ΣΙΝΕΜΑ

«Βληχή»: Η επιστροφή του Γιώργου Λάνθιμου στα πάτρια εδάφη, με μια σπουδαία “μικρή” ταινία

Ο Γιώργος Λάνθιμος επιστρέφει στα πάτρια εδάφη. Συγκινητικά. Με μία ταινία, μικρού μήκους σε διάρκεια, μεγάλη σε καρδιά. Η «Βληχή», λέξη εύηχη και, παράλληλα, γεμάτη  “ήχο” καθώς σημαίνει βέλασμα (στη συγκεκριμένη περίπτωση – αλλά και κλάμα μωρού), έρχεται να δώσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, μια άλλη όψη του δημιουργού. Να φανερώσει ευαισθησίες που επιμελώς “έκρυβε” –αν και πάντα χορεύανε κάτω από τον κυνικό, σκληρό και αυστηρά δομημένο ουρανό του.

Η ζωή. Ο θάνατος. Ο έρωτας. Η φύση. Η ανθρώπινη υπόσταση. Η σημαντικότητα του ζώου. Και βέβαια η πίστη. Η πίστη σε όλα τα παραπάνω. Αλλά και στην ανάσταση (κάθε είδους), στο Θείο, στην παράδοση, στην αρχαία τραγωδία, στις ρίζες. Μέσα από την δική του οπτική ματιά που εμπεριέχει και την αμφισβήτηση. Υπογραμμισμένη. Γιατί όσο δεν σταματάς να αμφισβητείς τόσο μένεις ζωντανός κι ελεύθερος, τόσο η σκέψη προχωρά και το μυαλό ανοίγει.

Η ταινία είναι ασπρόμαυρη και βωβή. Έτσι, αφαιρώντας το χρώμα, όπως και τον ήχο – τον “θόρυβο” της φύσης, τον διάλογο ή οτιδήποτε άλλο-, που δίνει θέση μόνο στη ζωντανή, καταιγιστική μουσική, βγάζει γυμνό τον χείμαρρο που κρύβει μέσα στην λιτότητά της. Τα μόνα λόγια που ακούγονται είναι αυτά της χορωδίας στους στίχους του πένθιμου άσματος του Bach στο οποίο δίνει την δική του εκδοχή ο Knut Nystedt : «Έλα γρήγορα και οδήγησέ με / Κλείσε μου τα μάτια /  Έλα, ευλογημένη ανάπαυση».

Ένα ζευγάρι σε ένα απομονωμένο μέρος. Ο θρήνος για τον θάνατο του ενός -από το άλλο του μισό και από τον περίγυρο -τους συντοπίτες. Ο τελευταίος ερωτικός ασπασμός της γυναίκας που καταλήγει σε λιποθυμικό οργασμό. Η “ανάσταση” του νεκρού άνδρα. Η ταφή της γυναίκας. Ο αρρενωπός τελετουργικός χορός πάνω από το μαχαίρι δίπλα στο μνήμα. Η “ανάσταση” της γυναίκας. Η επιστροφή στη ζωή. Ο χορός των πενθούντων ηλικιωμένων γυναικών με την είσοδο της κορυφαίας. Της Emma Stone συγκεκριμένα, στην οποία ο σκηνοθέτης βρήκε ιδανική μούσα και την εμπιστεύτηκε (όπως και εκείνη αντίστοιχα) να κάνει ελεύθερη κατάδυση σε βαθιά νερά. Πρωτόγνωρα για την ίδια είτε στην πραγματική της ζωή –μιας Αμερικανίδας σταρ που βρέθηκε στην άκρη ενός κυκλαδίτικου νησιού με μικρή ομάδα παραγωγής για ένα project πολύ διαφορετικό. Είτε στην πλασματική –έναν ρόλο ξεχωριστό, βωβό, ηρωίδας τραγικής και σκληρής συγχρόνως, ρόλο στηριγμένο κυριολεκτικά στην έκφραση, στο βλέμμα, στον οποίο διείσδυσε απόλυτα και απέδωσε εξαιρετικά.

Ο σκηνοθέτης δεν ήθελε, όπως είπε, να δώσει συγκεκριμένο στίγμα στο έργο του. Ούτε στον τόπο ούτε στον χρόνο. Αφήνει τον θεατή –όπως και στις παρελθούσες δημιουργίες του– να βυθιστεί μόνος του και να φθάσει έως το σημείο που ο ίδιος θέλει. Να δει και να αισθανθεί ότι ο ίδιος θέλει. Το άσπρο και το μαύρο σε κάθε του έκφανση. Άλλωστε ο Λάνθιμος δεν επιθυμεί να προσδιορίζει επακριβώς ούτε στον εαυτό του ότι κάνει, το αφήνει ελεύθερο να ίπταται μέσα του και το δουλεύει με το ένστικτό του. Αποκαλύπτεται όμως, μάλλον ασυνείδητα από τη μεριά του, ότι αυτή η δημιουργία εμπεριέχει έναν νόστο -αόρατο ίσως και για τον ίδιο, αλλά συγκινητικό. Ο Λάνθιμος, όπως άλλωστε εξέφρασε και ο ίδιος, μετά από αρκετά χρόνια διεθνούς πορείας, απόλαυσε αυτό το “διάλειμμα” στη γενέτειρα. Διάλειμμα που του έδωσε την ευκαιρία να δημιουργήσει, με μικρό, ευέλικτο συνεργείο, σε τόπο που αγαπάει, στο άνυδρο, έρημο τοπίο, στην Τήνο. Απελευθέρωσε την ψυχή του και την άφησε να στραφεί, ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βάθος, στην παράδοση και την αρχαία τραγωδία. Βυθίστηκε στο πνεύμα τους όπως ο ίδιος ήθελε και γέννησε ένα έργο αυτόνομο, χωρίς να ξεχάσει τις κινηματογραφικές του ρίζες, τον σεβασμό του στον Παπατάκη και τον Κανελλόπουλο, όπως δήλωσε, αλλά και την ζέστη των 35 mm που καμία νέα τεχνολογία δεν καταφέρνει να νικήσει.

Ίσως περισσότερο από κάθε τι στην ταινία, όλα τα παραπάνω να τα διευκρινίζει η εικόνα της “αγίας”; πάνω από το κρεβάτι του πόνου και του έρωτα. Μια καλλονή που μοιάζει περισσότερο θεά της άνοιξης αλλά το βλέμμα της είναι εκείνο που καθορίζει την οντότητά της. Και το κατσικάκι, αγνός παρατηρητής των δρώμενων, που γίνεται θυσία στο βίαιο ένστικτο επιβίωσης του αρσενικού -τον ερμήνευσε άξια ο Γάλλος Damien Bonnard.

Tο έργο του Λάνθιμου συνδυάζει συναρπαστικά τρεις τέχνες, τον κινηματογράφο, τα εικαστικά και τη μουσική, όπως άλλωστε είναι και ο σκοπός του προγράμματος The Artist on the Composer, στο πλαίσιο του οποίου του ανατέθηκε αυτό το εγχείρημα, από την Εθνική Λυρική Σκηνή και τον Οργανισμό Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ, σε επιμέλεια του καλλιτεχνικού διευθυντή της ΕΛΣ Γιώργου Κουμεντάκη και της διευθύντριας του ΝΕΟΝ Ελίνας Κουντούρη. Η σκηνοθεσία απλώνεται από το κλασικό ως το πειραματικό, κάθε κάδρο είναι κι ένας μοναδικός  πίνακας. Ενώ η μουσική, έργα των Johann Sebastian Bach / Knut Nystedt, Toshio Hosokawa -στην επιλογή των οποίων συνέβαλε καθοριστικά ο Γ. Κουμεντάκης- παιγμένη ζωντανά από εξαιρετικούς μουσικούς, σε διεύθυνση Νίκου Βασιλείου, την Angelina Tkatcheva στο τσίμπαλο και την χορωδία της ΕΡΤ σε διεύθυνση Αγαθάγγελου Γεωργακάτου, δονεί την ατμόσφαιρα, συμβάλλοντας μοναδικά στο αποτέλεσμα. Στο οποίο έχουν κεντήσει πραγματικά με τη δουλειά τους, οφείλω να αναφέρω, όλοι οι συντελεστές: η υπέροχη φωτογραφία του Θοδωρή Μιχόπουλου, τα καταπληκτικά κοστούμια του Άγγελου Μέντη –εμπνευσμένα από την παράδοση, το αρχαίο δράμα και το σύγχρονο ένδυμα των τοπικών γυναικών–, τα αυθεντικά σκηνικά της Άννας Γεωργιάδου, η λιτή χορογραφία του Χρήστου Παπαδόπουλου, το –πάντοτε– καθοριστικό μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη, η παραγωγή της Rebecca Skinner (executive producer) και βέβαια, της Ελένης Κοσσυφίδου από τους πλέον δραστήριους παραγωγούς σε μια σειρά σημαντικών, βραβευμένων ταινιών.

Παρά την ανάθεση που πάντοτε θέτει κατά κάποιον τρόπο όρια στην καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς ο δημιουργός καλείται να δουλέψει πάνω σε συγκεκριμένες φόρμες, ο Λάνθιμος ένιωσε ελεύθερος μέσα από αυτήν ακριβώς τη δέσμευση, δίνοντάς μας ένα έργο σκοτεινό που εκπέμπει το φως του κύκλου της ζωής. Ένα έργο το οποίο εμπνεύστηκε κατά τη διαμονή του στο αγαπημένο του νησί και έγραψε μόνος. Και ίσως για αυτό ακριβώς αναβλύζει τόσα συναισθήματα -και τόση ευαισθησία.

Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου