– George Steiner –

Περί λόγου, τέχνης και ζωής: Κείμενα στο New Yorker

Αρχαία λαμπερά μάτια

Μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος


ΣΤΑ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ του Τσόρτσιλ, ένα περιοδικό με άποψη συνεχάρη τον «δεύτερο σπουδαιότερο εν ζωή Εγγλέζο». Το ύφος και η απρέπεια της φιλοφρόνησης βρίσκεται στην παραλειπόμενη προκείμενη. Ωστόσο, για τους φιλόσοφους της λογικής και τους ριζοσπάστες, το όνομα που έλειπε ήταν ξεκάθαρο — Μπέρτραντ Ράσσελ. Και η υπόρρητη κρίση διατηρεί την αξία της. Ενδέχεται μάλιστα να υπερβαίνει κατά πολύ τον εγγλέζικο βίο. Φαίνεται ότι η παρουσία του Ράσσελ θα καταλήξει να διαμορφώσει την ιστορία του νου και της αίσθησης στον ευρωπαϊκό πολιτισμό ανάμεσα στη δεκαετία του 1890 και στη δεκαετία του 1950 όσο κανενός άλλου. Ίσως όσο κανενός μετά τον Βολταίρο.

Ο παραλληλισμός είναι και προφανής και βαθύς. Προέρχεται από το κάλυμμα του καλαίσθητου αυτού βιβλίου, του The Autobiography of Bertrand Russell (Little, Brown), με ένα πορτρέτο του Ράσσελ το 1916. Τα μαλλιά του έχουν πτυχώσεις όπως οι περούκες τον 18ο αιώνα, η μύτη είναι γαμψή και βολταιρική, τα χείλη είναι αισθησιακά μα ελαφρώς σκωπτικά. Όπως ο Βολταίρος, ο Ράσσελ έχει ζήσει πολύ, και εξαιτίας αυτού του γεγονότος έχει εκφράσει αξίες τόσο πανηγυρικές όσο και στωικές. Το δημοσιευμένο του έργο είναι αχανές, σκάνδαλο για τη μοντέρνα φειδωλότητα· αποτελείται από κάπου 45 βιβλία. Η αλληλογραφία του είναι ακόμα μεγαλύτερη. Όπως του Βολταίρου, έχει θίξει άμεσα σχεδόν κάθε νεύρο του αιώνα. Ο Ράσσελ διαφώνησε περί φιλοσοφίας με τον Βιττγκενστάιν και περί λογοτεχνίας με τον Κόνραντ και τον Ντ.Χ. Λόρενς, περί οικονομικών με τον Κέυνς και περί της πολιτικής ανυπακοής με τον Γκάντι, οι ανοιχτές επιστολές του προκάλεσαν τον Στάλιν να απαντήσει και εξόργισαν τον Λύντον Τζόνσον. Και, όπως ο Βολταίρος, ο Ράσσελ επιδίωξε να καταστήσει τη γλώσσα —η πρόζα του είναι ευέλικτη και διαυγής σαν την καλύτερη πρόζα της κλασικής εποχής— ένα προπύργιο ενάντια στις ωμότητες και την ψευδολογία της μαζικής κουλτούρας.


Μπορεί το έργο του Ράσσελ να έχει μεγαλύτερο εύρος από εκείνο του Βολταίρου, όμως κανένα του έργο δεν έχει αποκρυσταλλώσει μια πλήρη αίσθηση του κόσμου, όπως συμβαίνει στο Καντίντ. Μόνο φιλόσοφοι της λογικής και της επιστήμης διαθέτουν την εξειδικευμένη γνώση για να αποτιμήσουν τη συμβολή των έργων του Ράσσελ Introduction to Mathematical Philosophy και The Principles of Mathematics, που ολοκλήρωσε το 1903. Μαζί με τα Principia Mathematica, που δημοσίευσε μαζί με τον Γουάιτχεντ μεταξύ 1910 και 1913, αυτά τα βιβλία διατηρούν μια επιβλητική ζωτικότητα στην ιστορία της μοντέρνας έρευνας της λογικής. Προεξοφλούν πολλές έννοιες που αποδεικνύονται άκρως γόνιμες για τη σύγχρονη συμβολική λογική και θεωρία της πληροφορίας. Οι αμιγείς φιλόσοφοι της λογικής είναι σπάνιο είδος. Στην ικανότητά του για συνεχή αναλυτικό υπολογισμό, στη δυνατότητά του να χρησιμοποιεί κώδικες της σημαίνουσας τάξης λιγότερο παραφορτωμένους από την καθημερινή ομιλία με τα άχρηστα στοιχεία και τη θολότητα της συνηθισμένης ζωής, ο Ράσσελ βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον Ντεκάρτ και τον Κουρτ Γκαίντελ.

Η Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας του Ράσσελ, η οποία βρισκόταν στο προσκήνιο όταν πήρε το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1950, συνιστά μια haute vulgarisation [υψηλή εκλαΐκευση] με την καλύτερη έννοια. Παρελαύνει γρήγορα από τον Αναξαγόρα στον Μπερξόν. Διαπνέεται από μια υπόρρητη αυτοπεποίθηση στη θνητότητα της ανοησίας. Το βιβλίο του Ράσσελ για τον Λάιμπνιτς είναι ξεπερασμένο, αλλά παραμένει ενδιαφέρον για τις συγκρίσεις ανάμεσα στη δική του όρεξη για παντογνωσία και σε εκείνην του σπουδαίου πολυμαθούς και αντιπάλου του Νεύτωνα. Το Our Knowledge of the External World, που βασίζεται στις διαλέξεις Λόουελ τις οποίες έδωσε ο Ράσσελ στη Βοστόνη το 1914, παραμένει ίσως η καλύτερη εισαγωγή στο φιλοσοφικό ύφος και τον πολύπλευρο εμπειρισμό του. Θέτει προβλήματα παλιά όσο και ο Πλάτωνας· αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρούμενες λύσεις δεν είναι τόσο ευάλωτες στη μόδα όσο σε άλλους κλάδους της φιλοσο φίας. Είμαστε ένα γνωσιολογικό ζώο, ρωτάμε το πόθεν και το κατά πού, αλλά δε γνωρίζουμε κανένα από τα δύο, όντας ανίκανοι να αποδείξουμε ότι δε ζούμε μέσα σε ένα μεγάλο όνειρο. Ο Ράσσελ χαρτογραφεί όμορφα την παράδοξη κατάστασή μας. Το ίδιο κάνει, αν και λιγότερο διεισδυτικά, στο The Analysis of Mind. Και μόνο αυτά τα βιβλία φιλοσοφικής επιχειρηματολογίας και ιστορίας των ιδεών να είχε γράψει, η θέση του θα ήταν διακεκριμένη.  

Όμως το σοκ του Παγκοσμίου πολέμου και οι ριζικές αλλαγές στην προσωπικότητά του επεξέτειναν και περιέπλεξαν πολύ το φυσικό εύρος του Ράσσελ. Μετά το 1914 ελάχιστοι τομείς της κοινωνικής πολιτικής, των διεθνών σχέσεων, της ατομικής ηθικής δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της ενασχόλησής του. Η κριτική του στα ήθη μας αρχίζει στον κόσμο του Γουίλλιαμ Μόρρις και του Τολστόι· επιζεί του κόσμου του Σο και του Φρόυντ· είναι δραστική και πιο ενοχλητική από ποτέ σε αυτόν του Στόκλυ Κάρμαϊκλ. Επιδίωξε να σχεδιάσει την «Κατάκτηση της ευτυχίας» — τίτλος της συγκεκριμένης πραγματείας. Έπλεξε όσο θερμά και ο Μονταίν το «Εγκώμιο της απραγίας», και επανερχόταν, με την έννοια ενός άλυτου αινίγματος, στο θέμα «Γάμος και ήθη». Επισήμανε στον κόσμο «Γιατί δεν είμαι χριστιανός», αλλά έγραψε με μια ποιητική διακριτικότητα άγνωστη στον Βολταίρο για τις αξιώσεις του μυστικισμού, αυτής της ακαριαίας λογικής του ανθρώπινου πνεύματος όταν αυτό βρίσκεται σε έκσταση. Οι αμεσότερες πολιτικές μελέτες και τα φυλλάδια του Ράσσελ θα γέμιζαν ένα ράφι. Ερεύνησε νωρίς την «Πρακτική και θεωρία του μπολσεβικισμού» και απηύθυνε την αμήχανη συμπάθειά του στο «Πρόβλημα της Κίνας» (ένα άλλο ενδιαφέρον που συμμεριζόταν με τον Βολταίρο) πολύ πριν από την τρέχουσα κρίση. Η μελέτη του για τις «Προοπτικές του βιομηχανικού πολιτισμού» τον συνδέει με τη σκέψη του Ρ.Χ. Τόνυ, ενώ οι επανειλημμένες του εκκλήσεις για παθητική αντίσταση και παγκόσμιο αφοπλισμό τον καθιστούν σύμμαχο με τον Ντανίλο Ντόλτσι. Ο ονειροπόλος και ο μηχανικός ήταν επίσης παρόντες στην ιδιοφυΐα του Ράσσελ. Είναι ένας ουτοπιστής σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, ένας άνδρας που ξυπνά, ακόμα και στα 95 του, από τα αφελή του όνειρα και αρνείται να πιστέψει πως αυτά δεν μπορούν να επιφέρουν άμεση βελτίωση στο πρωί. Ο τίτλος της πραγματείας του Ράσσελ «Έχει μέλλον ο άνθρωπος;» συνοψίζει την αναζήτησή του. Το ερωτηματικό συμβολίζει τον διαρκή σκεπτικισμό, μια γραμμή παραιτημένης θλίψης. Όμως ολόκληρη η ζωή της παλιάς αλεπούς, θαυμαστή ως προς την ποικιλία και τη δημιουργική της ρώμη, υπήρξε ένας αγώνας για μια θετική απάντηση.


Φαίνεται πως ο Ράσσελ κατέγραφε ενδελεχώς αυτή τη ζωή σχεδόν εξαρχής — σίγουρα από τότε που πήγε στο Κέμπριτζ, τον Οκτώβριο του 1890, και συνειδητοποίησε ότι διέθετε ασυνήθιστα χαρίσματα. Όπως ο Βολταίρος, ο Ράσσελ έβλεπε το πρόσωπό του να κινείται στο φως της ιστορίας· ο χρόνος και η υπεροχή τον απομάκρυναν εν μέρει από τον εαυτό του, και αυτός επόπτευε τη διαδικασία με ειρωνική ακρίβεια. Το έργο Η φιλοσοφική μου εξέλιξη παραμένει μια άκρως ευανάγνωστη μαρτυρία του πώς πέρασε από τον καντιανό ιδεαλισμό σ’ ένα είδος υπερβατολογικού εμπειρισμού τον οποίο θα αποκαλούσα πυθαγόρειο («Προσπάθησα να συλλάβω την πυθαγόρεια δύναμη με την οποία ο αριθμός επικρατεί επί της ρευστότητας»). Το Portraits from Memory, που μοιάζει με το Essays in Biography του Κέυνς και συχνά το ολοκληρώνει, αφηγείται μερικές φωτεινές συναντήσεις στη σταδιοδρομία του Ράσσελ και συλλαμβάνει εκ νέου, στον βαθμό που το όποιο βιβλίο μπορεί, τη συνήθη τελετουργία του διανοητικού βίου στο Κέμπριτζ του Τ.Μ. Τρεβέλυαν και του λόρδου Ράδερφορντ, του Τζ.Ε. Μουρ και του E.Μ. Φόρστερ. Το επίσημο δίχτυ της αυτοβιογραφίας έχει αναπτυχθεί με τρόπο φυσικό, μέσα από μια ζωή αδιαλείπτως διερευνημένη. Μέρη αυτού του τόμου συντέθηκαν και υπαγορεύτηκαν το 1949, κάποια άλλα πιθανόν στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Το υλικό εκτείνεται από τον Φεβρουάριο του 1876, όταν ο ορφανός τετράχρονος μικρότερος γιος του λόρδου και της λαίδης Άμπερλυ έφτασε στο Πέμπροουκ Λοτζ, οικία του παππού και της γιαγιάς του, μέχρι τον Αύγουστο του 1914, όταν ο σαρανταδυάχρονος φιλόσοφος της μαθηματικής λογικής, εταίρος στο Κολέγιο Τρίνιτυ και στη Βασιλική Εταιρεία, ήταν έτοιμος να επιλέξει τον αδιάλλακτο ειρηνισμό και να έρθει σε ρήξη με πολλά πράγματα του κόσμου τον οποίο είχε εξωραΐσει. Η αφήγηση αποτελείται από επτά κεφάλαια, που καθένα ακολουθείται από επιλογή σχετικών επιστολών. Αυτό το βικτωριανό τέχνασμα λειτουργεί καταπληκτικά. Συχνά οι επιστολές αντιβαίνουν ελαφρώς στην ουσία πολλών μεταγενέστερων αναμνήσεων, και ο διάλογος μεταξύ επιστολής και αναπόλησης προσφέρει έναν καυστικό σχολιασμό. Έτσι ο Ράσσελ έγραφε στη Λούσυ Μάρτιν Ντόννελλυ στις 22 Απριλίου 1906 για κάποιες από τις πλέον δυσνόητες, αγρίως εξαντλητικές προσπάθειές του στη μαθηματική λογική: «Το έργο μου προχωρά με πελώρια βήματα και με τέρπει ιδιαίτερα», ενώ ο κόμης Ράσσελ του Τάγματος Αριστείας παρατηρεί, 45 χρόνια μετά, ότι «Όλα αυτά αποδείχθηκαν ανοησίες».

Ο Μπέρτραντ Ράσσελ γεννήθηκε και ανατράφηκε ως αριστοκράτης. Ήταν εγγονός πρωθυπουργού και ξάδερφος ή ανιψιός μιας πληθώρας προσωπικοτήτων από τον στρατιωτικό, διπλωματικό και εκκλησιαστικό χώρο. Πρόγονοι που είχαν επισκεφτεί τον Ναπολέοντα στη νήσο Έλβα ή είχαν υπερασπιστεί το Γιβραλτάρ κατά τη διάρκεια των αμερικανικών πολέμων ήταν ζωντανές σκιές στο παιδικό του δωμάτιο. Επρόκειτο για την Αγγλία με τα καφασωτά και τους βελούδινους χλοοτάπητες, τον λόρδο και τον υπηρέτη. Στις εναρκτήριες σελίδες υπάρχουν χρονικοί ορίζοντες που προκαλούν ίλιγγο. Ο αναγνώστης αυτής της κριτικής και ο συγγραφέας είναι, με την επιτρεπόμενη σημασία της λέξης, σύγχρονοι με τον άνθρωπο που έκανε τον Μπράουνινγκ να σιωπήσει σε μια δεξίωση και που, όταν έμεινε ενώπιος ενωπίω με τον Γουίλλιαμ Γκλάντστοουν, άκουσε να πέφτει επάνω του η τρομερή δήλωση: «Μου πρόσφεραν πολύ ωραίο πόρτο, αλλά γιατί μου το πρόσφεραν σε ποτήρι για μπορντό;». Οι σημερινοί άνθρωποι μπορούν να αναζητήσουν έναν άνδρα που βρίσκεται ακόμα σε εγρήγορση, του οποίου οι υπηρέτες και οι πρώτοι γνωστοί θυμούνταν ξεκάθαρα τα νέα από το Βατερλό. Αυτό από μόνο του είναι εντυπωσιακό. Όμως στην περίπτωση του Ράσσελ το γεγονός ότι ενηλικιώθηκε σε έναν κόσμο σχεδόν απόλυτα ασύλληπτο για εμάς, ότι ανήκε στην ελίτ που είχε τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη νεότερη ιστορία (την αριστοκρατία των ουίγων της βικτωριανής Αγγλίας) είναι κάτι παραπάνω από ένα δεξιοτεχνικό κόλπο της μακροζωίας. Οι καταβολές του Ράσσελ τον σημαδεύουν ως τα έσχατα όρια του μετέπειτα ριζοσπαστισμού του.


Αυτές οι αναμνήσεις δεν αμβλύνουν καθόλου την ενδημική του υπεροψία. «Μα τι μπορεί να ξέρει μια καθαρίστρια για το πνεύμα των μεγάλων ανδρών ή το ιστορικό των κατεστραμμένων αυτοκρατοριών ή τα στοιχειωτικά οράματα της τέχνης και του ορθού λόγου;» ρωτούσε τον Γκίλμπερτ Μάρρεϋ το 1902, και συνέχιζε: «Ας μην αυταπατόμαστε με την ελπίδα ότι όλοι μπορούν να φτάσουν το καλύτερο, ή ότι το συναίσθημα δίχως τη σκέψη μπορεί ποτέ να φτάσει στο ύψιστο επίπεδο». Τον Φεβρουάριο του 1904 ο Ράσσελ κατόρθωσε να πάει «σε ένα απομακρυσμένο μέρος του Λονδίνου» για να δώσει διάλεξη στο τοπικό παράρτημα της Συγχωνευμένης Εταιρείας Μηχανικών. Χαρακτηριστικό ήταν το σχόλιό του: «Φαίνονται εξαιρετικοί άνθρωποι, πολύ αξιοσέβαστοι — πράγματι, δε θα το φανταζόμουν ότι είναι εργαζόμενοι». Ο Ράσσελ έγινε ένας από τους γνησιότερους στασιαστές της νεότερης ιστορίας· οι ομοβροντίες του ενάντια στον καπιταλισμό, την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων και την υποκρισία του κατεστημένου ήταν λυσσαλέες και παρατεταμένες. Ο οίκτος για την ανθρώπινη κατάσταση έκαιγε μέσα του χωρίς να αφανίσει ποτέ τον ορθό λόγο: «Παιδιά που πεινάνε, θύματα που βασανίζονται από καταπιεστές, αβοήθητοι γέροι που αποτελούν μισητό βάρος για τους γιους τους, και όλος ο κόσμος της μοναξιάς, της φτώχειας και της οδύνης χλευάζει αυτό που θα έπρεπε να είναι η ζωή». Πήγε φυλακή, έχασε πανεπιστημιακούς διορισμούς και ρίσκαρε τον εξοστρακισμό λόγω της οργισμένης του συμπόνιας. Όμως ο ιακωβινισμός του Ράσσελ είναι υψηλός τορυϊσμός· πηγάζει από τη βεβαιότητα ότι η γέννηση και η ιδιοφυΐα επιβάλλουν αμφότερες το δικαίωμα και την υποχρέωση της ηθικής επιταγής. «Αντηχήσεις των κραυγών του πόνου αντιλαλούν στην καρδιά μου» λέει ο Ράσσελ. Αναρωτιέται κανείς μήπως ο Ράσσελ αυταπατάται· το «αντηχείο» βρίσκεται ψηλότερα, ο οίκτος, όπως του Βολταίρου, είναι εγκεφαλικός. Η πολιτική εναντίωσης του Ράσσελ επιζητά θεμελιωδώς να πραγματώσει την ελπίδα —την τόσο καλοδιατυπωμένη στη μικρή, σφύζουσα αριστοκρατική κλίκα των Αποστόλων στους οποίους ανήκε στο Κέμπριτζ— ότι η ανθρωπότητα μπορεί να ανέλθει σε ένα δίκαιο επίπεδο κοινωνικής και υγιεινολογικής ευημερίας, έτσι ώστε οι εκλεκτοί, αυτοί που αναζητούν την ομορφιά και την αλήθεια, να μπορούν να εκπληρώσουν τη ζωή τους δίχως κακή συνείδηση. Η αμερικανική δημοκρατία, υποστηρίζει ο Ράσσελ, είναι εξισωτική και φαρισαϊκή. Επομένως δεν έχει χώρο ούτε για την ένταση ούτε για την ανάταση της αίσθησης· «πράγματι, η ανάταση της αίσθησης μοιάζει να εξαρτάται ουσιαστικά από μια μελαγχολική συνείδηση του παρελθόντος και της τρομακτικής του δύναμης». Η αληθινή πολιτική είναι η τέχνη της εξασφάλισης ενός άνετου χώρου για τους άριστους· θα αποξενώσει την εγκόσμια αθλιότητα που δυσχεραίνει ή καταστρέφει τη ζωή του νου. Ο οίκτος του Ράσσελ είναι συχνά αιχμηρός, ένα όπλο ενάντια σε όσους θα συνωστίζονταν υπερβολικά κοντά στην ευαισθησία του.

Αυτό το αριστοκρατικό μοναστικό δωμάτιο, καθώς και η φανερή προτίμηση για το αφηρημένο αντί για το άτακτο στοιχείο του προσωπικού συνθέτουν τον γενικό τόνο στο Autobiography. Φανερώνονται σε δύο επεισόδια, που αμέσως έγιναν τα πιο διαβόητα. «Καταρχάς αναζήτησα τον έρωτα, επειδή φέρνει έκσταση» γράφει ο Ράσσελ «έκσταση τόσο μεγάλη ώστε συχνά θα θυσίαζα όλη την υπόλοιπη ζωή μου για λίγες ώρες τέτοιας χαράς. Έπειτα τον αναζήτησα επειδή ανακουφίζει από τη μοναξιά — αυτή την τρομερή μοναξιά στην οποία μια τρεμάμενη συνείδηση κοιτάζει πάνω από το χείλος του κόσμου την ψυχρή, απύθμενη, άψυχη άβυσσο». Ωστόσο φαίνεται πως η αναζήτηση επέφερε αρκετά συχνά την καταστροφή των άλλων. Ο πρώτος γάμος του Ράσσελ, με την Άλυς, αδερφή του Λόγκαν Πίρσαλ Σμιθ, άρχισε θριαμβευτικά. Ο Ράσσελ θυμάται μια επίσκεψη στην αγαπημένη του, τον Ιανουάριο του 1894, όταν το Λονδίνο ήταν αποκλεισμένο από το χιόνι και «σχεδόν αθόρυβο σαν τη μοναχική κορυφή ενός λόφου» — αυτή η ανάμνηση ενέχει την ευγενή δύναμη της αυτοβιογραφικής αφήγησης του Τολστόι, με τον Λέβιν να επισκέπτεται την Κίττυ λίγο μετά την αρχή της Άννα Καρένινα. Όμως ο γάμος βασίστηκε σε έναν περίεργο κώδικα σεξουαλικής εγκράτειας που σύντομα προκάλεσε δριμείες εντάσεις. Τον Μάρτιο του 1911 ο Ράσσελ ερωτεύτηκε τη λαίδη Οττολάιν Μόρρελ, γυναίκα πασίγνωστη στη ζωή και τη σταδιοδρομία μιας γενιάς Εγγλέζων ποιητών και πολιτικών. «Για μια νύχτα» μαζί της ο Ράσσελ ένιωσε έτοιμος να πληρώσει το τίμημα του σκανδάλου, ακόμα και της δολοφονίας. Το τέλος του γάμου του με την Άλυς περιγράφεται ως εξής:

“Είπα στην Άλυς ότι θα μπορούσε να έχει το διαζύγιο όποτε ήθελε, αλλά ότι δε θα έπρεπε να αναφέρει το όνομα της Οττολάιν σ’ αυτό. Παρά ταύτα εκείνη επέμενε ότι θα ανέφερε το όνομα της Οττολάιν. Τότε της είπα ήρεμα αλλά αποφασιστικά ότι αυτό θα ήταν αδύνατο, αφού, αν κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, θα αυτοκτονούσα προκειμένου να τη γλιτώσω. Το εννοούσα, και εκείνη κατάλαβε ότι το εννοούσα. Τότε ο θυμός της έγινε αφόρητος. Αφότου ξέσπασε για λίγες ώρες, έκανα μάθημα για τη φιλοσοφία του Λοκ στην ανιψιά της, την Κάριν Κόστελλο, που επρόκειτο να δώσει πτυχιακές εξετάσεις στο Κέμπριτζ. Έπειτα έφυγα με το ποδήλατό μου, και έτσι έφτασε στο τέλος ο πρώτος μου γάμος. Δεν ξαναείδα την Άλυς παρά το 1950, όταν συναντηθήκαμε φιλικά.”

Μετά τη θητεία του στο Χάρβαρντ ο Ράσσελ πήγε στο Σικάγο και έμεινε με έναν εξέχοντα γυναικολόγο και την οικογένειά του. Είχε συναντήσει για λίγο μία από τις κόρες του στην Οξφόρδη. «Πέρασα δύο νύχτες κάτω από τη στέγη των γονιών της, και τη δεύτερη την πέρασα μαζί της». Συμφωνήθηκε στα κρυφά ότι η νεαρή κοπέλα θα έσμιγε με τον Ράσσελ στην Αγγλία. Μόλις έφτασε, τον Αύγουστο του 1914, είχε ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος. Και πάλι πρέπει να παραθέσουμε ολόκληρη την αφήγηση του Ράσσελ:

“Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα πέραν του πολέμου και, καθώς είχα αποφασίσει να στραφώ δημοσίως εναντίον του, δεν ήθελα να περιπλέξω τη θέση μου με ένα προσωπικό σκάνδαλο, που θα καθιστούσε άχρηστα όσα ενδεχομένως θα έλεγα. Ένιωσα λοιπόν πως ήταν αδύνατο να φέρουμε εις πέρας όσα είχαμε σχεδιάσει. Εκείνη έμεινε στην Αγγλία και από καιρού εις καιρόν είχα σχέσεις μαζί της, όμως το σοκ του πολέμου σκότωσε το πάθος μου για εκείνην, και της ράγισα την καρδιά. Εντέλει έπεσε θύμα μιας σπάνιας ασθένειας, που πρώτα της προκάλεσε παράλυση και ύστερα παράνοια. Μες στην παράνοιά της είπε στον πατέρα της όλα όσα είχαν συμβεί. Την είδα τελευταία φορά το 1924 […] Αν δεν είχε παρεμβληθεί ο πόλεμος, το σχέδιο που είχαμε κάνει στο Σικάγο μπορεί να έκανε και τους δυο μας πολύ ευτυχισμένους. Αισθάνομαι ακόμα θλίψη γι’ αυτή την τραγωδία.”    

Υπάρχει μια τρομερή ψυχρότητα τόσο στο ύφος όσο και στα συναισθήματα που εκφράζονται — μια ψυχρή, απορριπτική διαύγεια κατά το αυγούστειο ύφος. Ως έναν βαθμό αυτό μπορεί να προκύπτει από την αποστασιοποίηση της ανάμνησης ενός ηλικιωμένου. Σίγουρα όμως το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Όπως ο Βολταίρος, ή ίσως ο Τολστόι των όψιμων χρόνων, ο Μπέρτραντ Ράσσελ είναι ένας άνδρας που αγαπά την αλήθεια ή τη διαυγή δήλωση μιας πιθανής αλήθειας περισσότερο απ’ όσο αγαπά τους μεμονωμένους ανθρώπους. Το εγώ του έχει έναν τόσο φλογερό πλούτο, ώστε ο εγωτισμός φτιάχνει έναν κόσμο. Σε αυτόν ένα άλλο ανθρώπινο ον, όσο οικείο κι αν είναι, έχει μόνο προσωρινή πρόσβαση. Ο Ράσσελ έχει καταγράψει τουλάχιστον μία καθοριστική μυστικιστική εμπειρία. Συνέβη το 1901, αφότου είχε ακούσει τον Γκίλμπερτ Μάρρεϋ να διαβάζει μέρος της μετάφρασης που είχε κάνει στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Ο Ράσσελ ανιχνεύει τη θαυμάσια στιγμή της διαφώτισης, της καθαρής έκστασης, λίγες ώρες μετά την οποία ακολούθησαν οι ακατάλυτες απόψεις του για τον πόλεμο, την εκπαίδευση και την ανυπόφορη κατάσταση της ανθρώπινης μοναξιάς. Αναδύθηκε πεπεισμένος ότι «στις ανθρώπινες σχέσεις πρέπει κανείς να διεισδύει στον πυρήνα της μοναξιάς κάθε ατόμου και να μιλά σε αυτόν». Η πεποίθηση ήταν αναμφίβολα ειλικρινής, μα ελάχιστα πράγματα σε αυτή την αυτοβιογραφία την τεκμηριώνουν. Ένα πιο συναφές κείμενο είναι ίσως το κεφάλαιο για το «Ιδεώδες» στο Principia Ethica του Τζ.Ε. Μουρ, έργο που επηρέασε βαθιά την εξέλιξη του Ράσσελ τα πρώτα χρόνια· η «αγάπη της αγάπης», όπως σχολιάζει ο Μουρ, «είναι το πολυτιμότερο αγαθό που γνωρίζουμε». Αν παραβλέψουμε τη ζωντάνια αυτής της συνειδητοποίησης, η αγάπη για τον πραγματικό αγαπημένο φαντάζει σαν μια ασθενέστερη χαρά.

Εντούτοις θα ήταν άδικο να λάβουμε υπόψη μόνο ό,τι είναι αλαζονικό και ψυχρό σε αυτό το βιβλίο. Τα «αρχαία λαμπερά μάτια είν’ εύθυμα». Ο Ράσσελ θυμάται πώς διάβασε στη φυλακή το Eminent Victorians του Λύττον Στρέιτσυ: «Με έκανε να γελάσω τόσο δυνατά, ώστε ο αξιωματικός ήρθε στο κελί μου, λέγοντας ότι πρέπει να θυμάμαι πως η φυλακή είναι ένας τόπος τιμωρίας». Βρίθουν οι τρέλες και οι προσφυείς σκαιότητες μιας άλλης εποχής, σε ένα ιδίωμα που έχει σχεδόν εξαλειφθεί: «Όταν ο υπεύθυνος για τη συμπεριφορά των φοιτητών, ένας ιερέας που βίασε τη μικρή του κόρη και έμεινε παράλυτος από σύφιλη, έπρεπε εξαιτίας όλων αυτών να εκδιωχθεί, ο καθηγητής έκανε μια παρέκβαση για να δηλώσει στον σύλλογο του κολεγίου ότι όσοι από εμάς δεν πήγαιναν τακτικά στο παρεκκλήσι δεν είχαν ιδέα πόσο υπέροχα ήταν τα κηρύγματα αυτού του άξιου ανθρώπου». Ο Ράσσελ, όπως πολλοί Εγγλέζοι κύριοι, είναι δεξιοτέχνης στην υπονόμευση. Ένα ξεκαρδιστικό στιγμιότυπο φιλοσοφικής και προσωπικής ξιπασιάς στο Κέμπριτζ της Μασσαχουσέττης, το 1914, καλύπτεται από την ευγενική περιστασιακή άποψη ότι «Υπάρχουν όρια στην κουλτούρα του Χάρβαρντ. Ο Σκόφιλντ, καθηγητής καλών τεχνών, θεωρούσε τον Άλφρεντ Νόυς έναν πολύ καλό ποιητή». Ένα στιγμιότυπο με τον Κέυνς τον βρίσκει «να φέρει παντού πάνω του μια αίσθηση επισκόπου in partibus».**

Οι ειρωνείες επιπλέον είναι κάτι παραπάνω από δασκαλίστικες. Δημιουργούν το ρεύμα μιας τόσο διαβρωτικής αμφιβολίας, που υπονομεύει ακόμα και τις αρχικές αξίες του ίδιου του Ράσσελ, σαρώνοντας την επιστήμη στην οποία είχε μεγαλουργήσει, καθώς και τον κόσμο στον οποίο ένιωθε πιο οικεία. Αυτή η ισοπέδωση από τα μέσα είναι η μεγάλη περιπέτεια του πρώτου τόμου (ο Ράσσελ δουλεύει έναν δεύτερο). Ο κόπος της δυσνόητης επιχειρηματολογίας στο Principia Mathematica εξάντλησε τον Ράσσελ. Αναφέρει με απόλυτη ειλικρίνεια ότι οι δυνάμεις του ως προς τον εμβριθή μαθηματικό λογισμό αμβλύνθηκαν μετά το 1913. Δεν τον εξασθένισε ωστόσο  μόνο η μαθηματική λογική. Τον Φεβρουάριο του 1913 ο Ράσσελ έγραψε στον Λόους Ντίκινσον μια πρόταση που καταδικάζει αποτελεσματικά τα κριτήρια της κομψής αίσθησης, της πανεπιστημιακής κοινότητας που είχε κυριαρχήσει στη ζωή του μέχρι τότε: «Ωστόσο η διάνοια, με εξαίρεση όταν βρίσκεται σε έξαρση, τείνει προς την κοινοτοπία». Πίσω από αυτή τη δήλωση βρίσκονται τόσο η αποτυχία του γάμου του, όσο και το παράδειγμα του Τολστόι. Βρίσκεται όμως και ένα συγκεκριμένο συμβάν. Στην ίδια επιστολή ο Ράσσελ αναφέρεται σε έναν άνδρα σπουδαιότερο από τον ίδιο στη φιλοσοφία και στην ανάλυση του νοήματος. Αναφέρει ότι ο Λούντβιχ Βιττγκενστάιν, που μόλις είχε έρθει από τη Βιέννη και το Μάντσεστερ, είχε εκλεγεί στους Αποστόλους, «αλλά το θεωρούσε χάσιμο χρόνου […] νομίζω πως είχε απόλυτο δίκιο, αν και προσπάθησα να τον μεταπείσω». Η παραχώρηση είναι βαρυσήμαντη. Καθώς το μακρύ καλοκαίρι του ευρωπαϊκού πολιτισμού έφτανε στο τέλος του, ο Ράσσελ εγκατέλειψε τις πολυτέλειες του πνεύματος που είχε εξυμνήσει περισσότερο. Από τον πόλεμο έμελλε να βγει κατασταλαγμένος, ανοίγοντας τον δρόμο για το Διεθνές Δικαστήριο Ράσσελ στη Στοκχόλμη.

Η μυωπία, η επιπόλαιη κακία πολλών πρόσφατων πολιτικών δηλώσεων του λόρδου Ράσσελ είναι αποτροπιαστικές. Οι συναισθηματικές του αλλαγές —ο Μπέρτραντ Ράσσελ ήταν αυτός που όχι πριν από πολύ καιρό υποστήριζε ένα προληπτικό πυρηνικό πλήγμα κατά της Σοβιετικής Ένωσης— είναι γελοίες. Μα ακόμα και στο σφάλμα και στη φλύαρη απλούστευση υπάρχει ένας άγριος ζήλος για ζωή, ένα απόλυτο δόσιμο στις αξιώσεις των ιδεών και στις απαιτήσεις της ανθρώπινης σύγκρουσης. Όταν γραφτεί όλη η ιστορία, μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί ότι λίγοι άνθρωποι στην ιστορία, οπωσδήποτε ελάχιστοι στην ποταπή εποχή μας, έχουν κάνει περισσότερα για να λαμπρύνουν την εικόνα της ζωής που έθεσε ο Ράσσελ πριν από 64 χρόνια:

“Νιώθω συχνά πως η θρησκεία, σαν τον ήλιο, έχει εξαλείψει τα λιγότερα λαμπρά μα όχι και τα λιγότερο όμορφα άστρα που μας φωτίζουν μέσα από το σκότος ενός σύμπαντος δίχως Θεό. Το μεγαλείο της ανθρώπινης ζωής, είμαι σίγουρος, είναι μεγαλύτερο για όσους δεν τυφλώνονται από τούτη τη θεία λάμψη· και η ανθρώπινη συναδελφικότητα μοιάζει να γίνεται βαθύτερη και τρυφερότερη με την αίσθηση ότι είμαστε όλοι εξόριστοι σε μια αφιλόξενη ακτή.”

19 Αυγούστου 1967

* Από τον τελευταίο στίχο του ποιήματος του Γέιτς «Lapis Lazuli», μετα- φρασμένο από τον Σπύρο Ηλιόπουλο στο W.B. Yeats, Ποιήματα, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1999. (Σ.τ.Μ.) Steiner_29-5-2016.indd 365 30/5/2016 1:21:09 μμ 366 Περί λόγου, τέχνης και ζωής

** «In partibus infidelium», λατινική φράση που σημαίνει κυριολεκτικά «στην περιοχή των άπιστων». Ο επίσκοπος in partibus είναι μόνο ονομαστικά επίσκοπος σε μια αλλόθρησκη χώρα στην οποία έχει βρει καταφύγιο, συνήθως εξαιτίας διωγμών. (Σ.τ.Μ.)


Για το έργο: Στο βιβλίο αυτό περιλαµβάνονται είκοσι οκτώ από τα πάνω από εκατόν τριάντα δοκίµια που έγραψε ο Τζορτζ Στάινερ για το περιοδικό The NewYorker. Η λάµψη του πνεύµατος του Στάινερ σε όλο της το φάσµα: ο παγανισµός, η ολλανδική Αναγέννηση, τα παιδικά παιχνίδια, η Βρετανία εν καιρώ πολέµου και ο ιπποτισµός τον ενδιαφέρουν εξίσου όσο ο Λεβί-Στρος, ο Μπέρνχαρντ, ο Κάφκα, ο Μπέκετ, ο Βίτγκενσταϊν, ο Τσόµσκυ και ο ιστορικός τέχνης-κατάσκοπος Άντονυ Μπλαντ. Ο Στάινερ φτιάχνει έναν ιδανικό οδηγό, από το ιταλικό Ριζορτζιµέντο έως τη λογοτεχνία του γκουλάγκ, από την ιστορία του σκακιού έως τη διαρκή σηµασία του Μπόρχες. Ξανά και ξανά στα κείµενα αυτά, όλα όσα εξετάζει κάθε φορά ο Στάινερ αποκτούν ζωή και άπειρες δυνατότητες, καθώς το πνεύµα του συνδιαλέγεται µε το αντικείµενό του µε τη γνήσια προοπτική της αναζήτησης της αληθινής του φύσης και της ολοζώντανης παρουσίας του.

Για τον συγγραφέα: Ο George Steiner γεννήθηκε στο Παρίσι το 1929 από γονείς αυστριακής καταγωγής. Η οικογένειά του µετανάστευσε στην Αµερική το 1940. Δοκιµιογράφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας, δίδαξε αγγλική και συγκριτική λογοτεχνία στα πανεπιστήµια της Γενεύης και της Οξφόρδης και είναι εξέχων εταίρος στο Churchill College του Πανεπιστηµίου Cambridge. Το εκτενές έργο του πραγµατεύεται ζητήµατα θεωρίας της ανάγνωσης (Περί δυσκολίας [1978], Ψυχογιός, 2002), κριτικής (Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι [1958], Αντίποδες, 2015), µεταφραστικής και γλωσσολογικής θεωρίας (Μετά τη Βαβέλ [1975], Scripta, 2004), πρόσληψης των κλασικών κειµένων από τη νεωτερικότητα (Ο θάνατος της τραγωδίας [1960], Δωδώνη, 1988, Οι Αντιγόνες [1984], Καλέντης, 2001), αλλά και αµιγώς φιλοσοφικά θέµατα (Νοσταλγία του απόλυτου [1974], Άγρα, 2007, Χάιντεγκερ [1992], Εκδ. Πατάκη, 2009). Έχει χαρακτηριστεί, ενδεικτικά, «υπέρτατος» (Έντουαρντ Σαΐντ, The Nation), «εκθαµβωτικός» (London Review of Books), «λαµπρά διαφωτιστικός» (Αλαίν ντε Μποττόν).

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΠΑΤΑΚΗΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: 512 ΤΙΜΗ: € 19,70