Παρασκευή βράδυ και το φουαγιέ του Μεγάρου Μουσικής είναι από παρέες σινεφίλ που ήρθαν για την προβολή του Νυχτερινού τρένου για τη Λισαβόνα και από πηγαδάκια κοσμικών που ήρθαν να δουν από κοντά τον Τζέρεμι Άιρονς. Εκείνος περπατά ανάμεσα στο πλήθος, μιλάει, χαμογελά και φωτογραφίζεται.

O Τζέρεμι Άιρονς σε άλλο ένα ρεσιτάλ ερμηνείας.

O Τζέρεμι Άιρονς σε άλλο ένα ρεσιτάλ ερμηνείας.

Αναρωτιέται κανείς πως ένα τόσο λαμπερό πλάσμα μπορεί να μεταμορφωθεί στο γερασμένο, σχολαστικό και μονήρη Raimund Gregorius, κεντρικό ήρωα του έργου. Πως η βαθιά και υποβλητική φωνή του θα υποταχθεί στην πληκτική προσωπικότητα αυτού του Ελβετού καθηγητή λογοτεχνίας. Λίγα λεπτά αργότερα, καθώς ξεκινά η προβολή, ο Άιρονς θα αποδείξει για μια ακόμη φορά τη μεγάλη κλάση του.

Πρώτο πλάνο μια σκοτεινή και βροχερή άποψη της Βέρνης. Κρύα, μουντή και άδεια σαν τη ζωή του πρωταγωνιστή. Ο καθηγητής όμως, στη συνέχεια, θα εκπλήξει το θεατή. Πετάει από πάνω του τη γκρι ρουτίνα κι αρχίζει ν’ αναζητά την περιπέτεια. Στο χέρι θα κρατάει το βιβλίο και το κόκκινο παλτό μιας άγνωστης, την οποία σώζει λίγο πριν αυτή πηδήξει από μια γέφυρα. Το βιβλίο αυτό, γραμμένο στα πορτογαλικά, είναι το κλειδί της υπόθεσης. Έχει τη δύναμη να προξενήσει τόση ταραχή, ώστε να οδηγήσει μια γυναίκα σε απόπειρα αυτοκτονίας κι ένα ηλικιωμένο σε μια νεανική, αυθόρμητη απόδραση της τελευταίας στιγμής με τρένο.

Από τη βαριά ατμόσφαιρα της Ελβετίας η ιστορία σε μεταφέρει στην ηλιόλουστη Λισσαβόνα. Εκεί ο Gregorius αναζητά τον αδικοχαμένο συγγραφέα του βιβλίου, με το μελωδικό όνομα Amadeu de Prado. Ακολουθούν αλλεπάλληλα φλας-μπακ στο σκοτεινό ιστορικό παρελθόν της Πορτογαλίας του δικτάτορα Σαλαζάρ, καθώς ο Gregorius ανακαλύπτει σταδιακά τη ζωή του ήρωά του.

«Από τη στιγμή που ζούμε ένα μικρό κομμάτι από αυτό που υπάρχει μέσα μας, τι γίνεται με το υπόλοιπο;» αναρωτιέται στο βιβλίο του ο Amadeu. Υπαρξιακά ζητήματα και βαθιές φιλοσοφικές αναζητήσεις, τόσο όμοιες με αυτές του καθηγητή, υπάρχουν σε κάθε καρέ. Ο Gregorius βρίσκει στο πρόσωπο του Amadeu το alter ego του. Κανείς δεν τον έχει αγγίξει τόσο βαθιά. Ποτέ. Κανείς δεν μπόρεσε να αποτυπώσει τις μύχιες σκέψεις του τόσο εύστοχα.

Μυστικά αποκαλύπτονται, ιστορίες ξεσκεπάζονται, ενοχές προβάλουν βίαια. Υπαινιγμοί αιμομικτικών σχέσεων. Διάχυτες παντού η πάλη της αγάπης με το καθήκον και η θυσία της φιλίας στο βωμό του έρωτα. Ένα αγωνιώδες ερωτικό τρίγωνο. Και υπερβολικά πολλά τσιγάρα. Έντονα και τα πολιτικά μηνύματα ενάντια στο φασισμό. Χαρακτηριστικό το επιτύμβιο κείμενο – κλισέ: « Όταν η αδικία γίνεται νόμος, τότε η αντίσταση γίνεται καθήκον». Η επιλογή της Αθήνας για την πανευρωπαϊκή  πρεμιέρα της ταινίας ίσως να μην ήταν τόσο τυχαία τελικά.

Καθώς η υπόθεση προχωρά, παρατηρεί κανείς πως όσο πιο πολύ βασανίζεται ο Amadeu, τόσο περισσότερο απελευθερώνεται ο Gregorius. Για κάθε καρφί στο σταυρό του μαρτυρίου του ενός, ένα βάρος σηκώνεται από την ψυχή του άλλου. Κι έτσι, ενώ ο νεότατος Amadeu τα χάνει όλα, ακόμη και τον έρωτα, ο ηλικιωμένος Gregorius ξαναβρίσκει το νόημα της ζωής.

Όταν ο Μπιλ Όγκαστ είχε σκηνοθετήσει την ταινία Το Σπίτι των Πνευμάτων το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό, παρόλο που πρωταγωνιστής ήταν πάλι ο Τζέρεμι Άιρονς. Η κινηματογραφική διασκευή εκείνου του βιβλίου έχανε πολύ από την φαντασιακή ορμή της Ιζαμπέλ Αλιέντε. Αυτή τη φορά ο Όγκαστ μένει πιο πιστός στο πνεύμα του έργου του Πασκάλ Μερσιέ αποδίδοντας επαρκώς τις πτυχές του ρομαντισμού, της πολιτικής ίντριγκας και (γιατί όχι) του φιλοσοφικού θρίλερ. Τις περισσότερες στιγμές, βέβαια, με λίγο πιο βαρύγδουπο και στομφώδη τρόπο από ότι θα έπρεπε. Δεν έχουν όλοι οι Δανοί τη στόφα και το ταλέντο του Λαρς φορ Τρίερ, άλλωστε.

Εντυπωσιακά πάντως ήταν τα πλάνα από τη γοητευτική Βέρνη και από τους γραφικούς δρόμους της Πορτογαλίας. Κατά τα άλλα, η ταινία ξεχωρίζει μόνο για την ερμηνεία του Τζέρεμι Άιρονς. Τα υπόλοιπα μεγάλα ονόματα που συμμετέχουν (Σαρλότ Ράμπλινγκ, Κρίστοφερ Λη, Μπρούνο Γκανζ κ.α.) “χάνονται” μέσα στο σκηνικό.

Παρόλα αυτά τα ερωτήματα παραμένουν: Μπορεί κανείς για μια στιγμιαία παρόρμηση να τα παρατήσει όλα; Ποιος είναι τόσο αποφασισμένος να ενδώσει σε τέτοιο πειρασμό; Πόσο δυνατό πρέπει να είναι τελικά το «τυχαίο» για να υπερπηδήσεις το φόβο σου για το άγνωστο;