zambra

Όταν, προ δεκαετίας, κυκλοφόρησε το «Μπονσάι», η κριτική αναγνώρισε στον χιλιανό Alejandro Zambra τη νέα φωνή της λογοτεχνίας της χώρας και τον διάδοχο του Μπολάνο. Έκτοτε, η πορεία του έχει στεφθεί με επιτυχίες, ενώ το έργο του έφτασε ακόμα και στο κινηματογραφικό πανί.

Το «Τρόποι να γυρίσεις σπίτι», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, ξεκινάει με έναν μεγάλο σεισμό που συγκλονίζει το Σαντιάγκο, την πρωτεύουσα της χώρας, στα χρόνια της δικτατορίας του Πινοσέτ. Καθώς οι κάτοικοι παιρνούν το βράδυ στους δρόμους, ένα εννιάχρονο αγόρι ερωτεύεται ένα λίγο μεγαλύτερο κορίτσι, το οποίο θα του αναθέσει να παρακολουθεί τον θείο της που μένει στο γειτονικό του σπίτι. Η παρακολούθηση θα τον φέρει στην άλλη άκρη της πόλης, ακολουθώντας μια νεαρή κοπέλα που βγήκε από το σπίτι.

Αυτή την ιστορία χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο για το ημι-βιογραφικό βιβλίο που ετοιμάζει ένας συγγραφέας, στο γνώριμο μοτίβο της ιστορίας μέσα στην ιστορία. Σκαλίζοντας ταυτόχρονα την προσωπική του οικογενειακή περιπέτεια, επιδιώκει να ερμηνεύσει τη στάση της γενιάς της δικτατορίας, αυτούς που σιωπηρά αποδέχτηκαν τον Πινοσέτ και τις αγριότητές του καθώς και την επόμενη γενιά, αυτούς που τότε ήταν παιδιά και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να κατανοήσει γιατί η δική του ζωή και προσωπικότητα εξελίχθηκε με τον τρόπο αυτό.

Το μικρό και μεστό «Τρόποι να γυρίσεις σπίτι» κινείται θεματικά στα αγαπημένα μονοπάτια του Zambra: έχουμε κι εδώ έναν συγγραφέα που γράφει για τη διαδικασία συγγραφής ενός βιβλίου του, στο οποίο κυριαρχεί η προσπάθεια κατανόησης του παρελθόντος του. Στον Zambra όλα είναι μνήμες, μια διαρκής προσπάθεια διαλεύκανσης του παρελθόντος μέσα από προσωπικές αναμνήσεις, αναζήτηση προσώπων που θα αποκαλύψουν την άλλη πλευρά της ιστορίας, φωτογραφίες. «Μπορεί και να μ’αρέσει να δουλεύω το βιβλίο. Μ’αλλα λόγια, προτιμώ το να το γράφω απ΄το να το’χω γράψει. Προτιμώ να είμαι εκεί, να κατοικώ στο χρόνο του, να συμβιώσω μ’εκείνα τα χρόνια, να κυνηγάω επίμονα εικόνες μακρινές και να τις ξανακοιτάζω με προσοχή. Να τις βλέπω όχι και τόσο καθαρά, αλλά να τις βλέπω. Να είμαι εκεί, να κοιτάζω».

Όμως, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί παρά να επηρεάζει την ίδια τη διαμόρφωση του παρελθόντος, το οποίο προσεγγίζεται μέσα από την πατίνα του χρόνου που αναπόφευκτα αλλοιώνει την πραγματικότητα της τότε εποχής. Άρα, το βάρος μας πέφτει όχι στο ίδιο το παρελθόν, αλλά στο πώς εμείς το αντιλαμβανόμαστε: «αρχίζουμε να μιλάμε μ’ενθουσιαμό για ταινίες, ανακαλύπτοντας συμπτώσεις που, μοιραία, μας πάνε πίσω στη ζωή, στα νιάτα μας, στα παιδικά μας χρόνια. Γιατί δεν μπορούμε πια, δεν ξέρουμε πια πώς να μιλήσουμε για μια ταινία ή για ένα βιβλίο. Τώρα πια δεν είναι οι ταινίες και τα μυθιστορήματα που έχουν σημασία, αλλά το πότε τις είδαμε και τα διαβάσαμε: πού βρισκόμασταν, τι κάναμε, ποιοι ήμαστε τότε».

thumbnail

Τον εαυτό μας ψάχνουμε και την δικαιολόγηση του γιατί είμαστε αυτό που είμαστε. «Πηγαίνω στο επιπλάκι με τα παλιά οικογενειακά άλμπουμ. Να σε τι χρειάζονται αυτά τα άλμπουμ, σκέφτομαι: για να μας κάνουν να πιστέψουμε πως, όταν ήμαστε παιδιά, ήμαστε ευτυχισμένοι. Για να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι δε θέλουμε να αποδεχθούμε το πόσο ευτυχισμένοι ήμαστε».

Για τους υπόλοιπους, ας είμαστε επιεικείς. Ο καθένας ζεί όπως μπορεί και αυτό είναι όλο, λέει ο Zambra. Κανείς δεν ξέρει τον σωστό τρόπο, όλοι αξίζουν μια δικαιολογία για το ότι δεν ήταν γενναίοι ή ηθικοί κι όμως, δίνουν συμβουλές, λες και ξέρουν κάτι περισσότερο: «μ’αρέσει που δίνει συμβουλές. Τώρα που το σκέφτομαι, υπήρχε μια εποχή όπου όλος ο κόσμος έδινε συμβουλές. Ήταν αργά πια, είχαμε ερωτευτεί την αποτυχία, και οι πληγές ήταν τρόπαια, όπως όταν ήμαστε παιδιά, μετά το παιχνίδι μέσα στα δέντρα. Αλλά ο Ροδρίγο δίνει συμβουλές. Και τις ακούει, και τις ζητάει. Είναι κι αυτός ερωτευμένος με την αποτυχία, αλλά και, συνάμα, με ευγενείς, πατροπαράδοτες μορφές φιλίας».

Σαν το παιδί που χάνεται και αναστατώνει τους γονείς του που το έψαχναν παντού, όμως τελικά επιστρέφει στο πατρικό του από άλλο δρόμο, έτσι ο κάθε συγγραφέας παλεύει με το προσωπικό του παρελθόν για να βρει, με τον δικό του τρόπο, την αληθινή του φωνή: «πάντα πίστευα πως δεν είχα αληθινές αναμνήσεις απ’τα παιδικά μου χρόνια. Πως η ιστορία μου χωράει σε λίγες γραμμές. Ίσως και σε μια σελίδα. Με μεγάλα γράμματα. Τώρα πια δεν το πιστεύω».

Είμαστε αυτά που ζήσαμε (έστω κι αν δεν τα κατανοούσαμε), είμαστε τα παιδιά των γονιών μας, τα παιδιά της εποχής μας: «Όταν γράφουμε, συμπεριφερόμαστε σαν μοναχοπαίδια. Σαν αν ήμαστε πάντα μόνοι μας». Όσο κι αν προσπαθούμε, αυτό δεν αλλάζει. Ο Zambra, επιτυχημένος και διάσημος συγγραφέας πια, δεν μπορεί να σταματήσει να παλεύει με το οικογενειακό του παρελθόν. Ακόμα και αν όλος ο κόσμος μπορεί να τον θεωρεί σημαντικό, αυτός πάντα επιζητά το πιο απαραίτητο χάδι, την αναγνώριση από την οικογένεια. Για αυτό γράφει, διότι τι είναι η γραφή πέρα από τη διαρκή αναζήτηση της μεγάλης οικογένειας των λέξεων, αυτής που νοηματοδοτεί την ανάγκη των συγγραφέων να γράφουν και των αναγνωστών να διαβάζουν: «Βρίσκω παρηγοριά σ’ενα γράμμα που έστειλε ο Καουαμπάτα στον φίλο του , Γιούκο Μίσιμα, το 1962: “Ό,τι κι αν λεέι η μητέρα σου, το γράψιμό σου είναι υπέροχο”».

Στο κάτω κάτω, λέει ο Zambra, η γραφή είναι ο μόνος τρόπος να γυρίσεις σπίτι.