Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΒΙΒΛΙΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ευγενία Φακίνου: « Οι συγγραφείς έχουν το μάτι μικρού παιδιού που εξακολουθεί να ξαφνιάζεται»

Η «άνοιξη» της γενιάς του 1960, η συμμετοχή του Παύλου Σιδηρόπουλου στην «Ντενεκεδούπολη» και γιατί κάθε βιβλίο εκφράζει πολιτική θέση.
«Αν το βιβλίο είναι μέσα στο κεφάλι σου πρέπει να βγει. Μπορεί να κρατήσεις ένα μωρό συνέχεια μέσα στην κοιλιά σου;»

«Αν το βιβλίο είναι μέσα στο κεφάλι σου πρέπει να βγει. Μπορεί να κρατήσεις ένα μωρό συνέχεια μέσα στην κοιλιά σου;»

Βρεθήκαμε με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο, που κυκλοφορεί εδώ και λίγους μήνες απο τις εκδόσεις Καστανιώτη. «Στο αυτί της αλεπούς» είναι ο τίτλος που τραβάει αμέσως την προσοχή. Η Ευγενία Φακίνου, από τα πιο αγαπητά πρόσωπα της σύγχρονης ελλληνικής λογοτεχνίας, αφού την έχουμε αναπόσπαστα συνδέσει με τα παιδικά μας χρόνια χάρη στην «Ντενεκεδούπολη» εξακολουθεί να μας συντροφεύει στην ενηλικίωση μας μέσα απο τις ιστορίες των γυναικών που αφηγείται με μαεστρία και τόλμη. Τόλμη γιατί ξεκάθαρα διατυπώνει την άποψη της ότι κάθε βιβλίο της είναι πολιτική τοποθέτηση. «Δε γίνεται διαφορετικά», λέει καθώς μας αφηγείται τη δική της ιστορία.

Ο τίτλος του βιβλίου μου προέρχεται από τη γαλλική παροιμία «δεν εξομολογούμαι στο αυτί της αλεπούς» και σημαίνει ότι δεν μιλάω σε ακατάλληλα αυτιά. Προσωπικά ξεκουράζομαι βλέποντας ντοκιμαντέρ και κεντώντας υφαντά. Έβλεπα για τα κάστρα της Γαλλίας στην κρατική τηλεόραση, άκουσα αυτή την έκφραση και κατευθείαν ήξερα ότι αυτός είναι ο τίτλος μου. Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας μπορεί να αναρωτηθεί εάν απευθύνεται σε ακατάλληλα αυτιά.

Προσωπικά δεν αναρωτιέμαι γιατί δεν έχω στο μυαλό μου τον αναγνώστη. Όταν γράφω είναι τόσο μεγάλο η αγωνία μου να προσεγγίσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό που έχω φανταστεί που εν σκέφτομαι ποιος θα το διαβάσει. Από πείρα γνωρίζω ότι κάθε αναγνώστης είναι και άλλη μια ανάγνωση. Ο καθένας θα διαβάσει ανάλογα με τον χαρακτήρα του, με τα εργαλεία που διαθέτει, με το πόσο εκπαιδευμένος ή όχι αναγνώστης είναι, από την εποχή. Πίστεψε με υπάρχουν βιβλία που τα αδικούμε γιατί δεν είμαστε στη σωστή κατάσταση για να τα διαβάσουμε, για να τα απολαύσουμε.

Τα παλαιότερα χρόνια που δεν είχαμε πολλές εκδηλώσεις οι αναγνώστες έστελναν γράμματα που μάλιστα μπορούσαμε να τα κρατήσουμε ως αρχείο. Για να φτάσει κάποιος να σου στείλει ένα γράμμα σήμαινε ότι είχε περάσει από πολλά στάδια. Το είχε διαβάσει, κάτι τον είχε αγγίξει, το άφησε, το σκέφτηκε, δεν νομίζω ότι γράφεις εν βρασμώ ένα γράμμα σε έναν άγνωστο άνθρωπο. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετά συγκινητικό. Τώρα πια με το διαδίκτυο υπάρχει πια άλλη επαφή, πιο άμεση.

Η βιασύνη στο χώρο του βιβλίου είναι τραγική. Παλαιότερα ένα βιβλίο έμενε ένα χρόνο στα ράφια των βιβλιοπωλείων, σήμερα το πολύ τρεις μήνες. Αν κάνει επιτυχία μπορεί να μείνει αλλιώς θα αποσυρθεί. Δεν δίνεται ο χρόνος να το ανακαλύψουμε.

Στο βιβλίο μιλάω για τρεις γυναίκες που ενώ φοβούνται να ανοιχτούν τελικά βρίσκουν αυτιά κατάλληλα και μιλάνε ενώ οι συμβουλές που τους έχουν δοθεί είναι να μη μιλάνε, να μην εμπιστεύονται τη γειτόνισσα. Η καχυποψία ήταν πολύ εντονότερη στα παλιότερα χρόνια, τώρα πια οι άνθρωποι είναι πιο ελεύθεροι στην έκφρασή τους.

Η δικιά μου γενιά έσπασε στερεότυπα. Οι παλαιότερες γυναίκες, πριν από το 1950, δεν μιλούσαν για τα προσωπικά τους, παρά μόνο σε πάρα πολύ στενές φίλες. Τότε δεν τολμούσες να πεις «είμαι παντρεμένη αλλά αγαπάω κάποιον άλλον». Σήμερα υπάρχει η ελευθερία να ειπωθεί κάτι τέτοιο, ευτυχώς δηλαδή.

Κάθε συγγραφέας έχει τις εμμονές του. Το «Αυτί της αλεπούς» συνομιλεί με δυο παλαιότερα βιβλία μου, το «Έρως, θέρος, πόλεμος» και το «Έβδομο ρούχο», το δεύτερο μάλιστα είχε μεταφερθεί εξαιρετικά στο θέατρο από τον Δημήτρη Μαυρίκιο και με πρωταγωνίστρια την Αλέκα Παϊζη. Εγώ τις αγαπώ τις γυναίκες των βιβλίων μου. Είναι γυναίκες που δε βρίσκονται σε ιδανικές συνθήκες, δεν έχουν τις δυνατότητες, δεν είναι αστές, δεν είναι καν μικροαστές οι περισσότερες, παλεύουν δυσανάλογα με αυτό που μπορούν να κάνουν αλλά δε τα παρατάνε. Το κλειδί βρίσκεται στη Μαρία, την μητέρα μου, που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του «Έρως, θέρος, πόλεμος». Ήταν μια γυναίκα που ποτέ δεν σταματούσε να παλεύει, ακόμη κι όταν έφτανε στο μη περαιτέρω. Αυτή πάντα έβρισκε το κουράγιο να ξεκινάει πάλι. Αυτό δε διδάσκεται με τα λόγια.

«Δεν γράφουν οι ευτυχισμένοι άνθρωποι».

«Δεν γράφουν οι ευτυχισμένοι άνθρωποι».

Για τους γονείς μας έχουμε μια πολύ πλανερή εικόνα. Αποτελούν για όλους μας ένα στερεότυπο. Πρώτα πρώτα δεν ξέρουμε πώς ήταν στα νιάτα τους, τους έρωτες τους, την νεανική συμπεριφορά τους. Δεν τους έχουμε ζήσει έτσι, τους έχουμε πάντα μεγάλους στο μυαλό μας. Συνήθως τα σκεφτόμαστε όλα αυτά αφού τους χάσουμε. Τότε τα βάζουμε κάτω και τους αντιμετωπίζουμε πια σαν άνδρα, σαν γυναίκα και όχι σαν μπαμπά και μαμά.

Τώρα μπορώ να μιλάω πιο εύκολα για το βιβλίο μου σε σχέση με τον πρώτο καιρό. Έχω πάρει την απόσταση μου, έχω σκεφτεί πάνω σε αυτό. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να μιλήσει θεωρητικά για το βιβλίο του, τουλάχιστον όχι στην αρχή.

Οι ζωές αυτών των γυναικών εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Ο δικός μου τρόπος να εντάσσω τα πρόσωπα στην ιστορία είναι με μικρές φράσεις. Από την εποχή που οι βενιζελικοί βρίσκονταν σε σύγκρουση με τους βασιλικούς μια φράση που λέει ο καπετάνιος του καϊκιού αποτυπώνει το κλίμα. Ο εμφύλιος περνάει μέσα από την μοναδική, καταγεγραμμένη ιστορικά, σκηνή συμφιλίωσης στη Νιάλα των Αγράφων. Αυτό είναι πολιτική θέση. Δεν χρειάζεται να κραυγάζεις για να έχεις πολιτική άποψη, έχεις έτσι κι αλλιώς. Δεν γίνεται να μην.  Το ότι τελειώνει με το μυθιστόρημα με την πυρπόληση της Marfin είναι πολιτική θέση. Πρόκειται για ένα κορυφαίο γεγονός για το οποίο ακόμη δεν έχει υπάρξει κάθαρση.

Ακόμη και η «Ντενεκεδούπολη» ήταν πολιτική άποψη. Είχε μόλις πέσει η χούντα και ήθελα να φτιάξω ένα κουκλοθέατρο που μπορεί να το παίξει ο καθένας, που δεν απαιτεί εξειδίκευση αλλά θα είναι εύκολο και τη δασκάλα, που δε θα κοστίζει, που θα μπορεί ακόμη και το παιδί να φτιάξει από ένα απλό τενεκεδένιο κουτάκι. Ήξερα την pop art. Νομίζω ότι δικαιώθηκε η τρέλα. Τότε ο πατέρας μου μου είχε πει «Μα καλά θα βγεις με το επίθετό σου; Πού έχεις ξαναδεί κουκλοθέατρο με τενεκέδες; Δεν ντρέπεσαι;» Εγώ όμως το πίστευα. Στο δεύτερο έργο της «Ντενεκεδούπολης» είχε παίξει και ο Παύλος Σιδηρόπουλος.

Στο «Αυτί της αλεπούς» έδωσα μεγαλύτερη έκταση στα πριν τη χούντα γεγονότα γιατί έχω παρατηρήσει ότι από το 1967 και μετά ξέρουμε τι έχει συμβεί, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, άλλος με σωστές ερμηνείες, άλλος με λάθος. Τα παλαιότερα γεγονότα, που προσδιόρισαν την εξέλιξη, τα αγνοούμε. Ήθελα να φανεί αυτός ο εκπληκτικός κυματισμός που υπάρχει στην ελληνική ιστορία: εκεί που όλο το έθνος είναι στα πάνω του, αισιόδοξο ότι όλα μπορούν να συμβούν πάντα κάτι γίνεται και πέφτουμε κάτω, στα σκοτάδια. Κι εκεί που νομίζουμε ότι ξοφλήσαμε, άντε πάλι σιγά σιγά σηκωνόμαστε. Αυτό έχει συμβεί πολλές φορές.

Η δικιά μου γενιά έζησε αυτή την εκπληκτική «άνοιξη» του 1963-67. Ήμασταν νέοι και πιστεύαμε ότι όλα ήταν δυνατά να συμβούν. Όλοι ήμασταν πολιτικοποιημένοι. Ήταν νομοτελειακό. Γεννήθηκα το 1945. Σαν χώρα βγαίναμε από έναν πόλεμο, οι συνθήκες ήταν τραγικές για όλους εκτός από τη μεγαλοαστική τάξη. Οι γονείς μας που είχαν χαντακωθεί με τον πόλεμο, θέλησαν να μας μορφώσουν πάσα θυσία. Μορφωθήκαμε, ο σπόρος έπεσε σε καλό χώμα, ήμασταν καλή γενιά, το παλεύαμε. Είχαν ανοίξει οι ορίζοντες πέρα από την εκπαίδευση, η τέχνη γνώριζε άνθηση κι εμείς τρέχαμε στα συλλαλητήρια, τρέχαμε και στις εκθέσεις, και στις ομιλίες, τρέχαμε παντού. Πιστεύαμε ότι εμείς θα τα καταφέρουμε. Δε λέω ότι μέχρι τότε όλα ήταν ρόδινα, ξέραμε τι γινόταν. Ήμουν ξεναγός, θυμάμαι πόσες φορές είχαμε μπλοκαριστεί και δεν μπορούσαμε με τους τουρίστες να φτάσουμε στα κεντρικά ξενοδοχεία λόγω των συλλαλητηρίων. Δεν ήταν μια χαζοχαρούμενη εποχή, το πράγμα έβραζε. Και τότε ήρθε η δικτατορία.

Στη δικτατορία στραφήκαμε σε μια φυγή από αυτή τη μαυρίλα. Πολύ φύγαμε, αν όχι στο εξωτερικό, τουλάχιστον μακριά από την πρωτεύουσα επηρεασμένοι και από το κίνημα του χιπισμού που αναζητούσε κάτι πιο κοντά στη φύση. Μετά ήρθε η μεταπολίτευση, σηκωθήκαμε. Αυτό που έχει ενδιαφέρον για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο είναι το που σε πετυχαίνουν οι σημαντικές στιγμές στην ιστορία, στη δική σου ζωή.

«Δεν χρειάζεται να κραυγάζεις για να έχεις πολιτική άποψη, έχεις έτσι κι αλλιώς»

«Δεν χρειάζεται να κραυγάζεις για να έχεις πολιτική άποψη, έχεις έτσι κι αλλιώς»

Την ήττα τη νιώθουμε όλοι αυτή τη φορά γιατί δεν έχει ηττηθεί μόνο μια γενιά αλλά δυο-τρεις μαζί. Τη νιώθει και ο νέος γονιός με τα πιτσιρίκια, τη νιώθει και ο συνταξιούχος που βλέπει τη σύνταξη του να μειώνεται συνεχώς. Ακούμε ότι μειώνονται έξι ευρώ και σκεφτόμαστε ότι γιατί το κάνει θέμα και γκρινιάζει; Το κάνει γιατί οι ήττες είναι αλλεπάλληλες.

Το να βγάλεις ένα βιβλίο δεν είναι ήττα, είναι αγώνας. Δεν παραιτείσαι, δεν λες τελείωσαν όλα και θα κάτσω μόνο να φτιάχνω τα υφαντά μου. Είμαι 71 ετών αλλά δεν μπορώ να πω πώς ό,τι ήταν να κάνω το έκανα. Γι’ αυτό και συνεχίζω.

Γράφω σε πολύ πυκνό χρόνο, δεν βγαίνω από το σπίτι μου, δεν αφήνω μέρα, δουλεύω σκληρά. Πάντα καταρρέω αφού τελειώσω. Όχι μόνο ψυχικά αλλά και σωματικά. Αλλά δεν μπορώ να πειθαρχήσω και να πω ότι θα προσέξω. Κάθε φορά τα ίδια.

Αν το βιβλίο είναι μέσα στο κεφάλι σου πρέπει να βγει. Μπορεί να κρατήσεις ένα μωρό συνέχεια μέσα στην κοιλιά σου; Θα γίνει λοιπόν έστω κι αν θα έχεις την περιπέτεια της γέννας.  Όλα αυτά τα χρόνια το συναίσθημα είναι το ίδιο. Φαίνεται ότι εμείς οι συγγραφείς, όχι όλοι αλλά οι περισσότεροι, έχουμε εγκλωβιστεί σε εκείνη την σκοτεινή παιδική ηλικία. Δεν θεραπεύουμε τα τραύματα, αν το κάναμε θα σταματούσαμε να γράφουμε, αλλά τα περιποιούμαστε, τα χαϊδολογάμε. Εκεί βρίσκεται το κουμπί όλης της ιστορίας. Οι συγγραφείς έχουν το μάτι μικρού παιδιού που εξακολουθεί να ξαφνιάζεται.

Τα παιδικά χρόνια είναι σκληρά. Είναι τότε που συνειδητοποιούμε τη θέση μας στον κόσμο. Όταν βιώνουμε κάτι ως παιδιά θεωρούμε ότι αυτό είναι το φυσιολογικό γιατί δεν έχουμε μέτρο σύγκρισης. Όταν μεγαλώνουμε και επεξεργαζόμαστε κάτι που δεν μας πάει καλά, εάν έχουμε τα εργαλεία και τη δυνατότητα τότε θα δούμε τι πραγματικά συνέβη. Για παράδειγμα, στα δικά μου βιβλία η παρουσία των ανδρών είναι ελάχιστη. Δεν είναι τυχαίο. Εγώ τον πατέρα μου τον είδα για πρώτη φορά τεσσάρων χρονών γιατί είχε κληθεί στον πόλεμο, ενώ μετά ήταν ναυτικός. Τον έβλεπα σπάνια. Ήταν μεγάλη απώλεια, τότε δεν την αποκωδικοποιούσα. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα ίσως να ήμουν λιγότερο ανασφαλής. Αν έχεις ένστικτο τα καταλαβαίνεις αυτά.

Δεν γράφουν οι ευτυχισμένοι άνθρωποι. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι βιώνουν την ευτυχία τους. Αυτοί που τρώγονται με τα μέσα σους, που δεν μπορούν να ηρεμήσουν, αυτοί γράφουν.

 «Έχω ζήσει 35 χρόνια και μόνο ένα μήνα ήμουν ευτυχισμένη». Υπάρχει αυτή η φράση μέσα στο βιβλίο. Ξέρεις πόσοι έχουν ζήσει έτσι;


fakinou6025-7

Το μυθιστόρημα «Στο αυτί της αλεπούς» της Ευγενίας Φακίνου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.