Στο σπίτι πάλι εγύρισα, που η νιότη είχε μεθύσει
μ’ όνειρα τόσα έναν καιρό,
κι αυτοί που με προσμένανε, που μ’ είχανε αγαπήσει,
με βλέπουν τώρα ως κάτι θλιβερό.

Τα ονειροπόλα μάτια, που κάποια ωραία πλάνη
τα φώτιζε, δεν έχουν λάμψη πια·
του δρόμου η σκόνη μ’ άσπρισε κι ω πόσο έχει μαράνει
την όψη μου μια κούραση βαθειά.

Γεμάτη θλίψη είναι η καρδιά και σκέφτουμαι «Στ’ αλήθεια
όνειρο νάναι, μήπως στην ερμιά
μια μάγισσα με πλάνεψε, όπως στα παραμύθια,
που τ’ άκουγα παιδάκι στη γωνιά;»

Ιππότης μ’ άρρωστο μυαλό, που πάντα και μια νέα
της φαντασίας Σειρήνα δολερή
μ’ έσερνεν έξω απ’ τη ζωή προς κάποια Ντουλτσινέα,
ίνδαλμα, ερωμένη μου ιερή.

Τι μένει τώρα απ’ τ’ άγονο ταξίδι της χίμαιρας
προς κάποια χώρα ηλιόλουστη μακριά;
Ναυάγια οικτρά, πιο κωμικά μέσα στο φως της μέρας,
τα γέλια του όχλου γύρω τα πικρά.

Η πανοπλία, τα σύμβολα του ιπποτισμού, βιβλία
στη φαντασία πούδιναν φτερά,
ότι έκανε τη ζήση μου μια υπόθεση γελοία,
σκόρπια σα σκηνικά σε μια γωνιά.

Μ’ ανεμόμυλους πάλεψα, με ανδρείκελα, είχα νοιώσει
λατρεία για τον έρωτα ιερή,
αιώνια σύμβολα γι’ αυτούς πούχει σκληρά προδώσει
η σκέψη, η φαντασία φλογερή.

Τώρα με κλαίνε οι φίλοι μου ή με σαρκάζουν όσοι
δεν νοιώθουνε οι χυδαίοι, οι ταπεινοί,
πως έχει πια το δράμα μου από καιρό τελειώσει,
πως έχει κλείσει η θλιβερή σκηνή.