γυρίσματα. Και αυτό με τη σειρά του, να κάνουμε συμβόλαια ενός χρόνου με τον κόσμο που θα δούλευε για μας. Οι γυναίκες που παίζουν στην ταινία για παράδειγμα, δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί. Εργάζονταν σε φούρνους, σε βενζινάδικα και παράτησαν τη δουλειά τους για μας. Οπότε έπρεπε και εμείς να μπορούμε να τους το ανταποδώσουμε».

«Το μικρό και χωρίς βαρύ εξοπλισμό συνεργείο, βοήθησε και σε κάτι άλλο. Μπορούσαμε να ψάξουμε και να βρούμε τις κατάλληλες τοποθεσίες πιο εύκολα και στη συνέχεια να κάνουμε αμέσως τα γυρίσματα με επιτυχία, καθώς η μικρή παραγωγή δεν μας επέτρεπε να κλείσουμε τους δρόμους ή όλα αυτά τέλος πάντων που μπορείς να κάνεις όταν έχεις μεγάλο μπάτζετ. Και αυτό βοηθά στο να κάνεις ένα φιλμ που αφορά το παρόν, αυτό που ζεις εκείνη την ώρα. Οπότε ναι, τελικά δεν έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με τον τρόπο που γύριζα τις μικρού μήκους ταινίες μου».

«Το σινεμά για μένα είναι να κινηματογραφώ με ανθρώπους που θέλω να δουλεύω μαζί τους. Να χτίζουμε κάτι το οποίο να παίρνει την ενέργεια του από το παρόν στο οποίο ζούμε».

«Αν αποφάσιζα να κινηματογραφήσω κάτι που απαιτούσε μεγαλύτερη δομή, δεν θα με πείραζε, μου αρέσει η ιδέα να συγκεντρώνω χορηγίες και να μπορώ να δημιουργώ μια μεγάλη παραγωγή ώστε να μπορούμε όλοι μέσα σε αυτή να ζούμε από το σινεμά. Μετά την τελευταία σκηνή (αυτή  με τις μοτοσικλέτες) λέγαμε πως θα έχουμε μια σειρά ανθρώπων που θα περιμένει να πληρωθεί με ρευστό και εμείς θα μπορούμε να το προσφέρουμε. Για μας αυτό πολιτικά ήταν πολύ σημαντικό. Δεν υπερασπιζόμαστε τις μεγάλες παραγωγές, αλλά είναι ωραίο να έχεις τη δυνατότητα να μπορείς να πληρώνεις τον κόσμο σου και να τους κλείνεις για ένα χρόνο και το σινεμά να βοηθά την οικονομία των περιοχών των γυρισμάτων κι αυτό να μην είναι μόνο ελκυστικό για όσους ζουν στο κέντρο της πόλης ως συνήθως»

«Αυτό που θα ευχόμασταν για την ταινία είναι να γίνει γνωστή ευρέως και να διανεμηθεί σε μέρη όπως η Γαλλία κι η Αμερική. Να μπορέσει να βρει ένα πλατύ κοινό. Κάτι πολύ σημαντικό για μας είναι πως η Γαλλία ζήτησε να προβάλλουμε το φιλμ στις γαλλικές φυλακές και φυσικά δεχτήκαμε. Το βρήκαμε εκπληκτικό».

«Η ταινία δεν έχει προβληθεί ακόμη στη Βραζιλία για πολλούς λόγους. Οι ηθοποιοί βεβαίως και το συνεργείο την έχουν δει. Ευχόμαστε το open air screening να γίνει τον επόμενο μήνα».

«Ότι ευχηθήκαμε αρχίσει να συμβαίνει. Φτιάξαμε το φιλμ που στα αλήθεια θέλαμε να κάνουμε. Κι είναι ωραίο που η ενέργεια του είχε απήχηση στους ανθρώπους, σε διαφορετικές κοινότητες και όχι μόνο στα φεστιβάλ. Αυτό ήταν το ιδανικό για μας».

Η συν-σκηνοθέτιδα της ταινίας, Joana Pimenta

Η ταινία «Ξερή γη που φλέγεται / Mato seco em chamas» θα προβληθεί τη Δευτέρα 13 Ιουνίου, στις 20:15, στα πλαίσια του 12ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Ιερά Οδός 48 & Μεγ. Αλεξάνδρου, τηλ 210-3612046

H Joana Pimenta θα παρευρίσκεται στην προβολή της ταινίας.

Δημήτρης Πάντσος