Στην εκταφή της μάνας μας θα ᾽πρεπε να ερχόσουν
-το σπάρτο πώς σκόρπαγε την άχνα της γης-
πέρα κει στο Μαγκλαβά τα οστά της πλύθηκαν
αλλού χέρια αλλού πόδια, τα μαλλιά της λύθηκαν.

Δεν φρενάρει το καμιόνι, άυπνος ο οδηγός, δυο μερόνυχτα
και κάτι ξώκοιτος ήταν κι αυτός.

Αν όχι άλλο, τη στριγκλιά της μόνο ν’ άκουγες
τα γόνατα να άγγιζες τα επινικελωμένα, το νάιλον
τ’ άσπρο μισοφόρι της, όπου
δεν είχε λιώσει.