Παίρνω ένα πράγμα και του αλλάζω θέση.
Δεν ξέρω γιατί, ίσως κάτι δεν μ’ αρέσει.
Δευτερόλεπτα μετά
το ύφασμα, το χαρτί
βγάζει έναν ψίθυρο-κραυγή
καθώς αλλάζει στάση η ύλη.
Ο ανεπαίσθητος θόρυβος αυτός
άραγε να εκφράζει δυσφορία
ή ανακούφιση για τη νέα τούτη σχέση
του άψυχου με το άπειρο;
Ή μήπως τον δικό του τόπο
το αντικείμενο νοσταλγεί;
Μια κίνηση μικρούλα τόση δα
μια ματιά, ένας σπινθήρας φως
και να π’ αναπηδάει ένας μέσα εαυτός
που ελεύθερος κινείται
σ’ ένα αφηρημένο τώρα.
Ακούγεται τότε κάτι σαν ερωτικό μουρμουρητό
ή σαν κλαψούρισμα σκύλου νηστικού…
Έτσι θα κάνει η ύλη μόνη, λέω
πριν με βαστήξει μια άλλη
δική μου σιωπή.