Categories: ΒΙΒΛΙΟ

Ενθύμηση Σάντρο Πέννα, 42 χρόνια από το θάνατο του Ιταλού λυρικού ποιητή

Για τον έρωτα μόνο, κι αυτή τη δίψα για τον άλλο, μιλούν τα 450 ποιήματα του Σάντρο Πέννα, στοιχειοθετημένα τώρα σ’ ένα ιταλικό χαρτόδετο βιομηχανικό βιβλίο. Με βάθος βιώματος, φωνή δική του όλο φρεσκάδα, και με αυθόρμητη χαρά ώς την έκσταση που διαδέχεται τον πόνο, αλλεπάλληλες κινηματογραφικές εικόνες όλο νωχέλεια και θαλπωρή, λεξιλόγιο φτωχό και σύνταξη απλή, ο Πέννα μίλησε επίμονα και εξακολουθητικά για ένα μόνο: τη μορφή του έφηβου, που την είδε σαν την παραγνωρισμένη ουσία του κόσμου.

Στο στόμα φίλησέ με, τελευταίο καλοκαίρι.

Πες μου πως δε θα πας πολύ μακριά.

Γύρισε με τον έρωτα στους ώμους,

κι ανώφελο το βάρος σου δε θα ’ναι πια.

Λυρικά επιγράμματα θα μπορούσαν να ονομαστούν τα ποιήματά του, γραμμένα από ένα λόγιο ποιητή που όμως έκρυψε καλά την παιδεία του, αφού, για να μην προδώσει τον «πρώτο εαυτό του» (Σικελιανός) και να συντελεστεί το έργο του, έπρεπε να ζήσει σαν πλάνητας και ενδεής και αποσυνάγωγος — όπως ακριβώς έζησε δηλαδή. Ταυτισμένος απόλυτα με τα όλο μυστήριο και αλήθεια πρόσωπα που δειλά πλησίασε και τραγούδησε, γεμάτος αποστροφή για την αστική ζωή (ιδιοκτησία, σταδιοδρομία, κοινωνικές συναναστροφές), ο Πέννα, σε απόλυτη επαφή με τις επιθυμίες του, πρόσφερε θυσίες στην Παιδική Μούσα. Με την άγρια χαρά εντός του να αισθάνεται ανώνυμος, ελεύθερος και μόνος, περπάτησε τις λαïκές γειτονιές της Ρώμης νύχτα και μέρα, διέτρεξε για μισό αιώνα όλη την Ιταλία, από το Μιλάνο ώς τη Νάπολη και την Κατάνια, ζώντας και γράφοντας τα λεπτοφυή μα και τόσο στέρεα, τεχνικά και μετρικά, ποιήματά του.                            

                        

 

           Γιορτή στο δειλινό, κι εγώ πηγαίνω

αντίθετα στο πλήθος, που βγαίνει

από το στάδιο χαρούμενο, ζωηρό.

Κανένα δεν κοιτάζω και τους κοιτάζω

όλους. Ένα χαμόγελο συνάζω κάθε τόσο.

Πιο σπάνια ένα ζεστό χαιρετισμό.

 

Κι ούτε θυμάμαι πια ποιος είμαι.

Και τότε με γεμίζει λύπη να πεθάνω.

Άδικο άδικο μου μοιάζει να πεθάνω.

Έστω κι αν δε θυμάμαι πια ποιος είμαι.

 

Στο δωμάτιο του λίγο πριν το τέλος της ζωής του.

Σαν τα παράφορα τραγούδια της Σαπφώς για την Ανακτορία και τη Μίκα, σαν τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, ή σαν πέρσικες ερωτικές ωδές, τόσο αποσταγματικά στην έκφρασή τους, τα ποιήματα του Πέννα χρωστούν τη μαγνητική τους δύναμη στο χαμηλόφωνο ρεαλισμό τους, στην αδιόρατη πνευματική χάρη παρόλο τον πόνο, τέλος, στην απουσία ηθικολογίας, διδακτισμού. Sotto voce λοιπόν στη πιο τέλεια έκφανσή της, φωνή εμπιστευτική και αυτοβιογραφική, δίχως καμιά λογιοσύνη ή υψηλό τόνο, ποίηση χωρίς ούτε ένα παράθεμα ή έστω μια κειμενική αναφορά (κοινοί τόποι, άλλωστε, του ποιητικού μοντερνισμού). Αποφεύγοντας εντελώς τη χρήση μεταφορών και συμβόλων, ο Πέννα διακινδύνευσε και μίλησε για θέματα τολμηρά, ενοχλητικά για την κοινή γνώμη, γράφοντας στίχους άμεσους, ειλικρινείς, «φυσικούς», που δε χάνουν όμως στιγμή το λυρικό τους πυρήνα.

 

Ένα παιδί έτρεχε πίσω από ένα τρένο.

Μου φώναζε — η ζωή δεν έχει φρένο.

Εγώ χαμογελώντας χαιρετούσα,

σκιρτούσα πράος, ήμουν κιόλας μακριά.

Το σπίτι που γεννήθηκε στην Περούτζια με ενεπίγραφο το ποίημα: Να ζω θα ήθελα αποκοιμισμένος / μες στο γλυκό βουητό της ζωής.

Ο Πέννα αγαπάει απόλυτα κάτι συγκεκριμένο, που το ακολουθεί παντού, στην πόλη ή στις εξοχές. Όλη του η ποίηση: ένα μετάξινο και ανθεκτικό μαγνάδι που προσπαθεί μ’ αυτό να συλλάβει τον πόθο του. Ο θίασός του: εργάτες μηχανουργείων, γιοι θυρωρών, στρατιώτες σε άδεια, διασχίζοντας νύχτα τους δρόμους με ποδήλατα, καπνίζοντας στις αποβάθρες του Τίβερη ή στα σκοτεινά των κινηματογράφων, σε τόπους ανώνυμων συναντήσεων, μυστικών εκστάσεων, φευγαλέων αγγιγμάτων. Πρόσωπα ταπεινά και αγνώριμα, που όμως δε θα δούμε ποτέ ολόκληρα, μισοïδωμένα μόνο, θαμπά φωτισμένα.

Για μένα στάθηκε. Μα ίσως άτεχνα

να φίλησα τα κόκκινά του χείλη.

Ανάλαφρα και ξαφνικά κινήθηκε

όπως ο άνεμος κινείται τον Απρίλη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Καμιά λεπτομέρεια και περιγραφή, μόνο το επίμονο, ασίγαστο ρίγος της ερωτικής συγκίνησης, μονάχα ένα γυμνό σώμα πέφτοντας στο ποτάμι, η λαχτάρα για ένα φιλί, το αχτένιστο κεφάλι ενός μικρού βοσκού. Ποιήματα για στιγμιότυπα και εκλάμψεις, όχι για περιστατικά και γεγονότα. Ποιήματα για Στιγμές ύπαρξης (Moments of Being, όπως στη Βιρτζίνια Γουλφ) ή για Μουσικές στιγμές (Moments musicaux, όπως στον Σούμπερτ ή στον Ραχμάνινοφ). Σε όλα τούτα έχει επισημανθεί η απουσία ιστορικής συνείδησης. Ο Πέννα δε συνθηκολόγησε ποτέ με την κοινωνική και πνευματική πραγματικότητα της εποχής του αλλά ούτε συγκρούστηκε μαζί της. Περιφρόνησε τον κόσμο των ενηλίκων, σαν ένα κόσμο χωρίς σημασία, όλο συναλλαγές, ματαιοδοξία, κάθε είδους απάτη — αρνήθηκε ό,τι ονομάζεται «πραγματικότητα», δεμένος για πάντα με ό,τι ονομάζεται «ζωή».

Η βενετσιάνικη πλατεία

παλιά και μελαγχολική

αρμύρα ανασαίνει.

Και φτερουγίσματα περιστεριών.

Στη μνήμη όμως μένει

μαγεύοντας το φως

ο ποδηλάτης που πετά

και στρέφοντας στο φίλο:

        πνοή μελωδική:

        «Μόνος σου πας;»

Στις όχθες του Τίβερη.

Της «τέχνης του η περιοχή», ο χώρος που κινήθηκε και μίλησε γι’ αυτόν ήταν ελάχιστος, όπως του Σατί στη μουσική, του Βερμέερ ή του Μοράντι στη ζωγραφική. Παραδομένος στη μαγεία, ο Σάντρο Πέννα έγραψε ποιήματα σα φυλλαγμένα μυστικά, σαν ανεπαίσθητες χειρονομίες. Στίχους για μια Ρώμη όλο σκονισμένους δρόμους με χνάρια από ρόδες ποδηλάτων, φιλμαρισμένη ασπρόμαυρα, λίγο πριν χαθεί για πάντα στο θόρυβο και στις μηχανές. Παραδομένος στη μαγεία, «με ρίζες, σκέψη και καρδιά παλιά» (Ασλάνογλου), απλός και βαθύς σαν αρχαίος, έγραψε για το ερωτευμένο σώμα ένα έπος παράξενο, συνθεμένο ψηφίδα ψηφίδα με λιγοστά υλικά και φευγαλέες εικόνες, ένα συγκινημένο σιγανό τραγούδι που αποθεώνει τις ταπεινές κι όμως ακτινοβόλες κινήσεις της ζωής.

Περνάνε τα βαριά βόδια με τ’ αλέτρι

μες στο μεγάλο φως. Κλείσε με σ’ ένα φιλί.

Ποιήματα και κείμενα από τo βιβλίο: Σάντρο Πέννα, Ο Σκονισμένος ποδηλάτης [ποιήματα 1927-1976], ανθολόγηση-εισαγωγή-μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς, Το Ροδακιό 2012.

                                            

POPAGANDA