Την πρώτη φορά που είχα έρθει Βερολίνο, πριν τέσσερα χρόνια, είχα πάθει ένα μικρό σοκ. Όχι απ’ τις ταινίες βέβαια, αν και, απ’ όσο θυμάμαι, ήταν σχετικά καλή χρονιά. Συνήθως το σοκ στη Berlinale σού το προκαλεί ο καιρός. Κι ο καιρός εκείνη τη χρονιά, ήταν ανεπανάληπτος. Κυριολεκτικά: ήταν ο χειρότερος χειμώνας που είχε γνωρίσει η Γερμανία για καμιά δεκαετία πίσω. Περπατούσες στο πεζοδρόμιο σαν κότα, κι έβλεπες δεξιά κι αριστερά ανθρώπους να περνάνε πατινάροντας, και να σπάνε χέρια πόδια στη σειρά. Φέτος, πάλι σοκ, πάλι απ’ τον καιρό, αλλά απ’ την ανάποδη: είναι ένα κάποιο χωροχρονικό παράδοξο να φεύγεις από την Αθήνα παγωμένος και να φτάνεις Βερολίνο και να ιδρώνεις. Δεν νομίζω να έχω δει ποτέ τα πλακάκια της Potzdamer Platz χωρίς πεντέξι πόντους χιόνι από πάνω τους και τη γειτονιά του φεστιβάλ τόσο ηλιόλουστη, που πρακτικά να σε προκαλεί να κάνεις βόλτες να την απολαύσεις.

Φέτος, άλλωστε, έχει και καινούρια πράγματα να δεις, με πρώτο κι εξοχότερο, το υπέροχο αυθαίρετο λυόμενο που σήκωσε η Audi στην καρδιά του φεστιβάλ, για να εγκαινιάσει την πρώτη της χρονιά ως μέγας χορηγός κίνησης της Berlinale. Και το οποίο, βέβαια, ως αυθαίρετο λυόμενο, έχει πλήρη κι απρόσκοπτη θέα. Ιδανικό spot να κάτσεις να θαυμάσεις το πώς το φεστιβάλ γιορτάζει την παράδοσή του στα μάπα τσαντικά, με την αποστομωτική αρκουδοσακουλάρα που δίνει φέτος δώρο με τον κατάλογο της διοργάνωσης. Κι έχει να σου προκαλέσει και μια κάποια εθνική ανάταση, όταν βλέπεις πρώτη μούρη την αφίσα της ταινίας του Οικονομίδη, ακριβώς απέναντι απ’ το κόκκινο χαλί του φεστιβάλ, και μπροστά στην πόρτα του Hyatt, που στη διάρκεια της Berlinale είναι το σημείο μηδέν για τον διεθνή Τύπο. Οπότε άντε πες μου εσύ, ποιος τρέχει να αφήνει βαλίτσες, να βγάζει διαπιστεύσεις και να κλείνεται στις αίθουσες να βλέπει Γουές Άντερσον, ειδικά όταν η μανιώδης σκηνογραφική του προσήλωση και η αυτιστική αφηγηματική του χιψτεριά, τού προκαλεί μια κάποια αλλεργία.

Χαράς ευαγγέλια πάντως, για τους fans του (κι ίσως και για τους haters, δηλαδή), μιας και η φεστιβαλική Αγία Τριάς των Variety, The Hollywood Reporter και Screen Daily (με σειρά επιδραστικότητας), σε πλήρη αρμονία, υποδέχτηκαν το The Grand Budapest Hotel ως την καλύτερη ταινία της καριέρας ολόκληρης του Άντερσον, εξαίροντας τη συναισθηματική θέρμη που διοχετεύει ο Ρέιφ Φάινς στην ταινία του Τεξανού σκηνοθέτη, ο οποίος με τη σειρά του ξεπερνά τον εαυτό του στην εικαστική τελειότητα με την οποία αναπαριστά την προκομμουνιστική εποχή της μυθικής ανατολικοευρωπαϊκής του χώρας, ονόματι Ζουμπρόβκα, όπου και βρίσκεται το ξενοδοχείο του τίτλου.

http://youtu.be/_DmXdU8Nglk

Η ταινία, με τη φόρμα της ιστορίας μέσα σε ιστορία μέσα σε άλλη ιστορία, είναι στημένη πάνω στον χαρακτήρα του Φάινς, τον ερωτύλο ιδιοκτήτη του περιώνυμου resort της δεκαετίας του ’30, ο οποίος προτιμά της γυναίκες του «πλούσιες, γερασμένες, ανασφαλείς, ματαιόδοξες, επιφανειακές και ξανθιές». Κι ευτυχώς, το ξενοδοχείο του είναι γεμάτο απ’ αυτές. Όταν όμως μια απ’ τις τακτικές του πελάτισσες κι ερωμένες (μια βαριά μακιγιαρισμένη Τίλντα Σουίντον) πεθαίνει άξαφνα στην ηλικία των 84(!) κι ο διευθυντής σπεύδει στο νεκροκρέβατό της, ο γιος και κληρονόμος της (ένας ιδιαζόντως πανούργος Άντριεν Μπρόντι) τον κατηγορεί για δολοφονία με στόχο την κλοπή της περιουσίας και τον μπλέκει σε ένα ατέλειωτο κουβάρι περιπετειών και παρεξηγήσεων. Οι οποίες δίνουν στον Άντερσον την ευκαιρία να παρουσιάσει όλη τη γκάμα των τακτικών συντελεστών του, καμουφλαρισμένους πίσω από ένα σωρό απίθανες μεταμφιέσεις.

Το ευρύτατο cast, που περιλαμβάνει τον Μπιλ Μάρεϊ, τον Όουεν Γουίλσον, τον Τζουντ Λω, τον Γουίλεμ Νταφόε, τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, τον Τζεφ Γκόλντμπλουμ και καμιά δεκαπενταριά μεγάλα ονόματα ακόμη, εξασφάλισε τους απαραίτητους αλαλαγμούς απ’ το κοινό όταν άνοιξε το κόκκινο χαλί για την προβολή της ταινίας στην τελετή έναρξης του φεστιβάλ το βράδυ της Πέμπτης, την ίδια ώρα που λίγο παραπέρα, έκανε την έναρξη του σε πιο ήπιους τόνους το τμήμα του Πανοράματος. Το οποίο, όπως θύμισε ο διευθυντής του από σκηνής, δεν είναι καθόλου παραπαίδι του Επίσημου Διαγωνιστικού: οι δύο περσινοί νικητές του βραβείου κοινού (το The Act of Killing και το The Broken Circle Breakdown) είναι φέτος υποψήφια για Όσκαρ (στα ντοκιμαντέρ και τα ξενόγλωσσα αντίστοιχα). Και για να λέμε του στραβού το δίκιο, με Όσκαρ, ή χωρίς, τα τελευταία 2-3 χρόνια το Πανόραμα έχει ανέτως κλέψει απ’ το Επίσημο Διαγωνιστικό τα εύσημα του Τύπου, συγκεντρώνοντας ταινίες άγνωστες και τολμηρές αρκετά, ώστε να εκπλήξουν ευχάριστα τους θεατές, σε αντίθεση με το σαφώς πιο βαρύ και δυσκίνητο κεντρικό πρόγραμμα του φεστιβάλ, που τείνει αρκετά συχνά, να διαλέγει σκηνοθέτες περισσότερο, παρά ταινίες.

Και σα να ήθελε να διαψεύσει τα λόγια του πριν προλάβει να τα ξεστομίσει, ο επικεφαλής εγκαινίασε το φετινό του πρόγραμμα με το 2030. Μια κάπως μετα-Αποκαλυπτική, λιγουλάκι οικολογική, κι όχι ιδιαίτερα φουτουριστική, βιετναμέζικη εκδοχή του Waterworld, που μπορεί να μην είχε την camp-ιά του Κέβιν Κόστνερ να πολεμάει λυσσασμένους φασισταναρχικούς ιμπεριαλιστές, αλλά έχει κι αυτό τα δικά του θεματάκια. Κυρίως με την αδυναμία του σκηνοθέτη να διαχειριστεί την ευρύτερη κλίμακα του τι σημαίνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου να έχει καταπιεί το μισό Βιετνάμ ας πούμε, και το καταστροφολογικό, κατά καιρούς αντι-πολυεθνικό σενάριο, να εκφυλίζεται στη βαριά μελούρα ενός μισοψημένου love story.

20141314_3

40 days of silence

Εν πάσει περιπτώσει, την Παρασκευή έκανε την πρεμιέρα του και το Forum, με το 40 Days of Silence. Ένα ανθρωποκεντρικό δράμα απ’ το Ουζμπεκιστάν (θεέ μου, πόσο κλισέ) που μέσα απ’ την υπερβατικότητα της αυτοδιάθεσης της πρωταγωνίστριας (είσαι ακόμη εδώ;) επιχειρεί να στιγματίσει την σκληρή καθημερινότητα των γυναικών (άλλαξες πλευρό ε;) σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία ανοχής και ανομίας (μόνο μην αλλάξεις σελίδα ακόμη). Οι έντονες κοινωνικές προεκτάσεις, πάντως, είναι εκεί, αλλά η ταινία που ξεκινά υποβλητικά κι ατμοσφαιράτα, καταλήγει να πετυχαίνει το πρώτο ροχαλητό της φετινής Berlinale και πιθανότατα το ως ώρας μεγαλύτερο ποσοστό αποχωρήσεων από την προβολή.

Μπόλικες αποχωρήσεις είχε αργότερα και το Two Men in Town, του Ραχίντ Μπουσαρέμπ, ο οποίος είχε διεκδικήσει για πρώτη φορά εδώ τη Χρυσή Άρκτο με τη Μικρή Σενεγάλη το 2001, είχε κερδίσει την εύφημο μνεία της Οικουμενικής Επιτροπής το 2009 με το London River κι επέστρεψε φέτος στο Επίσημο Διαγωνιστικό, μεταφέροντας γαλλικό νουάρ των ‘70s, στο Νιου Μέξικο του σήμερα. Η ιστορία μοβόρου εγκληματία, που μετά από μιάμιση δεκαετία βγαίνει απ’ τη φυλακή με αναστολή, αρκετά αναμορφωμένος ώστε να κουμπώνει το πουκάμισό του μέχρι πάνω-πάνω, ξεκινά σχεδόν εκρηκτικά, όμως η αγωνία του Φόρεστ Γουίτακερ να γεμίσει την οθόνη, υπονομεύει σταδιακά τη στιβαρότητα ενός κατά τα άλλα υποβλητικού δράματος, που καταλήγει σε ένα συμπέρασμα και μόνο: όταν βγάζεις τον Γουίτακερ απ’ τη γκρίζα ουρμπανίλα και τη μαυρίλα της αποξένωσής της, και τον αφήνεις ελεύθερο με τους μανιερισμούς του, τις χειρονομίες του και την in da hood περπατησιά του, μόνο εκτός τόπου και χρόνου αποτέλεσμα θα έχεις.

http://youtu.be/XSp11-6GuXE

Θα αναρωτιέσαι βέβαια, γιατί κάθομαι και σου μιλάω για ταινίες τόσο μάπα, που το πιο συναρπαστικό πράγμα που έχει δει μέχρι στιγμής το κοινό της Berlinale, είναι ο γερανός που σήκωνε σήμερα το καινούριο σήμα του εμπορικού απέναντι απ’ τις αίθουσες. Ε και θα σου θυμίσω λοιπόν, ότι έχουμε ταινίες δικές μας να διαγωνίζονται σε κάθε ένα απ’ τα τρία αυτά προγράμματα. Οπότε όσο περισσότερες μάπες έχουν απέναντί τους, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουν στο πλευρό τους. Που σημαίνει, μ’ άλλα λόγια, πως όσο περισσότερο υποφέρω εγώ, τόσο περισσότερο ελπίζεις εσύ για εθνική υπερηφάνεια. Οπότε: παρακαλώ.

*Η Popaganda στο απροσδόκητα ηλιόλουστο Βερολίνο κι υποφέρει για ‘σένα στο φεστιβάλ, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines