Γ Υ Ν Α Ι Κ Α Τ Ο Υ Α Υ Ρ Ι Ο
του Αλφρέντο Αλενκάρτ
Και σ’ αγαπώ
όταν το πρόσωπό σου με ξυπνά στις επτά και τριάντα
κι αρχίζει η νέα μέρα με την τρυφερότητα
κάποιων χειλιών δίχως κόκκινο κραγιόν.
Να σε παρατηρώ προστατευμένη από τα σεντόνια
είναι αρκετό για να χαράξω τον περίπατο
που ξεπερνά την ψευδαίσθηση κι αντιμετωπίζει
το πικρό μεροκάματο και τη ζήλεια αυτών που διερευνούν
πολύ την επίμονη πτήση.
Ξυπνώ και το σκοτάδι είναι ήδη ελάχιστο.
Μετά ποδοπατώ με χαρά τις φευγαλέες σκιές
και βεβαιώνομαι πως υπάρχω δίχως αποσιωπητικά:
υπάρχει αρκετή μουσική υπόκρουση στην ηρεμία σου
που -ζαλισμένος απ’ την υπερβολή- αναζητώ
να την σκιαγραφήσω στα βάθη των πόθων μου.
Δεν ανοίγω ακόμη το παράθυρο.
Η οικειότητα αφήνει ίχνη ντροπαλότητας, αδεξιότητας
ή ανεξίτηλων απολαύσεων. Το μέτρο επιβάλλεται
αυτές τις ήρεμες στιγμές που ο έρωτας κάποιου
μασιέται σιωπηλά, με τις εκφράσεις που επιτρέπουν
την ύφανση -τρελών οιωνών- του δέρματος
ή του οπωρώνα που σε επικαλύπτει.
Ήρθες για να αποφύγω το καθημερινό ναυάγιο
και γι’ αυτό σου στέλνω ένα αθώο φιλί
καθώς βγαίνω σε αναζήτηση του μεροκάματου.
μετάφραση: Βιργινία Χορμοβίτη