Μετά το Έχω όλους τους δίσκους τους (2013) και το Προτιμώ τα παλιά τους (2015), ο Μπάμπης Αργυρίου κυκλοφορεί το τρίτο του βιβλίο με τίτλο Άλμπουμ διασκευών. Σε αυτό η μουσική προσπαθεί να κρυφτεί –και συχνά τα καταφέρνει– παρότι οι ιστορίες έχουν ως πηγή έμπνευσης βιογραφίες, χαρακτηριστικά και στίχους ροκ μουσικών (Nick Cave, Dead Can Dance, Nick Drake, Joy Division, Massive Attack, Nirvana, Neil Young, κ.α.).

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις αρχές Νοεμβρίου (MiC Books) και η Popaganda σας ανοίγει την όρεξη με την προδημοσίευση ενός από τα 40 κεφάλαιά του…

R.E.M.
Απόρρητες πληροφορίες για μια ιδιαίτερη αμερικανοσοβιετική συνάντηση.

“Mountains sit in a line, Leonard Bernstein
Leonid Brezhnev, Lenny Bruce and Lester Bangs.”

It’s the end of the world as we know it (And I feel fine).

Ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ σκεφτόταν πως ήταν ψέμα των Αμερικανών η ρωσική επίθεση με πυρηνικά λίγη ώρα πριν από την άφιξή του στη χώρα τους. Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε ήταν ο τρόπος που βρήκε για να τον ανατρέψει εκείνη η νυφίτσα, ο Αντρόπωφ, και να γίνει ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης λίγο πριν τα τινάξει.

Η πόρτα άνοιξε και τρεις άντρες μπήκαν στο μισοσκότεινο υπόγειο. Όταν πλησίασαν, αναγνώρισε τον έναν. Είχε πρωτακούσει τ’ όνομά του στο Radio Free Europe, τον προπαγανδιστικό σταθμό των Αμερικάνων. Όταν αργότερα έπαιξε στη Μόσχα με τη φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, αγνόησε τη συναυλία τους· προτίμησε να μείνει στο σπίτι με τη Βικτώρια και να κοιμηθεί νωρίς. Δεν ήθελε να στηρίζει συναυλίες που ουσιαστικά είχαν διοργανωτή το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ούτε αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική. Όταν ήταν παιδί –πολύ πριν από την επανάσταση και την εγγραφή του στην Κομσομόλ–, άκουγε μόνο από απόσταση τη μουσική που έβγαινε από τις χοροεσπερίδες των ανθρώπων της ανώτερης τάξης. Τότε η δική του διασκέδαση ήταν το κολύμπι στον ποταμό Δνείπερο. Σύμφωνα με τον φάκελο που του είχε δώσει η ΚαΓκεΜπέ, αυτός ο Λέοναρντ Μπερνστάιν ήταν εβραϊκής καταγωγής, συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, φιλάνθρωπος και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δίσκοι του είχαν κυκλοφορήσει ακόμα και από τη δική τους Melodia Records.

Οι τρεις άντρες τον αναγνώρισαν και όταν συνήλθαν από την έκπληξη εξέφρασαν την εύλογη απορία τους: Τι ζητούσε σε αμερικανικό πυρηνικό καταφύγιο ο άνθρωπος που πάτησε το κόκκινο κουμπί;

«Δεν πάτησα κανένα κουμπί. Ίσως το πάτησε κάποιος από τους Ασιάτες εχθρούς σας. Εγώ ήρθα για επίσημη επίσκεψη κι αντί να με οδηγήσουν στον Λευκό Οίκο με έφεραν εδώ», είπε. Οι τρεις άντρες δέχτηκαν με επιφύλαξη τη λογικοφανή εξήγηση. «Εσύ μου χρωστάς μια χάρη», είπε ο Λεονίντ απευθυνόμενος στον γκριζομάλλη μουσικό. «Κάποτε έδωσα βίζα εξόδου στον Ροστροπόβιτς μετά από παρέμβασή σου. Το θυμάσαι;»

«Φυσικά το θυμάμαι και σας ευχαριστώ. Τι μπορώ να κάνω για σας;» ρώτησε ο μουσικός τον ηλικιωμένο γενικό γραμματέα με το μεγάλο κεφάλι, τα σμιχτά δασύτριχα φρύδια και το χτενισμένο πίσω γκριζαρισμένο μαλλί.

«Έμαθα ότι η Κάντιλακ έβγαλε ένα νέο μοντέλο. Θέλω να το οδηγήσω. Έχω πάθος με τα πολυτελή αυτοκίνητα».

«Το γνωρίζω και θα το φροντίσω μόλις βγούμε από δω».

«Και να γράψεις μια μέρα και το East Side Story».

Ο συνθέτης γέλασε και υποσχέθηκε πως θα το προσθέσει στα σχέδιά του.

Ο δεύτερος από τους νεοφερμένους λεγόταν Λέστερ Μπανγκς και θεωρούσε τους συνθέτες της κλασικής μουσικής στυγνούς εργοδότες, που όχι μόνο έβαζαν δύσκολα στους μουσικούς, αλλά και τους ωθούσαν να ξεπεράσουν τα όρια των δυνατοτήτων τους για να εκτελέσουν επακριβώς τα έργα τους. Πολλές φορές τούς έδιναν μόνο τις νότες και καμιά οδηγία για την ένταση και το χρώμα της εκτέλεσης, δυσκολεύοντας έτσι περισσότερο τη δουλειά τους. Αυτή η μουσική, που μερικές φορές πηδάει από τον ψίθυρο στην ικανή να σκίσει τα ηχεία κραυγή, με την πληθώρα οργάνων, το μεγάλο εύρος, την ένταση, την έκσταση, τις υπερβολές, την πομπώδη συχνά διάστασή της, θα ταίριαζε να συγκριθεί με την αμερικανική κοινωνία, ενώ το ροκ με τη σοβιετική, την κοινωνία με τις περιορισμένες φιλοδοξίες και τον προσανατολισμό στην απόκτηση των απόλυτα απαραίτητων αγαθών για τη διαβίωση.

Είχε αναρωτηθεί αν η κλασική και το ροκ ανήκαν στην ίδια τέχνη· του φαινόταν η πρώτη σαν μάθημα και το δεύτερο σαν παιχνίδι, όπου ο εμπλεκόμενος –αν το επιθυμεί– αποκαλύπτει με τους στίχους του περισσότερα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Οι θεοί της κλασικής δημιούργησαν ένα σύμπαν ιδανικό για φιλόδοξους, μέχρι μαζοχισμού, μουσικούς. Οι απαίδευτοι ακροατές μόνο να το θαυμάζουν μπορούν. Οι θεοί του ροκ έκαναν το δημιούργημά τους προσιτό σε όλους. “Ζήσε όχι μόνο τη χαρά της ακρόασης αλλά και της δημιουργίας, κι ας είναι εφήμερο το αποτέλεσμα”, έγραψαν στις οδηγίες χρήσης. Στον σκελετό που έφτιαξε ο μεγάλος συνθέτης οι μουσικοί της κλασικής προσθέτουν δικά τους στοιχεία· οι μουσικοί του ροκ ξεκινούν απ’ το μηδέν και γράφουν τη δική τους ταπεινή μουσική. Βγάζουν δίσκους που πολλές φορές καταφέρνουν να είναι διασκεδαστικοί από την αρχή ως το τέλος τους.

«Άραγε επιβίωσε καμιά ξανθιά γυναίκα;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Λεονίντ.

Γύρισαν όλοι και τον κοίταξαν.

«Ο κόσμος μάλλον τελείωσε κι εσύ σκέφτεσαι το σεξ; Ή μήπως είσαι συνάδελφος;» ρώτησε ο Λένι Μπρους, ο τέταρτος της παρέας.

«Τι εννοείς ‘συνάδελφος’;» ρώτησε ο γενικός γραμματέας.

«Συνάδελφος, κωμικός».

«Όχι, δεν είμαι κωμικός. Την αναπαραγωγή σκέφτομαι, τη δημιουργία ενός νέου, σοσιαλιστικού κόσμου από τη μήτρα μιας γυναίκας σαν τις Σοβιετικές, που έδειξαν θάρρος, μεγαλείο και ανιδιοτελή αφοσίωση στην πατρίδα στα χρόνια του πολέμου και σας έσωσαν όλους από τους Ναζί».

«Άσε τώρα τις γυναίκες. Άραγε σώθηκαν καθόλου δίσκοι;» είπε ο Λέστερ.

«Αν έχουν σωθεί οι παρτιτούρες και τα όργανα, θα τους ξαναηχογραφήσουμε», είπε ο Λέοναρντ. «Αλλά και να μην έχουν σωθεί οι παρτιτούρες, δε θα ξεμείνουμε από μουσική. Εγώ μπορώ να παίξω και να διευθύνω από μνήμης πολλά έργα των Stravinsky, Tchaikovsky, Prokofiev, Rimsky-Korsakov, Mussorgsky…»

«Νόμιζα ότι ήσουν Αμερικανός», είπε ο Λένι. «Εσύ είσαι πιο Ρώσος κι απ’ τον σύντροφο Λεονίντ».

«Περίφημα!» είπε ο Λέστερ. «Θ’ ακούμε τα έργα του Charlie Parker και του John Coltrane σε δεύτερη εκτέλεση, παιγμένα από τον Grover Washington Jr».

«Εγώ ξέρω τα πάντα για τους δικούς μας μουσικούς –τι διάβαζαν, τι δίσκους αγόραζαν, ποιους συναντούσαν, τι έλεγαν στο τηλέφωνο–, αλλά δεν μπορώ να βοηθήσω στην αναπαραγωγή των έργων τους», είπε ο Λεονίντ.

«Ξέρετε πώς λέγεται το φαν κλαμπ στα ρώσικα;» ρώτησε ο Λένι και χωρίς να περιμένει απάντηση είπε: «ΚαΓκεΜπέ».

«Έχεις πρόβλημα με τη Σοβιετική Ένωση;» ρώτησε ο Λεονίντ.

«Με την κυβέρνησή της έχω», είπε ο Λένι. «Υποψιάζομαι ότι οι κωμικοί εκεί δεν επιτρέπεται ούτε ‘σουτιέν’ να πουν σε δημόσιο χώρο».

«Ελπίζω να σώθηκαν τα βιβλία και να μη χρειαστεί να γράψω πάλι τη βιογραφία μου», είπε ο Λεονίντ. «Τα βιβλία δεν μπορούν ν’ αναπαραχθούν από μνήμης και μου φαίνεται εφιαλτικός ένας κόσμος χωρίς έργα των Γκόργκι, Πούσκιν, Τολστόι…»

«Εφιαλτικός είναι ο κόσμος όταν δεν υπάρχει στις δισκοθήκες το White Light/White Heat, το Fun House, το Astral Weeks…», είπε ο Λέστερ.

«Δεν αντέχεται ο κόσμος χωρίς Σπάιντερμαν, Μίκυ Μάους, John Wayne, Marilyn Chambers», είπε ο Λένι και μετά συμπλήρωσε: «Ένας κόσμος χωρίς σιδηρούν παραπέτασμα, γκούλαγκ, ψυχρό πόλεμο, εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και το Αφγανιστάν».

Ο Λεονίντ σήκωσε το γάντι. «Ένας κόσμος χωρίς Κου Κλουξ Κλαν, Watergate, καπιταλισμό, ιμπεριαλισμό, μακαρθισμό, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο».

«Σκάστε, μαλάκες! Αρχίσατε αμέσως την αντιπαράθεση!» φώναξε ο Λέστερ.

«Ποιος είσαι πάλι εσύ που μας βάζεις τις φωνές;» ρώτησε ο Λεονίντ τον αξύριστο μουστακαλή.

«Λέστερ Μπανγκς, ο λαμπρός και ταλαντούχος καλλιτέχνης», απάντησε εκείνος μιλώντας γρήγορα. «Ένας ευαίσθητος άντρας που δε φοβάται να δείξει τις αδυναμίες του, ένας από τους λίγους που καταλάβαιναν τι πήγαινε λάθος στον πολιτισμό μας και γιατί δεν είχε μέλλον. Ένας όμορφος καριόλης, καλός στο κρεβάτι και βέβαια προικισμένος με σοφία μεγαλύτερη απ’ την ηλικία του, διασκεδαστικός, μοναδικός και απρόβλεπτος ροκενρόλ καλλιτέχνης με δική του μπάντα, ίσως υποψήφιος για τον τίτλο του καλύτερου συγγραφέα της Αμερικής. Ποιος ήταν καλύτερος; Ο Bukowski; Ο Burroughs; Ο Hunter Thompson; Έλα τώρα… Ήμουν ο καλύτερος. Κι ας έγραφα σχεδόν αποκλειστικά κριτικές δίσκων».

«Και δεν ένιωσες την ανάγκη να γράψεις κάτι άλλο; Εγώ έγραψα από όπερα μέχρι σάουντρακ», είπε ο Λέοναρντ.

«Έχω στα σκαριά πολλά βιβλία. Μερικοί τίτλοι: Όλοι οι φίλοι μου είναι ερημίτες, Όλα όσα θα μπορούσες να είσαι αν η σύζυγος του Iggy Pop ήταν μητέρα σου, Ένας εύλογος οδηγός για τον φρικτό θόρυβο, Γίνεται να ζεις σαν δισεκατομμυριούχος χωρίς εισόδημα – το κάνω συνέχεια κι αυτό το βιβλίο εξηγεί τον τρόπο.

«Έγραφες κριτικές και για κλασική μουσική;»

«Όχι. Η κλασική είναι νεκρή. Η μουσική που θα εκφράσει το χάος της εποχής μας και θα γίνει διαπολιτισμικό εργαλείο συγκίνησης ατόμων από κάθε φυλή και τάξη δεν μπορεί να είναι βασισμένη στις παλιές μεθόδους του Μπαχ και των επόμενων. Πρέπει να ξεφύγει από την ασφάλεια της τονικότητας και να πειραματιστεί με τη δωδεκαφθογγική τεχνική του Schoenberg, την ατονικότητα και την ηλεκτρονική μουσική, ώστε να δημιουργήσει μια νεωτεριστική κουλτούρα που θα χρωστάει λίγα στους προηγούμενους – όπως για παράδειγμα έκαναν οι Ramones. Ο μουσικός δεν μπορεί να έχει δική του ταυτότητα όσο λειτουργεί με τους περιοριστικούς κανόνες της παλιάς μεθόδου δημιουργίας μουσικής. Πρέπει να επαναστατήσει, να πει ότι φτάνει πια με τις διατονικές και τις χρωματικές κλίμακες, τα τονικά κέντρα, τις πέμπτες, τις τέταρτες και τις τρίτες. Συμφωνείς, μαέστρο;»

«Όχι, γιατί είμαι υπέρ της τονικότητας. Πιστεύω ότι είναι έμφυτη στον άνθρωπο, ο οποίος την αναζητά όταν ακούει μουσική και χάρη σ’ αυτή μπορεί να ταυτιστεί και να βιώσει τη στενή σχέση με τον συνθέτη, τους μουσικούς και όσους βρίσκονται δίπλα του στον χώρο ακρόασης, να αισθανθεί ένα καλειδοσκόπιο συναισθημάτων, να φτάσει στην κάθαρση. Σε μια συναυλία η μουσική μπορεί ν’ αρπάξει χιλιάδες ακροατές και να τους κάνει ν’ αντιδράσουν με τον ίδιο τρόπο σαν να είναι ομάδα. Τους γραπώνει με τη μαγεία της –αυτό το είδος μυστικιστικής απορρόφησης–, τους λιώνει ομαδικά, τους κάνει ένα, τους δίνει μια γεύση παραδείσου.

»Δεν ευθύνεται η τονικότητα αλλά η αδυναμία όσων την κατηγορούν να παίξουν με τις αλλοιώσεις τόνου, τις αντιφάσεις και τις ασάφειες, τα μελωδικά άλματα, τις λεπτές αποχρώσεις, τα μικρά ή μεγάλα μοτίβα, την οικονομία ή την επανάληψη, τον συνδυασμό πολυτονικών και πολυρυθμικών καινοτομιών, τη νοσηρότητα και την τραγικότητα, την ειρωνεία και την αμφισημία που ευχαριστούν τ’ αφτί, και να δημιουργήσουν ευχάριστη και σημαντική μουσική· μουσική που εκφράζει πανανθρώπινες αξίες και πάθη, τέχνη που στοχεύει στον πυρήνα της ύπαρξης των ακροατών, τους διεγείρει και τους αναζωογονεί, επιτυγχάνει κάποιο είδος συμφιλίωσης με τον κόσμο. Η γραμμένη με τον παλιό τρόπο μουσική εκφράζει με απόλυτη φυσικότητα την αγωνία της ζωής, τον πόνο, τη θλίψη της απώλειας, τον ερωτισμό, τον αισθησιασμό και κάθε ευχάριστο συναίσθημα που έχει αισθανθεί ο άνθρωπος. Στ’ αλήθεια, αυτοί οι Ramones ακολουθούν το ατονικό σύστημα;»

«Όχι, αστειευόμουν», είπε ο Λέστερ. «Αν θέλεις ατονικό, ψάξε τη Ρεπλίκα του Καπετάνιου».

«Μοιάζουν οι Ramones καθόλου με τους R.E.M. που μ’ αρέσουν;»

«Οι R.E.M. είναι λυκόπουλα. Εγώ σου μιλάω για μουτζαχεντίν, καμικάζι, κομάντο αυτοκτονίας».

«Ποιο δίσκο τους ν’ ακούσω όταν βγούμε από δω;»

«Ξεκίνα από το Rocket to Russia και συνέχισε με το ντεμπούτο τους».

«Rocket to Russia; Άκουσα καλά;» ρώτησε ανήσυχος ο Λεονίντ. Τον αγνόησαν όλοι.

«Εσύ τι ψάχνεις στη μουσική; Τι μουσική ακούς;» ρώτησε ο Λέοναρντ τον Λέστερ.

«Τι ψάχνω, τι ακούω… Μουσική που δε γίνεται να την αγνοήσεις, που δεν αρκείται στον ρόλο της υπόκρουσης, που όταν παίζει σταματάει η δράση στον χώρο και τη θυμάσαι μετά, άσχετα αν σου άρεσε ή όχι, που αισθάνεσαι τη συναισθηματική καταιγίδα της, το πάθος που παραμονεύει, το πάθος που βράζει, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα. Κατέληξα ότι όσο πιο ακατέργαστος είναι ο ήχος τόσο πιο διασκεδαστικός είναι και τόσο περισσότερες ακροάσεις αντέχει. Δύο ποιότητες ξεχωρίζω: ψυχή και ήχο που δεν καταχωρείται σε καμιά κατηγορία. Υπενθυμίζω στους μουσικούς να μην ξεχνούν να παίζουν και με την καρδιά παράλληλα με τα δάχτυλα, με το μυαλό και με το νευρικό τους σύστημα, και από τ’ αυλάκια των δίσκων τους εκτός από τον ήχο να ξεπηδά σάρκα και αίμα.

»Αγαπάω αυτούς που βγάζουν έναν δικό τους ήχο και μετά τον μοιράζονται με περηφάνια. Θέλω μουσική με ένταση, που να εκφράζει απόλυτα τον παλμό της ζωής μας, σαν την ορμητικότητα της καρδιάς όταν ερωτεύεται για πρώτη φορά. Να έχει να πει κάτι έντιμο και εξυψωτικό για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, και για όλες τις γνωστές κατηγορίες σχέσεων, να θέτει τα οδυνηρά περί έρωτος ερωτήματα και τις εξίσου οδυνηρές απαντήσεις τους. Δε θέλω ναρκισσισμό και ego· θέλω μέσα στη φρενίτιδα να αναδύεται αυτό το παράξενο είδος ταπεινότητας και αγάπης, σαν θρησκευτική εμπειρία. Με ενδιαφέρει πολύ το στιλ και καθόλου η μόδα – το στιλ και ο μαγνητισμός δε διδάσκονται. Εσύ, Λέοναρντ, έχεις στιλ, ο Λεονίντ είναι ένας άχαρος γραφειοκράτης.

»Μου αρέσουν τα κλασικά ροκ τραγούδια γιατί το καύσιμό τους ήταν η σεξουαλική καταπίεση και η επακόλουθη απογοήτευση. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι η ποπ μουσική ανακαλύφτηκε για να εκφράζει άρρωστα συναισθήματα με γοητευτικό τρόπο – συσσωρευμένη λαγνεία και φόβο, ενοχή και μίσος, μνησικακία και σύγχυση. Τότε όλη η απογοήτευσή τους διοχετευόταν στη μουσική, όλα τα δυνατά συναισθήματα έβγαιναν μπροστά και εξέφραζαν δυσάρεστες και οδυνηρές καταστάσεις – πράγματα που ακόμα και σήμερα δεν ακούγονται ξεπερασμένα. Πεποίθησή μου είναι ότι ακούμε μουσική για τα πάθη που εκφράζει, διαφορετικά δε μας λέει τίποτα.

»Το ροκ είναι βασικά εφηβική μουσική, που αντικατοπτρίζει τους ρυθμούς, τις ανησυχίες και τις φιλοδοξίες μιας συγκεκριμένης ηλικιακά ομάδας. Όταν ενηλικιώνεται, γίνεται κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό αλλά διαφορετικό από το πρωτότυπο. Στα πρώτα χρόνια του το ροκ ήταν ένα τεράστιο πάρτι και η φιλοδοξία όλων ήταν να μη σταματήσει αυτό το πάρτι τα επόμενα χρόνια. Γιατί το πάρτι ήταν το μόνο πράγμα που είχαν για να γαντζωθούν πάνω του, το μόνο πράγμα που πίστευαν και στο οποίο βασίζονταν, μια πηγή νιότης και ενέργειας, που τους διατηρούσε ζωντανούς, τους στήριζε χωρίς να τους καταβροχθίζει. Το πάρτι ήταν η αναζωογονητική εναλλακτική στη βαρεμάρα της χωρίς ενδιαφέροντα ζωής.

»Αντίθετα με σένα, Λέοναρντ, θεωρώ θετικό να μην έχουν μεγάλη εμπειρία οι μουσικοί, γιατί δε γίνεται να ξεμάθουν όσα άχρηστα και βαρετά έμαθαν, που τις περισσότερες φορές τούς στρέφουν σε λάθος κατεύθυνση. Με αφετηρία το αστοιχείωτο χάος, η μουσική τους σταδιακά αποκτά σχήμα και προσωπικό ύφος. Η μπάντα ξεκινά πρωτόγονα, αδασκάλευτα και αβέβαια, και με τον χρόνο μεταλλάσσεται σ’ ένα δυναμικό και εκφραστικό σύνολο. Αυτή πιθανόν είναι η απόλυτη ροκενρόλ ιστορία, γιατί το ροκ έχει κυρίως σχέση με ξεκινήματα, με τη νιότη και την αβεβαιότητα και τη διαδρομή προς την έξοδό της.

»Έχει σχέση και με την αποξένωση, τον πόνο, την αγωνία, που είναι καταστάσεις που μπορούμε εύκολα να ταυτιστούμε μαζί τους και να τις εξηγήσουμε, κι αυτό υποθέτω πως δείχνει και το επίπεδο εξέλιξης των ψυχών μας. Τα τραγούδια μιλούν για το πώς είναι να μεγαλώνεις στην Αμερική του ’60 –όχι στο Σάλτσμπουργκ του 1800–, για τη σύγχυση, την αμφιβολία, την πλήξη· το να νιώθεις σαν ρύπος, βαρεμένος, μπερδεμένος, καυλωμένος και νευρωτικός έφηβος με πρόβλημα επικοινωνίας. Με ενδιαφέρει η μουσική που κουβαλάει ένα στοιχείο αρρώστιας, αβεβαιότητας, ανοησίας, που αντικατοπτρίζει τον παραλογισμό και την απελπισία της εποχής. Με ενδιαφέρουν και οι μουσικοί που δε φοβούνται να αυτογελοιοποιηθούν, ν’ αποκαλύψουν κάτι προσωπικό, κάτι αληθινό για τους εαυτούς τους, να ουρλιάξουν τον πόνο τους –όπως ο Ρώσος διανοούμενος που βασανίζεται σε σοβιετικό τρελοκομείο επειδή έγραψε ποίηση που δεν κολάκευε το προλεταριάτο–, να εκφράσουν την απόγνωση, τις επιθυμίες, τη λύπη, τη μάχη με τον εαυτό τους και τους δαίμονές τους.

»Θέλω ακόμα η μουσική να με διδάξει κάτι για μένα, για τις γυναίκες, για οτιδήποτε, ακόμα και καινούργιες γνώσεις για την ανθρώπινη υπόσταση. Με υπόκρουση κιθάρες που σε κολλάνε στον τοίχο και το σταθερό, συναρπαστικό χτυποκάρδι του ροκ, ν’ ακούσω μουσική που θα είναι γιατρικό για τον καρδιακό και ψυχικό πόνο, βάλσαμο για τα σπασμένα νεύρα· που θα εκφράζει ένα είδος απελευθέρωσης από τη σεξουαλική ασφυξία, θα χαρίζει στιγμές που ζεις τη ζωή σου πιο έντονα, που σου κόβεται η ανάσα· που θα διοχετεύει όλη την απογοήτευση σε μια απελευθερωτική μαζική επιληπτική κρίση. Μουσική που δείχνει προς μια θετική κατεύθυνση, που κάτω από την τραχιά επιφάνεια, τον πρωτόγονο, α-μουσικό και χαοτικό ίσως ήχο της, θα κρύβει έναν επίμονο ανθρωπισμό, ήθος, ευθύτητα, εντιμότητα και ενδιαφέρον που δεν είναι υποκριτικό. Μουσική που θα παρουσιάζει μια σκοτεινή εικόνα της κοινωνίας και της ψυχής, αλλά θα σου δίνει και την αίσθηση της στενής σχέσης και κοινότητας.

»Ο Μπαχ σίγουρα καθόταν στο πιάνο και η μουσική ανάβλυζε από μέσα του. Οι μελωδίες του έκαναν τον γύρο του τετραγώνου και γύριζαν στην αφετηρία έτοιμες για την επόμενη εξόρμηση. Αλλά και ο Hendrix, όταν ανέβαινε στη σκηνή, λες και κάτι μεγαλύτερο τον απορροφούσε, τον κατάπινε και τον καθοδηγούσε. Έχανε τον έλεγχο, η μουσική και η ζωή τον έπαιζαν, και η μουσική που έβγαινε ήταν πύρινη, ώστε να μην μπορείς να πεις αν ήταν δική του ή του κεραυνού που τον είχε χτυπήσει. Ο Άλφρεντ Καζίν είπε για τον Σελίν: “Γράφει σαν ένα ευέλικτο ζωντανό καλώδιο που τρίζει, είναι απρόβλεπτο και κρύβει κίνδυνο”. Θα μπορούσε να πει ακριβώς το ίδιο για τον Hendrix.

»Πολλοί από τους προσανατολισμένους στην καριέρα μουσικοί δεν αξίζουν να είναι μέλη ούτε σχολικής χορωδίας. Και υπάρχουν και οι άλλοι, με τη φυσική μουσικότητα, που όταν παίζουν κάτι σου δίνουν την αίσθηση ότι το έπαιξαν σωστά –αυτή η λεπτή διαφορά που κάνει κάποιες εκτελέσεις τραγουδιών να ξεχωρίζουν. Μουσικοί που κάνουν σπουδαία τέχνη διασκεδάζοντας παράλληλα και οι ίδιοι και το κοινό, που όσο λιγότερο προσπαθούν να πλασαριστούν σαν σεξ σύμβολα τόσο πιο σέξι είναι. Το έντονο ερωτικό στοιχείο είναι επίσης επιθυμητό. Ο Elvis ήταν ο μόνος άντρας περφόρμερ που μ’ έκανε να ανταποκριθώ σεξουαλικά. Δεν ήταν διέγερση –μάλλον διέγερση της καρδιάς, θα έλεγα–, αλλά όσο τον κοίταζα τρελαινόμουν από πόθο, φθόνο, λατρεία και διάθεση αυτοπροβολής.

»Τι μουσική ακούω… Η μουσική που πολλοί χαρακτηρίζουν καταθλιπτική εμένα με βγάζει από την κατάθλιψη. Δυνατή μουσική σε δυνατή ένταση –κόκκαλα που σπάνε, ήχοι που σου ζυγοσταθμίζουν το μυαλό–, ελεύθερη μουσική όπου τα όρια είναι μόνο η συναίσθηση και η φαντασία των μουσικών, μουσική για μικρούς χώρους όπου ένα ιδιαίτερο δέσιμο χτίζεται μεταξύ κοινού και εκτελεστών. Δεν αρκούμαι στο να περνάω καλά, ψάχνω τους στίχους και το κόνσεπτ της μουσικής τους – μου αρέσει, φερ’ ειπείν, που ο Lou Reed έβαλε στα τραγούδια και τα ναρκωτικά, την ομοφυλοφιλία, τον σαδομαζοχισμό. Δεν καίγομαι για ωδές στη χαρά· όταν είμαι χαρούμενος, δε χρειάζομαι σάουντρακ.

»Δε μ’ ενδιαφέρει η ροκ αριστοκρατία, τα κέρινα ομοιώματα, αυτοί που δίνουν έμφαση στα φανταχτερά ρούχα αντί να προβάλλουν την προσωπικότητά τους και στο τέλος γίνονται τα ρούχα τους. Ούτε αυτοί που παίζουν δυο ακόρντα και μετά μαλακίζονται με το τρέμολο και το feedback, και βγάζουν αστείους ήχους, που φοβούνται να εκφράσουν αληθινά συναισθήματα και στους στίχους τους γκρινιάζουν για την καριέρα τους, σχολιάζουν χωρίς βάθος ή φτιάχνουν καθημερινές ιστορίες που ποτέ δε γίνονται συναρπαστικές· που δεν έχουν ούτε ένα τραγούδι που να εκφράζει τι στ’ αλήθεια αισθάνονται για τον εαυτό τους, για τους φίλους, εραστές, γνωστούς, συγγενείς, τον σπιτονοικοκύρη, τον ψυχαναλυτή τους, για όλα και όλους τέλος πάντων, που φοβούνται ν’ αυτοσαρκαστούν και να φέρουν σε αμηχανία το κοινό τους· που φτιάχνουν μουσική για ευτυχισμένες νοικοκυρές –ομογενοποιημένη συντηρητική μουσική, φτιαγμένη με την ίδια συνταγή–, που είναι εντελώς ξεκομμένοι απ’ τον κόσμο, πνευματικά νεκροί. Πουλάνε ένα προϊόν που δε με αφορά, γιατί με κάνει να νομίζω πως είμαι κάτι που δεν είμαι.

»Ο σύντροφος Λεονίντ δεν έζησε την εμπειρία του να σπεύδεις από το δισκάδικο στο σπίτι για να ζήσεις την αποκάλυψη. Να βγάζεις τον παρθένο δίσκο που γυαλίζει, να διαβάζεις την ετικέτα, να τοποθετείς τη βελόνα, να περιμένεις δυο-τρία ατέλειωτα δευτερόλεπτα και μετά, επιτέλους, ήχος – η στιγμή της αλήθειας. Κάθε σπουδαίος δίσκος έψησε το μυαλό μου λίγο παραπάνω. Ειδικά μετά τις πρώτες ακροάσεις του μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν ήμουν ξανά ο ίδιος. Φτιαχνόμουν και μόνο κοιτάζοντας τα εξώφυλλά τους.

»Η μεγάλη τέχνη πάντα επιβεβαίωνε τις ανθρώπινες αξίες. Η μεγάλη μουσική είναι δυνατή, οδηγεί και εξαγνίζει, και είναι η ίδια η ζωή. Όσο περισσότερα μαθαίνω ασχολούμενος, τόσο λιγότερα γνωρίζω. Δεν ξέρω τίποτα από μουσική».

Το βιβλίο «Άλμπουμ Διασκευών» του Μπάμπη Αργυρίου θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις MiC Books στις αρχές Νοεμβρίου.