– Φιόντορ Ντοστογιέφσκι –

Έγκλημα και τιμωρία

Μετάφραση: Ελένη Μπακοπούλου


Ήταν εννιά περίπου η ώρα όταν διέσχιζε τη Σέναγια. Όλοι οι πωλητές στους πάγκους, στις βάρκες, στα μαγαζιά και τα μικρομάγαζα κλείδωναν τις επιχειρήσεις ή σήκωναν και μάζευαν το εμπόρευμά τους κι έφευγαν για τα σπίτια τους, όπως και οι πελάτες τους. Κοντά στα μαγέρικα των κάτω ορόφων, στις σκονισμένες και βρομερές αυλές των κτιρίων της πλατείας Σέναγια, και ως επί το πλείστον στα καπηλειά, συγκεντρώνονταν πολλοί, παντός είδους εργάτες και κουρελήδες. Ο Ρασκόλνικοφ προτιμούσε αυτά τα μέρη, όπως και όλα τα γύρω σοκάκια, όταν έβγαινε στο δρόμο χωρίς σκοπό. Εδώ, τα κουρέλια του δεν τραβούσαν την υπεροπτική προσοχή των άλλων και μπορούσες να κυκλοφορείς σε όποια κατάσταση ήθελες, χωρίς να σκανδαλίσεις κανέναν. Στο δρομάκι Κ…, στη γωνία, ένας έμπορος και η γυναίκα του πουλούσαν πράγματα από δυο πάγκους: κλωστές, σιρίτια, μαντίλια, κ.λπ. Ετοιμάζονταν επίσης για το σπίτι, αλλά χρονοτρίβησαν κουβεντιάζοντας με μια γνωστή τους που είχε μόλις πλησιάσει. Η γνωστή αυτή ήταν η Λιζαβέτα Ιβάνοβνα, ή απλώς Λιζαβέτα, όπως την έλεγαν όλοι, μικρότερη αδελφή της γριάς εκείνης, της Αλιόνας Ιβάνοβνα, χήρας ενός υπαλλήλου πρωτοκολλητή, τοκογλύφισσας, στην οποία είχε πάει χθες ο Ρασκόλνικοφ, για να υποθηκεύσει το ρολόι και να κάνει την πρόβα… Καιρό τώρα γνώριζε τα πάντα γι’ αυτή τη Λιζαβέτα και μάλιστα τον γνώριζε κι αυτή λίγο. Ήταν μια ψηλή, αδέξια, δειλή και φιλήσυχη γεροντοκόρη, σχεδόν ηλίθια, τριάντα πέντε χρονών, απόλυτη σκλάβα της αδελφής της, που δούλευε γι’ αυτή μέρα νύχτα, που την έτρεμε και υφίστατο απ’ αυτήν ακόμα και ξυλοδαρμούς. Στεκόταν με ένα ζεμπίλι σκεφτική μπροστά στον έμπορο και τη γυναίκα του κι άκουγε προσεχτικά. Εκείνοι της εξηγούσαν κάτι με ιδιαίτερο ζήλο. Όταν ο Ρασκόλνικοφ την είδε ξαφνικά, ένα παράξενο αίσθημα, που έμοιαζε με βαθύτατη κατάπληξη, τον κατέλαβε, αν και στη συνάντηση αυτή δεν υπήρχε τίποτα το παράξενο.


−Θα έπρεπε, Λιζαβέτα Ιβάνοβνα, να αποφασίσετε αυτοπροσώπως, έλεγε δυνατά ο έμπορος. Ελάτε αύριο, στις εφτά η ώρα. Και θα είναι κι αυτοί εδώ.

−Αύριο; παρατεταμένα και σκεφτικά είπε η Λιζαβέτα, σαν να μην μπορούσε να καταλήξει.

−Αχ, η Αλιόνα Ιβάνοβνα σας έχει τρομοκρατήσει! άρχισε να λέει η σύζυγος του εμπόρου, μια ζωηρή γυναικούλα. Σας κοιτάζω και μοιάζετε εντελώς με παιδάκι. Δεν είναι αδελφή σας εξ αίματος, είναι ετεροθαλής, όμως δείτε πώς σας εξουσιάζει.

−Αυτή τη φορά μην πείτε τίποτα στην Αλιόνα Ιβάνοβνα, διέκοψε ο άντρας, νά τι θα σας συμβούλευα, περάστε από μας χωρίς να τη ρωτήσετε. Είναι καλύτερα έτσι. Μετά η αδελφούλα σας θα το αποδεχτεί και μόνη της.

−Κι αν περάσω;

−Στις εφτά, αύριο∙ θα έρθουν κι εκείνοι∙ θα αποφασίσετε αυτοπροσώπως.

−Θα έχουμε έτοιμο και το σαμοβάρι, για τσάι, πρόσθεσε η γυναίκα.

−Εντάξει, θα έρθω, είπε η Λιζαβέτα, συνεχίζοντας να το σκέφτεται, ενώ κίνησε αργά να φύγει.

Ο Ρασκόλνικοφ συνέχισε το δρόμο του κι έπαψε πια να ακούει. Είχε περάσει από δίπλα αθόρυβα, απαρατήρητα, προσπαθώντας να μην του ξεφύγει λέξη. Η αρχική του έκπληξη μετατράπηκε σιγά σιγά σε φρίκη, σαν να κύλησε στην πλάτη του πάγος. Έμαθε, ξαφνικά, αναπάντεχα και εντελώς απρόσμενα, έμαθε ότι αύριο, ακριβώς στις εφτά το βραδάκι, η Λιζαβέτα, η αδελφή της γριάς και μοναδική συγκάτοικός της, δεν θα είναι σπίτι κι ότι, επομένως, ακριβώς στις εφτά το βραδάκι, η γριά θα είναι μόνη στο σπίτι.

Μέχρι το σπίτι του απέμεναν μερικά βήματα. Μπήκε στο δωμάτιό του σαν καταδικασμένος σε θάνατο. Δεν σκεφτόταν τίποτα και δεν μπορούσε να σκεφτεί διόλου∙ αισθάνθηκε όμως με όλο του το είναι ότι δεν διαθέτει πια ελευθερία σκέψης, ούτε βούλησης, κι ότι όλα είναι τελεσίδικα αποφασισμένα.

Φυσικά, ακόμη κι αν του χρειαζόταν να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία, ακόμη και τότε, έχοντας ένα τέτοιο σχέδιο, δεν θα μπορούσε να βρει, σίγουρα, πιο ευνοϊκή στιγμή για την επιτυχία του σχεδίου του, από αυτή που του παρουσιαζόταν ξαφνικά τώρα. Σε κάθε περίπτωση, θα του ήταν δύσκολο να ξέρει από την παραμονή, και με βεβαιότητα, με τη μεγαλύτερη ακρίβεια και το μικρότερο ρίσκο, χωρίς διάφορες επικίνδυνες ερωτήσεις κι έρευνες, ότι αύριο, την τάδε ώρα, η τάδε γριά, εναντίον της οποίας ετοιμάζεται απόπειρα, θα είναι σπίτι ολομόναχη.

*

Αργότερα ο Ρασκόλνικοφ έτυχε να μάθει για ποιο λόγο ο έμπορος κι η γυναίκα του είχαν καλέσει τη Λιζαβέτα. Ο λόγος ήταν πολύ συνηθισμένος και δεν επρόκειτο για κάτι το ιδιαίτερο. Μια οικογένεια που είχε έρθει στην πόλη από την επαρχία είχε πτωχεύσει και πουλούσε πράγματα, φορέματα κ.ά., όλα γυναικεία. Καθώς δεν τους συνέφερε να τα πουλήσουν στο παζάρι, αναζητούσαν πωλήτρια, και η Λιζαβέτα ασχολιόταν μ’ αυτά: έπαιρνε προμήθεια, πήγαινε εδώ κι εκεί κι είχε αρκετή δουλειά, διότι ήταν πολύ έντιμη και σου ’λεγε πάντα την τελική τιμή: αυτή την τιμή έλεγε, αυτή ίσχυε. Γενικώς μιλούσε λίγο κι όπως αναφέρθηκε ήδη ήταν άκακη και φοβιτσιάρα…

Όμως το τελευταίο διάστημα ο Ρασκόλνικοφ είχε γίνει προληπτικός. Κατάλοιπα της δεισιδαιμονίας διατηρούνταν μέσα του πολύ καιρό μετά, ήταν σχεδόν ανεξίτηλα. Και σ’ όλη αυτή την υπόθεση έτεινε να βλέπει, μετά, μιαν ορισμένη παραξενιά της τύχης, ένα μυστήριο, κάτι σαν την παρουσία ιδιαίτερων επιρροών και συμπτώσεων. Τον χειμώνα ακόμη, ένας γνωστός του φοιτητής, ο Ποκόριεφ, φεύγοντας για το Χάρκοβο, του είχε πει σε μια κουβέντα τη διεύθυνση της γριάς Αλιόνας Ιβάνοβνα, για την περίπτωση που του χρειαστεί να υποθηκεύσει κάτι. Για μεγάλο διάστημα δεν είχε πάει να τη βρει, γιατί είχε τα μαθήματα και κατά κάποιον τρόπο τα έβγαζε πέρα. Θυμήθηκε τη διεύθυνση αυτή πριν ενάμιση μήνα∙ είχε δυο πράγματα κατάλληλα για υποθήκευση: το παλιό ασημένιο πατρικό ρολόι κι ένα μικρό χρυσό δαχτυλίδι με τρεις κόκκινες πέτρες που του είχε χαρίσει όταν τον αποχαιρετούσε η αδελφή του, για να τη θυμάται. Είχε αποφασίσει να δώσει το δαχτυλιδάκι∙ μόλις βρήκε τη γριά, από την πρώτη ματιά, χωρίς να ξέρει τίποτα ιδιαίτερο γι’ αυτήν, ένιωσε μια ακαθόριστη αντιπάθεια, πήρε απ’ αυτήν τα δυο «χαρτονομισματάκια» και στο δρόμο μπήκε σε ένα άθλιο καφενεδάκι. Ζήτησε τσάι, κάθησε, κι έπεσε σε βαθειές σκέψεις. Μια παράξενη σκέψη τσιμπολογούσε το μυαλό του, σαν το νεοσσό που πασχίζει να βγει από το αβγό, και τον απασχόλησε πολύ, πάρα πολύ.

Δίπλα του σχεδόν, σε άλλο τραπέζι, καθόταν ένας φοιτητής, τον οποίο δεν ήξερε καθόλου κι ούτε τον θυμόταν, κι ένας νεαρός αξιωματικός. Είχαν τελειώσει το μπιλιάρδο κι έπιναν τσάι. Ξαφνικά, άκουσε ότι ο φοιτητής μιλάει στον αξιωματικό για τη γριά τοκογλύφο, την Αλιόνα Ιβάνοβνα, χήρα πρωτοκολλητή, και του λέει τη διεύθυνσή της. Αυτό από μόνο του είχε φανεί στον Ρασκόλνικοφ κάπως παράξενο: ερχόταν μόλις από εκεί, και τώρα, δες, μιλάνε γι’ αυτήν. Φυσικά, ήταν συμπτωματικό, όμως νά που δεν μπορεί να απαλλαγεί από μια πολύ παράξενη αίσθηση, ξαφνικά φαίνεται σαν κάποιος να του προσφέρει τις υπηρεσίες του: ο φοιτητής αρχίζει να λέει στο φίλο του διάφορες λεπτομέρειες γι’ αυτήν την Αλιόνα Ιβάνοβνα.


−Είναι απίθανη, λέει, σ’ αυτήν μπορείς να βρεις πάντα λεφτά. Πλούσια σαν οβριός, μπορεί να σου δώσει μεμιάς πέντε χιλιάδες, αλλά δεν περιφρονεί και την υποθήκη τού ενός ρουβλιού. Πολλοί από τους δικούς μας την έχουν επισκεφτεί. Μόνο που είναι φρικτή σκύλα…

Άρχισε να διηγείται πόσο κακιά είναι, πόσο πεισματάρα, ότι αρκεί να καθυστερήσεις μια μέρα την υποθήκη για να χάσεις το ενέχυρό σου. Δίνει τέσσερις φορές λιγότερα από όσο κοστίζει το αντικείμενο και παίρνει τόκο πέντε, ακόμα και εφτά τοις εκατό το μήνα, κ.λπ. Ο φοιτητής το ’ριξε στην πολυλογία, λέγοντας ότι εκτός των άλλων η γριά έχει μια αδελφή, τη Λιζαβέτα, την οποία, αυτή, τόσο κοντούλα και τιποτένια, τη δέρνει συχνότατα και την έχει απόλυτη σκλάβα, σαν να είναι μικρό παιδί, τη στιγμή που η Λιζαβέτα είναι, αν μη τι άλλο, μια πανύψηλη…

−Αυτό κι αν είναι φαινόμενο, φώναξε ο φοιτητής κι έσκασε στα γέλια.

Άρχισαν τότε να μιλάνε για τη Λιζαβέτα. Ο φοιτητής μιλούσε γι’ αυτήν με ιδιαίτερη ικανοποίηση κι όλο γελούσε, ενώ ο αξιωματικός τον άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον και ζήτησε από το φοιτητή να του στείλει αυτήν τη Λιζαβέτα να του μπαλώσει τα ασπρόρουχα. Ο Ρασκόλνικοφ δεν έχασε ούτε λέξη κι έμαθε μεμιάς τα πάντα: η Λιζαβέτα ήταν η μικρότερη, ετεροθαλής (από διαφορετικές μανάδες) αδελφή της γριάς, κι ήταν πια τριάντα πέντε χρονών. Δούλευε για την αδελφή της μέρα νύχτα, ήταν στο σπίτι μαγείρισσα και πλύστρα, κι επιπλέον, έκανε τη ράφτρα, πήγαινε κι έπλενε πατώματα, κι όλα τα έδινε στην αδελφή της. Χωρίς την άδεια της γριάς δεν τολμούσε να αναλάβει καμιά παραγγελία και καμιά δουλειά. Η γριά είχε κάνει ήδη τη διαθήκη της, πράγμα που η Λιζαβέτα ήξερε, και στην οποία σύμφωνα με τη διαθήκη αυτή δεν έμενε δεκάρα, εκτός από τα πράγματα, τις καρέκλες κ.λπ. Τα λεφτά όλα πήγαιναν σε ένα μοναστήρι, στην επαρχία Ν…, για τη σωτηρία της ψυχής. Η Λιζαβέτα ήταν εμπόρισσα, όχι υπάλληλος, γεροντοκόρη, υπερβολικά άσχημη, εξαιρετικά ψηλή, με μακριά, σαν εξαρθρωμένα πόδια, πάντα με στραβοπατημένα δερμάτινα παπούτσια, πολύ καθαρή. Το βασικότερο, αυτό που κατέπλησσε το φοιτητή και τον έκανε να γελάει, είναι ότι κάθε τόσο η Λιζαβέτα ήταν έγκυος…

−Μα εσύ λες ότι είναι ένα τέρας! σχολίασε ο αξιωματικός.

−Ναι, μαυριδερή, σαν μεταμφιεσμένος φαντάρος, αλλά ξέρεις, δεν είναι διόλου τέρας. Έχει πολύ καλοσυνάτο πρόσωπο και μάτια. Πάρα πολύ μάλιστα. Κι η απόδειξη είναι ότι αρέσει σε πολλούς. Είναι αθόρυβη, μειλίχια, δεν φέρνει αντιρρήσεις, συμφωνεί πάντα, συμφωνεί σε όλα. Το χαμόγελό της μάλιστα είναι πολύ όμορφο.

−Δηλαδή, σ’ αρέσει κι εσένα, ε; γέλασε ο αξιωματικός.

−Γιατί είναι παράξενη. Λοιπόν, άκου τι θα σου πω. Αυτήν την καταραμένη γριά θα τη σκότωνα και θα τη λήστευα, σε διαβεβαιώ, χωρίς καμιά τύψη συνείδησης, συμπλήρωσε παθιασμένα ο φοιτητής.


Ο αξιωματικός έβαλε και πάλι τα γέλια, ενώ ο Ρασκόλνικοφ ανατρίχιασε. Πόσο παράξενα ήταν όλα!

−Στάσου, θέλω να σου κάνω μια σοβαρή ερώτηση, συνέχισε με έξαψη ο φοιτητής. Φυσικά αστειεύτηκα, αλλά δες: από τη μια μεριά έχουμε μια χαζή, αδιανόητη, τιποτένια, κακιά, άρρωστη γραία, όχι μόνο άχρηστη στους πάντες αλλά κι επιβλαβή για όλους, που δεν ξέρει κι η ίδια γιατί ζει, κι η οποία αύριο θα πεθάνει από μόνη της. Το καταλαβαίνεις; Το καταλαβαίνεις;

−Ε, το καταλαβαίνω, απαντούσε ο αξιωματικός κοιτάζοντας τώρα επίμονα τον ταραγμένο φίλο του.

−Πάμε παρακάτω. Από την άλλη μεριά, νεαρές, φρέσκιες δυνάμεις χάνονται άδικα χωρίς βοήθεια, κι είναι χιλιάδες, είναι παντού! Εκατό, χιλιάδες καλά πράγματα και εγχειρήματα θα μπορούσαν να γίνουν και να διορθωθούν με τα καταδικασμένα να κλειστούν σε μοναστήρι χρήματα της γριάς! Εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες υπάρξεις, που θα έμπαιναν στον σωστό δρόμο∙ δεκάδες οικογένειες, σωσμένες από την εξαθλίωση, από τη διαφθορά, από το θάνατο, από την αποσάθρωση, από τα αφροδίσια νοσήματα, κι όλα με τα δικά της λεφτά. Σκότωσέ τη και πάρε τα λεφτά της, με σκοπό να αφιερωθείς μετά στη βοήθεια της ανθρωπότητας και στην κοινή υπόθεση: τι νομίζεις, δεν θα ξεπλυθεί ένα μικρό, ασήμαντο εγκληματάκι με χιλιάδες καλές πράξεις; Για μια ζωή χιλιάδες ζωές, σωσμένες από τη σήψη και τη διαφθορά. Ένας θάνατος σε αντάλλαγμα εκατό ζωών, απλή αριθμητική! Και τι μπορεί να σημαίνει με τα γενικά μέτρα και σταθμά η ζωή αυτής της χτικιάρας, ανόητης και κακιάς γραίας; Τίποτα περισσότερο από ό,τι η ζωή μιας ψείρας, μιας κατσαρίδας, κι ακόμα λιγότερο, διότι η γριά είναι επιβλαβής. Ροκανίζει μια ξένη ζωή: τις προάλλες, από την κακία της, δάγκωσε το χέρι της Λιζαβέτας∙ λίγο έλειψε να της το κόψουν!

−Βεβαίως, δεν της αξίζει να ζει, είπε ο αξιωματικός, αλλά εδώ μιλάει η φύση.

−Αχ, φίλε, τη φύση τη διορθώνουν και την κατευθύνουν, χωρίς αυτό θα μας είχαν πνίξει οι προκαταλήψεις. Χωρίς αυτό δεν θα είχαμε ούτε ένα μεγάλο άντρα. Μας λένε: «το καθήκον, η συνείδηση», δεν θέλω να πω τίποτα εναντίον του καθήκοντος και της συνείδησης, αλλά πώς τα εννοούμε αυτά; Περίμενε, θα σου κάνω ακόμα μία ερώτηση. Άκου!

−Όχι, εσύ περίμενε∙ εγώ θα σου κάνω μία ερώτηση. Άκου!

−Λοιπόν;

−Μιλάς τώρα και βγάζεις λόγους, όμως γιά πες μου: εσύ θα τη σκοτώσεις τη γριά;

−Εννοείται πως όχι! Λέω τι θα ήταν δίκαιο… Το πρόβλημα δεν είναι τι θα κάνω εγώ…

−Κατά τη γνώμη μου, αφού δεν παίρνεις εσύ τέτοια απόφαση, δεν υπάρχει εδώ δίκαιο ή άδικο! Πάμε μια παρτίδα ακόμα!

Ο Ρασκόλνικοφ ήταν υπερβολικά αναστατωμένος. Φυσικά, όλα ετούτα ήταν πολύ συνηθισμένες συζητήσεις και σκέψεις μεταξύ νεαρών, που τις είχε ακούσει κάμποσες φορές, με άλλο τρόπο και για άλλα θέματα. Γιατί όμως του έτυχε να ακούσει ειδικά τώρα μια παρόμοια κουβέντα και παρόμοιες ιδέες, ακριβώς τη στιγμή που στο κεφάλι του γεννιούνταν… ακριβώς παρόμοιες ιδέες; Και γιατί πέφτει πάνω σε μια συζήτηση για τη γριά τώρα ακριβώς, που έβγαινε από το σπίτι της γριάς κουβαλώντας μέσα του γι’ αυτήν μια σκέψη στα σπάργανα;… Αυτή η σύμπτωση του φαινόταν πάντα περίεργη. Αυτή η ασήμαντη κουβέντα στο καφενείο είχε υπερβολικά μεγάλη επίδραση στην περαιτέρω εξέλιξη της υπόθεσης: σαν πράγματι να υπήρχε εδώ ένας προκαθορισμός, μια υπόδειξη…


Για το έργο:

Το κείμενο αναδύεται μέσα από μιαν από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής του Ντοστογιέφσκι. Χαρακτηριζόμενος από την ανέχεια και την έλλειψη δημιουργικών προοπτικών (1864-66), εισηγείται την αναγκαιότητα του πόνου και του μαρτυρίου για τη μεταμόρφωση του ατόμου και της κοινωνίας γενικότερα.

Για τον συγγραφέα:

Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι υπήρξε κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ρωσικής καταγωγής. Γεννήθηκε το 1821 στη Μόσχα. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών της Αγίας Πετρούπολης. Υπηρέτησε στο στρατό για μικρό χρονικό διάστημα αλλά τον εγκατέλειψε γρήγορα για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Μελέτησε την κοινωνία και τον κόσμο όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη. Θέμα των έργων του, η ίδια η ζωή. Είδε από κοντά τις υποβαθμισμένες συνοικίες, γνώρισε τη φτώχεια, τον πόνο, την εξαθλίωση των ταπεινών ανθρώπων και στη συνέχεια μετέφερε τις εικόνες αυτές στα μυθιστορήματά του. Ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης. Πέθανε το 1881 στην Πετρούπολη σε ηλικία 60 ετών.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Ίνδικτος ΣΕΛΙΔΕΣ: 944 ΤΙΜΗ: € 33,00