Η «Θεομαχία» του Τιμ Γουίτμαρς καταπιάνεται με ένα ιδιαίτερα προβοκατόρικο και ενδιαφέρον θέμα: την αθεΐα στον αρχαίο κόσμο. Ο συγγραφέας, καθηγητής στην Έδρα Ελληνικού Πολιτισμού Α. Γ. Λεβέντη στο Πανεπιστήμιο του Cambridge με σημαντικό εργο στην ελληνιστική και ρωμαϊκή γραμματεία, είναι ο κατάλληλος για ένα τόσο φιλόδοξο πόνημα όπως η αρχαιολογία του σκεπτικισμού απέναντι στη θρησκεία στην αρχαιότητα.

Το βιβλίο έχει έναν ξεκάθαρο στόχο: να καταρρίψει τον μύθο ότι η αθεΐα είναι ένα νεωτερικό κατασκεύασμα. Για να το πετύχει, χρησιμοποιεί τις ευρύτατες γνώσεις του και την ενδελεχή αναφορά στις πηγές για να δημιουργήσει ένα χρονικό των στοχαστών που υπήρξαν «άθεοι» στην αρχαιότητα, ήτοι όσους (αρχικά) αμφισβήτησαν την ιδέα του δωδεκάθεου και (πολύ αργότερα) της ιδιας της ύπαρξης του θεού. Η παρουσίαση γίνεται αναλυτικότατα και με συναρπαστικό τρόπο, σε ένα έξοχο δείγμα πανεπιστημιακής έρευνας, συγκριτικής, ερμηνείας και πρότασης νέων οπτικών.

Το πρόβλημα με την έρευνα περί αθεΐας είναι ότι, σε αντίθεση με τους πιστούς, αυτοί που δεν πιστεύουν σε θεούς, συνήθως δεν γράφουν κείμενα. Έτσι είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί το αριθμητικό μέγεθος των άθεων ή έστω δύσπιστων στον αρχαίο κόσμο. Οπότε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να γνωρίζουμε την έκταση του φαινομένου.

Ξέρουμε όμως από τις πηγές ότι, με χρονολογικά πρώτο τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο (570-475 π.Χ.), ονόματα όπως οι Κριτιάς, Σωκράτης, Καρνεάδης, Πρωταγόρας, Αναξαγόρας, Επίκουρος, Διαγόρας ο Μήλιος, Ευήμερος ο Μεσσήνιος, Θεόδωρος ο Άθεος και πολλοί άλλοι – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μπορούν να χαρακτηριστούν «θεομάχοι» (δηλαδή αμφισβητούντες ) ή «άθεοι». 

Στο πλουσιότατο υλικό παρελαύνουν όλες οι απόψεις που προτάθηκαν στην αρχαιότητα για τη φύση του θείου (πχ ο Κικέρων θεωρούσα ότι θεοποιήθηκαν άνθρωποι που προσέφεραν κάτι σημαντικό κατά τη διάρκεια της ζωής τους). 

Η βασική θέση του συγγραφέα είναι ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος μπόρεσε να θέσει τα ερωτήματα περί της ύπαρξης θεού/θεών, επειδή δεν υπήρχαν ιερά κείμενα. Τα κομβικότερα κείμενα της αρχαιότητας (τα βιβλία του Όμηρου και του Ησίοδου) «επιτρεπόταν» να διαβαστούν με πολλούς τρόπους, ενώ και η απουσία θρησκευτικών ηγετών και θρησκευτικών πολέμων επέτρεψε να ακούγονται νέες και διαφορετικές απόψεις. 

Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι το ευρύ κοινό αμφισβητούσε τους θεούς. Κάτι τέτοιο είναι προφανές τόσο από τις δίκες των φιλοσόφων όσο και από τις αρνητικές συνδηλώσεις για την ίδια τη λέξη «άθεος» που μόνο πολύ μετά τον χρυσό αιώνα του Περικλή και κυρίως μετά την εποποιία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, άρχισε να γίνεται σχετικά ανεκτή.

Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί με το εμβριθές της έρευνας που φαίνεται να καλύπτει το σύνολο του ως τώρα προσβάσιμου υλικού. Εν ολίγοις, η «Θεομαχία» είναι ένα κείμενο προορισμένο να γίνει σημείο αναφοράς.

Το βιβλίο «Το Μέτρο του Ηρωισμού» της Andrea Marcolongo (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη) καταπιάνεται με τον Αργοναυτικό μύθο και είναι, τρόπον τινά, η συνέχεια του εξαιρετικά επιτυχημένου πρώτου της («Η υπέροχη γλώσσα: 9 λόγοι για να αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά» από τις εκδόσεις Πατάκη), όπου αναλύει την ομορφιά των αρχαίων ελληνικών.

Το βιβλίο κινείται σε δύο παράλληλες γραμμές: από την μία έχουμε την συνοπτική εξιστόρηση της περιπέτειας των ηρώων (όπως την αφηγείται στα «Αργοναυτικά» ο Απολλώνιος ο Ρόδιος) και από την άλλη την ανάλυση/ερμηνεία που επιχειρεί η συγγραφέας. Παράλληλα, κάθε κεφάλαιο ξεκινάει με ένα απόσπασμα από ένα εγχειρίδιο του 1942 με τίτλο «Πώς να εγκαταλείψετε το πλοίο».

Το οξύμωρο του βιβλίου είναι ότι ενώ η σύνοψη του αρχαίου κειμένου γίνεται συναρπαστικά και τα αποσπάσματα από το εγχειρίδιο έχουν επιλεγεί πολύ ταιριαστά, ο σχολιασμός και η οπτική της Marcolongo (που και εδώ περιλαμβάνει την ανάλυση αρχαίων ελληνικών λέξεων) εξελίσσεται σε βιβλίο αυτοβελτίωσης, με τον αναγνώστη να καλείται ξανά και ξανά να κατανοήσει τη σημασία του έρωτα και της απελευθέρωσης του εαυτού από τα σύγχρονα δεσμά του.

Φυσικά η Andrea Marcolongo δεν είναι πανεπιστημιακός (έχει εργαστεί ως σύμβουλος επιχειρήσεων και πολιτικών), αλλά μια παθιασμένη αναγνώστης. Αυτό ακριβώς το πάθος όμως, βαραίνει το κείμενο.