Πως ένας Μαλτέζος ψαράς κέρδισε βραβείο στο Sundance για την υποκριτική του στο Luzzu;

«Λατρεύω την Αθήνα, γιατί φαίνεται ότι ξέρετε πολλά για τον ρεαλισμό εδώ. Από την ώρα που πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα, με ρωτούν για αυτό. Είναι υπέροχο», είπε ο σκηνοθέτης Άλεξ Καμιλλιέρι στα Q&A, μετά την προβολή της ταινίας LUZZU στο Τριανόν.  

Το κοινό όμως έδειξε τον ενθουσιασμό του και τον εντυπωσιασμό του, όταν ο δημιουργός δήλωσε πως ο Γιέσμαρκ Σκικλούνα δεν είναι ηθοποιός. Βλέποντάς τον κανείς να παίζει τον γοητευτικό ψαρά δεν μπορεί να φανταστεί ότι είναι ένας αληθινός ψαράς στην πραγματικότητα και ότι στην ουσία απεικονίζει λίγο ή πολύ τη ζωή του. Το γεγονός αυτό κάνει ακόμη πιο αξιοθαύμαστο το ότι ο Μαλτέζος ψαράς κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Sundance για τον ρόλο του ως ερασιτέχνης πρωταγωνιστής. 

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Άλεξ Καμιλέρι έφτασε στην Αθήνα, και παρουσία του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή του, έκανε την πρεμιέρα του και διαγωνίζεται για την Χρυσή Αθηνά του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.

Η Popaganda βρέθηκε στην προβολή του Luzzu και μίλησε με τον Άλεξ Καμιλέρι και τον ψαρά Γιέσμαρκ Σκικλούνα.

Πως ήταν η συνεργασία με μη ηθοποιούς, με πραγματικούς ψαράδες, ένα επάγγελμα που απέχει αρκετά από την βιομηχανία του θεάματος;

Άλεξ: Οι άνθρωποι πάντα εκπλήσσονται όταν μαθαίνουν ότι ο Jasmark είναι στ’ αλήθεια ψαράς. Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις την ταινία και τα όσα κάνει, έχοντας αυτό ως δεδομένο. Επειδή είναι πολύ γοητευτικός, ο κόσμος πιστεύει ότι είναι ηθοποιός ή μοντέλο, αλλά ήταν σε μια βάρκα πριν αρχίσει να περπατάει. 

Άλεξ Καμιλέρι και Γιέσμαρκ Σκικλούνα

Γιέσμαρκ: Κυριολεκτικά, μας πήραν τηλέφωνο ένα ανοιξιάτικο πρωινό, εντελώς τυχαία, εμένα και τον ξάδερφό μου, ο οποίος παίζει κι αυτός στην ταινία. Έκανε λίγο κρύο και βλέπαμε δύο τύπους να μας δείχνουν από μακριά. Ήθελα να τους ρωτήσω αν θέλουν βοήθεια και τότε, ο Άλεξ, ο casting director, μας είπε: «Θα σας δώσουμε λίγα λεφτά για να κάνετε μια οντισιόν». «Α, ναι, πόσα λεφτά;», τον ρώτησα. 

Άλεξ: Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Γιέσμαρκ και τον Ντέιβιντ έψαχνα ήδη για μήνες. Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί οι ψαράδες, δεν προσπαθούν να είναι σε ταινίες. Δεν ενδιαφέρονται καν για αυτές, απλά θέλουν να ψαρεύουν. Τους βρήκαμε την τελευταία μέρα πριν φύγουμε για Νέα Υόρκη. Συνήθως αφήνουμε τα χρονικά περιθώρια να τους γνωρίσουμε, να μιλήσουμε, ώστε να μην τρομάξουν από μια κάμερα που θα μπει ξαφνικά μπροστά τους, τώρα όμως δεν είχαμε χρόνο. 

Τους έδωσα ένα σενάριο και τους ζήτησα να αυτοσχεδιάσουν. Τι θα έκαναν σε εκείνη την περίπτωση που έπιαναν έναν ξιφία εκτός εποχής; Ήταν μια σκηνή που προέκυψε μετά από την έρευνα που έκανα για μια από τις πιο αγωνιώδεις στιγμές στη ζωή ενός ψαρά. Πρόκειται για το δίλημμα του τι κάνεις αν πιάσεις το σωστό ψάρι, στη λάθος εποχή. Ο Γιέσμαρκ κι ο Ντέιβιντ άρχισαν να αυτοσχεδιάζουν και πήγε πολύ πιο μακριά από αυτό που είχα φανταστεί για τη σκηνή. Το συναίσθημά τους ήταν τόσο αληθινό και ήταν στ’ αλήθεια πολύ νευριασμένοι. Συνειδητοποίησα ότι ήταν πολύ καλύτερο από αυτό που περίμενα, γιατί ήταν μια σκηνή από τη ζωή τους και αμέσως κατάλαβα ότι έχουμε την ταινία. Το κάναμε αυτό με κάθε σκηνή και κάπως έτσι, ο Γιέσμαρκ κι ο Ντέιβιντ έγιναν συν-συγγραφείς κι έτσι χτίσαμε το φιλμ. Ξεκινούσαμε με μια ιδέα, αυτοσχεδιάζαμε, το τραβούσα με μια μικρή κάμερα και μετά, έγραφα τους αυτοσχεδιασμούς τους στο σενάριο. Οπότε πάντα οι ιδέες τους ήταν στο σενάριο. Δεν ακολούθησα τον συμβατικό τρόπο γραφής, ξεκίνησα λίγο ανάποδα. 

Γιέσμαρκ: Δεν θα δούλευε αυτό και δεν θα μπορούσε ποτέ να δουλέψει…

Άλεξ, γιατί διάλεξες να πεις αυτήν την συγκεκριμένη ιστορία κι όχι μια πιο μοντέρνα ιστορία;

Η εξήγηση έρχεται από δύο μεριές. Η ταινία αυτή πήρε 30 χρόνια να φτιαχτεί, γιατί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να κάνω ταινίες και πάντα ήθελα να τις κάνω στη Μάλτα. Δεν διαλέγεις κάποια πράγματα στην ζωή σου, σου δίνονται πράγματα και προσπαθείς να βγάλεις νόημα μέσα από αυτά στη ζωή σου. Είχα αυτήν τη μαλτέζικη κληρονομιά, για την οποία ήμουν πολύ περήφανος. Οι γονείς μου είναι από τη Μάλτα και μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, όπου μεγάλωσα. Οπότε ήταν πολύ φυσικό να προσπαθήσω να τα συνδυάσω. Η Μάλτα, επίσης, έχει φοβερή κινηματογραφική βιομηχανία. Υπάρχει πολύ ταλέντο και δεξιοτεχνία. Οι ταινίες που αφορούν συγκεκριμένες χώρες έχουν τρομερή δύναμη, καθώς είχαν ως βάση το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό και με απόλυτη σαφήνεια και βάθος έκαναν ένα σχολιασμό για τον τόπο. Λατρεύω το σινεμά των χωρών για τις οποίες δεν έχω καμία ιδέα και απλά μεταφερόμουν εκεί. Πάντα ήθελα να δω τέτοιες ταινίες από τη Μάλτα, αλλά είναι πραγματικά ελάχιστες. Κυριολεκτικά, μπορείς να τις μετρήσεις σε ένα χέρι. 

Είναι αδύνατο να αποφύγεις την θάλασσα στη Μάλτα. Πρέπει να πεις μια ιστορία για τους ψαράδες, σε κάποιο επίπεδο. Όπως, αν το αμερικανικό σινεμά δεν υπήρχε ποτέ και ξεκινούσαμε σήμερα, θα έπρεπε να κάναμε μία ταινία για τους καουμπόηδες, ένα γουέστερν. Το ψάρεμα έβγαζε νόημα, περισσότερο από κάθε άλλο θέμα. Είχα εκστασιαστεί από την ομορφιά αυτού του κόσμου, από την παράδοση στην οποία είναι βυθισμένος κι από τις βάρκες και τις τεχνικές, μερικές από τις οποίες είναι απαράλλαχτες εδώ και εκατοντάδες χρόνια, είναι τόσο συνδεδεμένες με την ιστορία, περνώντας από γενιά σε γενιά. 

Πολλές από τις ερωτήσεις που είχα στη ζωή μου, για το πως σχετίζομαι με τη δική μου κληρονομιά, συνειδητοποίησα ότι ήταν οι ίδιες ερωτήσεις, με τις οποίες έρχονταν αντιμέτωποι οι ψαράδες, στις δικές τους οικογένειες. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια μεταναστών κι έβλεπα τους γονείς μου να πρέπει να κάνουν επιλογές ανάμεσα στα κομμάτια της κληρονομιάς που πρέπει να αφήσουν πίσω για να πετύχουν τα παιδιά τους σε ένα καινούργιο πλαίσιο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ψαράδες, οι οποίοι γίνονται οι τελευταίοι στη σειρά που συνεχίζουν την παράδοση. Θα πρέπει να επανεφεύρουν τους εαυτούς τους, έτσι ώστε να επιβιώσουν οι οικογένειές τους. Έτσι, καταλάβαινα τι περνούσαν βαθιά, μέσα τους και το συνδύαζα με την έρευνά μου.

Στην ταινία, σχολιάζεται αρκετά το σχέδιο της ΕΕ για τους ψαράδες, με στόχο τη μείωση της υπεραλιεΐας και τα προβλήματα που αυτό δημιουργεί στις ζωές των ντόπιων ψαράδων. Ποιό είναι το σχόλιό σου για την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική;

Αρκετά πράγματα μπορούν να είναι αληθή, την ίδια στιγμή. Ο σκοπός της ταινίας είναι να θέσει ερωτήματα, όχι να δώσει απαντήσει. Αυτή είναι η τέχνη που λατρεύω. Αυτή που σ’ αφήνει να αναρωτιέσαι και δεν προσπαθεί να πει οριστικά τι είναι και τι δεν είναι αλήθεια. Επίσης, ισχύει ότι στην άκρη της γλώσσας κάθε ψαρά που μίλησα, κατά τη διάρκειά της έρευνάς μου, υπήρχε μια ιστορία για το πως προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν όλους τους περιορισμούς που τους είχε επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση -ειδικά τους μικρούς ψαράδες. Είχα μια τάση να αγκαλιάσω στην ταινία αυτόν τον παραλογισμό της γραφειοκρατίας, ίσως επειδή μου αρέσουν πολύ οι ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού του Ken Loach. Γιατί αυτές οι ταινίες είναι για το πως τα συστήματα χρεοκοπούν τους ανθρώπους. Όταν θες να δημιουργήσεις κάτι αληθινό, θες έναν αντίπαλο, αλλά όχι τον κλασικό «κακό» χαρακτήρα. Όλοι μας έχουμε υπάρξει αδικημένοι κι έχουμε παλέψει ενάντια στα συστήματα. Ακούγοντας όλες τις παράλογες πολιτικές, με έκανε να ενδιαφέρομαι όλο και περισσότερο να τα ενσωματώσω στην ταινία. Το αφήνω στο κοινό να αποφασίσει τι σημαίνουν όλα αυτά. Νομίζω η Maya Angelou λέει: «Δεν ακούς ένα πουλί, επειδή σου δίνει απαντήσεις. Ακούς το πουλί, επειδή σου λέει ένα τραγούδι». Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε και στην ταινία, να πούμε ένα τραγούδι. 

Η υπεραλιεΐα είναι γεγονός και το θίγετε και στην ταινία. Συγκεκριμένα, λέτε: «Για πόσα χρόνια ακόμη νομίζεις ότι θα έχουμε ψάρια στη θάλασσα;». Πως το σχολιάζετε;

Γιέσμαρκ: Η ιχθυοκαλλιέργεια κοστίζει ακριβά κι έχει πολλές ευθύνες, σε πολλούς τομείς, στο περιβαλλοντικό κομμάτι, αλλά και στην αγορά, καθώς το ψάρι είναι πιο φθηνό κι ο κόσμος το προτιμά. Όλοι γνωρίζουν την κατάσταση. Η θερμοκρασία ανεβαίνει. Έχουμε είδη που εισβάλλουν, πολύ παρεμβατικά, στις θάλασσές μας και έρχονται από παντού, απειλώντας τα τοπικά οικοσυστήματα. Ακόμη κι εδώ στην Ελλάδα, όπου έχει έρθει το λιονταρόψαρο. Στη Μάλτα έχουμε μεγάλο πρόβλημα με τις ιχθυοκαλλιέργειες τόνου. Κάποιοι νοιάζονται και κάποιοι δεν νοιάζονται, αυτό είναι το πρόβλημα.

Αναφέραμε και την καταστροφή του βυθού της θάλασσας, η οποία δεν προκαλείται μόνο από τις τράτες, αλλά και από τη μόλυνση, από το πλαστικό, από την κλιματική κρίση και την άνοδο της θερμοκρασίας. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την καταστροφή αυτή με άμεσο τρόπο. 

Άλεξ: Η κλιματική κρίση είναι το πρόβλημα της γενιάς μας. Δεν χρειαζόταν να σχολιάσουμε κάτι συγκεκριμένα και να το κάνουμε τόσο προφανές. Απλά και μόνο δύο σχόλια ήταν αρκετά. Υποβόσκει εκεί κατά την διάρκεια όλης της ταινίας. Σε κάποια στιγμή, στη διάρκεια της ταινίας ακούγεται η φράση: «Τόνος μπαίνει, σολωμός βγαίνει». Η Μάλτα έχει το καλύτερο ψάρι, αλλά ο κόσμος θέλει να φάει σολωμό, ο οποίος έρχεται με αεροπλάνο από τη Σκανδιναβία. Ο θεατής πρέπει να παίξει ένα ρόλο σε αυτό. Η επιλογή που κάνουμε στο σούπερ μάρκετ έχει σημασία. Είμαστε μέρος όλου αυτού. 

Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να καταναλώνουν ψάρια κι ότι αυτή η συνήθεια που έχει χτιστεί μέσα στους αιώνες έχει μεγάλο αντίκτυπο και στο περιβάλλον. Τι έχετε να πείτε για αυτό;

Άλεξ: Είναι αλήθεια ότι στο μέλλον θα χρειαστούμε βιώσιμες πηγές πρωτεΐνης. Τα ψάρια είναι κατά μέσο όρο πολύ πιο βιώσιμα από το κρέας. Οι ποσότητες μεθανίου από τα βοοειδή δεν συγκρίνονται. Αλλά υπάρχουν καλύτεροι τρόποι να ψαρεύεις και χειρότεροι τρόποι να ψαρεύεις. Σίγουρα υπάρχει αντίκτυπο στο περιβάλλον και οι άνθρωποι θα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτό. Ερευνώνται τώρα τρόποι για εργαστηριακό κρέας, για έντομα και οτιδήποτε άλλο στο ενδιάμεσο. Θα δούμε πως θα μοιάζει η διατροφή του μέλλοντος, ωστόσο η ευθύνη βρίσκεται στα χέρια του καταναλωτή. 

Γιέσμαρκ: Πρέπει να κάνουμε πιο έξυπνες επιλογές. Δεν πρέπει απλά να κοιτάζουμε τι είναι πιο βολικό για εμάς, αλλά για το τι είναι καλύτερο και για το περιβάλλον και για εμάς. Οι άνθρωποι συνήθως επιλέγουν τον εύκολο δρόμο, αντί για τον καλύτερο δρόμο, ο οποίος δεν είναι ο πιο βολικός. 

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA