popaganda_demolition_1

Ως γνωστόν, το να πάρει μια μελλοντολογική ταινία τον εαυτό της στα σοβαρά, και να παρουσιάσει το όραμά της ως ατόφια πρόγνωση, είναι η πιο σίγουρη τακτική να την περάσεις για τσαρλατάνα χειρομάντισα, που σού διαβάζει με ακλόνητη πεποίθηση τα νούμερα του Τζόκερ, στο νύχι απ’ το μικρό δαχτυλάκι του αριστερού σου χεριού, κάτω απ’ τη σκιά της τέντας του τσίρκου.

Για την ακρίβεια, όσο πιο παλαβή είναι η απεικόνιση του μέλλοντος σε μια ταινία, όσο περισσότερες εξωφρενικές κουλαμάρες σκαρφιστούν για να στολίσουν το σκηνικό τους οι σεναριογράφοι, τόσο περισσότερους αντιπερισπασμούς έχουν να χρησιμοποιήσουν για να πάρουν την προσοχή σου απ’ την πλοκή.

Σύμφωνα με το Demolition Man (1993), που γιόρτασε τα εικοστά του γενέθλια την περασμένη Τρίτη, το 1996 το σωφρονιστικό σύστημα του Λος Άντζελες, είχε αναπτύξει την τεχνική του παγώματος των κακοποιών του στο διηνεκές, μετατρέποντας τις φυλακές του σε τεράστιες παγοκυψέλλες, μέσα στις οποίες οι βαρυποινίτες επαναπρογραμματίζονταν για την επανένταξή τους, μαθαίνοντας ποικίλες νέες τέχνες, με μέθοδο τύπου υπνοπαιδεία.

Όπως γίνεται σε κάθε τεχνοφοβική μυθοπλαστική υπόθεση που σέβεται τον εαυτό της, 36 χρόνια μετά, κάτι πάει στραβά: όταν έρχεται η ώρα για την ακρόαση αναστολής του παρανοϊκότερου κακοποιού που έχει περπατήσει τους δρόμους της πόλης, προκύπτει ότι όχι μόνο έχει γίνει εξπέρ σε πολεμικές τέχνες και οπλικά συστήματα, αλλά ξέρει και τους κωδικούς της απόδρασής του. Αντίθετα, ο εξίσου παρανοϊκός μπάτσος που τον είχε βάλει μέσα, τώρα μπορεί να πλέξει ολόκληρο πουλόβερ μέσα σε μια βραδιά. Τζήνιους!

Βλέποντας την ταινία 20 χρόνια μετά, αυτό που σε κάνει λίγο να τρομάζεις, είναι το πώς, αν και mainstream μπλοκμπαστεριά, είναι μπουκωμένη στη βία. Η οποία τονίζεται ακόμα περισσότερο, από την καθωσπρεπική αποστείρωση των ταινιών που βλέπεις στις αίθουσες τα τελευταία χρόνια.

Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν όσα χρόνια κι αν περάσουν, όπως ξέρεις, κι ένα απ’ αυτά είναι ότι ο το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι. Ένα άλλο είναι πως ο Συλβέστερ Σταλόνε, μπορεί να κάνει καλά και την Αλ Κάιντα ολόκληρη, με βελόνα και κλωστή για μόνα όπλα. Κι επιπλέον, έχει απύθμενο χαβαλέ να βλέπεις την αιωνίως ξινισμένη μουσούδα του, να περιφέρεται στις κουλαμάρες ενός 21ου αιώνα, ενσαρκωμένου με σεναριακές λεπτομέρεις που εκτείνονται απ’ το ιδιοφυές στο εκστατικό.

Για παράδειγμα, ο Μεγάλος Αδερφός εκτός απ’ το μεγάλο μάτι έχει αναπτύξει και πολλά μεγάλα αυτιά, σκορπισμένα σε όλη την τεράστια έκταση του Σαν Άντζελες (απ’ τη συνένωση Σαν Ντιέγκο και Λος Άντζελες, κάτι σα να λέμε Αθηνάτρα), για να παρακολουθούν την λεκτική σου συμπεριφορά και να σού κόβουν πρόστιμα όταν σού ξεφεύγουν λέξεις μπιπ. Όπως αντιλαμβάνεσαι, με τον Σταλόνε και τον Γουέσλεϊ Σνάιπς να κυκλοφορούν στην πόλη, τα μηχανάκια δε σταματάνε να σφυρίζουν σε όλη την ταινία.

Ο Πόλεμος των Φραντσάιζ, που είχε ως αποτέλεσμα όλα τα εστιατόρια να λέγονται Τάκο Μπελ, είναι άλλη μια στιγμή εκστατικής σάτιρας, ενώ το ενδεχόμενο όλη η μουσική παραγωγή να αντικατασταθεί στα ραδιόφωνα απ’ τα διαφημιστικά του Τζάμπο, για παράδειγμα, δεν είναι και τόσο τρελό, αν κάτσεις να μετρήσεις πόσες φορές έχεις ακούσει ανθρώπους στο μετρό να τραγουδάνε τα τζιγκλάκια – μη σου πω για το πόσες φορές έχεις πιάσει τον εαυτό σου να το κάνει.

popaganda_demolition_2

Το παλαβό μαλλί του Σνάιπς, το υιοθέτησε ο Ντένις Ρόντμαν σχεδόν την άλλη μέρα, ενώ οι απαγορεύσεις για «ό,τι δεν σου κάνει καλό, κι άρα είναι κακό», όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ, η καφεΐνη τα μη εκπαιδευτικά παιχνίδια και τα καυτερά φαγητά (!), είναι ίσως η διεισδυτικότερη διακωμώδηση της μανίας της υγιεινής διατροφής των τελευταίων ετών, και οι τύποι την είδαν να έρχεται πριν από 20 χρόνια.

Στα σοβαρότερα τώρα όμως, βλέποντας την ταινία 20 χρόνια μετά, αυτό που σε κάνει λίγο να τρομάζεις, είναι το πώς, αν και mainstream μπλοκμπαστεριά, είναι μπουκωμένη στη βία. Η οποία τονίζεται ακόμα περισσότερο, τόσο απ’ την πασιφιστική αφέλεια που σκορπάει το σενάριο στους εξωγήινους γήινους του μέλλοντός του, όσο κι απ’ την καθωσπρεπική αποστείρωση των ταινιών που βλέπεις στις αίθουσες τα τελευταία χρόνια.

Σε ένα γρήγορο rundown, ένας τύπος μαχαιρώνεται στο κούτελο με μια πιστολοσύριγγα, ένα μάτι ξεριζώνεται και επιδεικνύεται καρφωμένο σε στυλό, ένα σωρό κόσμος τουλουμιάζεται σε άγριο ξύλο, ένα φρέσκο πτώμα αδειάζεται αδιάφορα μέσα σε αναμμένο τζάκι, ένα κεφάλι κυριολεκτικά κυλάει στο πάτωμα, πριν γίνει ματωμένα θρύψαλα! Κάτσε τώρα λογάριασε πόσες ευνουχισμένες σκηνές βίας έχεις δει πρόσφατα στο σινεμά, που αντί για αίμα, απ’ τα σαρκία των κακών πετάγονται καρδούλες κι αρκουδάκια. Κι έλα μετά πες μου ότι οι τύποι δεν είχαν δίκιο για το ευνουχισμένο μέλλον του 2032.

Και βέβαια, αυτό δεν είναι το μόνο που πέτυχαν: οι πολιτικές βλέψεις του Σβαρτσενέγκερ αρθρώνονται για πρώτη φορά σ’ αυτήν την ταινία, δέκα χρόνια πριν ο Governator ανακοινώσει υποψηφιότητα στην Καλιφόρνια, την οποία, σ’ αυτό το εναλλακτικό μέλλον, όχι μόνο πέτυχε, αλλά μετέτρεψε και σε θητεία ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, οι οποίες των τίμησαν, δίνοντας το όνομά του στην εθνική τους βιβλιοθήκη! Του Σβαρτσενέγκερ! Θεούληδες;

Άκου τώρα να δεις τι γίνεται: αν συνήθως οι μελλοντολογικές ταινίες απλά κοροϊδεύουν, οι καλύτερες είναι αυτές που μερικά πράγματα, όντως τα προβλέπουν. Ergo, σε ποια κατηγορία ανήκει το Demolition Man;