Οι Άγνωστοι Αθηναίοι: Ένα συγκινητικό ντοκιμαντέρ για τα αδέσποτα, μία αβίαστη ωδή στο κέντρο της Αθήνας

Η Αθήνα. Μέσα από το βλέμμα –και το ύψος– των τετράποδων ελεύθερων περιπατητών της. Εκείνων που, συχνά, τη γνωρίζουν καλύτερα από τους δίποδους βιαστικούς, καθημερινούς, αγχωμένους κατοίκους της. Την οσμίζονται καλύτερα, τη νιώθουν καλύτερα, τη βολτάρουν καλύτερα, την περπατάνε καλύτερα, την ακούνε καλύτερα. Απλά πράγματα, όπως άλλωστε είναι και τα ίδια απλά και χαλαρά, αυτά τα φοβερά αδέσποτα σκυλιά του αθηναϊκού κέντρου που γοήτευσαν την Αγγελική Αντωνίου τόσο, ώστε να ασχοληθεί επτά ολόκληρα χρόνια με τις περιπέτειές τους, φτιάχνοντας ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ. Το οποίο, μετά την υποψηφιότητά του για τον «Χρυσό Αλέξανδρο» στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ξεκινά το ταξίδι του στους κινηματογράφους, στις 17 Σεπτεμβρίου.

«Οι Άγνωστοι Αθηναίοι»: η Φωτούλα, ο Λέων, ο Σωκράτης, ο Σοφοκλής, η Μπέτυ, ο Διονύσης, η Μιράντα. Ο Γλύκας, 12 χρόνια μόνιμος στα σκαλιά της Μεγάλης Βρετανίας –όμως στις διαδηλώσεις προτιμά το Κολωνάκι. Ο Θρύλος, που από τα σοκάκια μετακόμισε, γέρος πια, στα σαλόνια. Ο Κωνσταντίνος και ο Ορφέας, φίλοι αχώριστοι με αδυναμία στα μπαράκια. Ο Μάρκος, αγαπημένη ατραξιόν στο Μοναστηράκι. Ο Στέφανος, που τρώει στην Κολοκοτρώνη. Ο Ρούμπι κι ο Στράτος, που γάβγιζαν στην τρόικα και τους είχαν βγάλει στα κανάλια. Ο Χρήστος κι ο Νάσος που προτιμούν την Ακρόπολη. Η Λαίδη, ο Άρης, ο Πάρις, ο Προκόπης, ο Μπεν… Τόσο οικείοι, τόσο τρυφεροί, τόσο θαρραλέοι σκύλοι – κι ευτυχώς όχι τόσο μόνοι. Αυτό το ξέρατε;

Και όμως! Υπάρχουν κάποιοι άλλοι άγνωστοι Αθηναίοι, λίγοι, αλλά πολύ συγκινητικοί, που τα φροντίζουν, τα ταΐζουν, τα ποτίζουν, τα περιθάλπουν, τα προσέχουν τα αδέσποτα, τους κάνουν παρέα. Άνθρωποι που είναι φανερό πως οικονομική ευμάρεια δεν έχουν, και όμως αναλαμβάνουν ακόμη και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, τα εμβολιάζουν, τα θεραπεύουν όταν αρρωσταίνουν, τα στειρώνουν, τα αγαπάνε σαν δικά τους. Κι εκείνα το νιώθουν και το επιστρέφουν, κουνώντας την ουρά τους. «Πιστεύω -όσο τα έχω ζήσει-, ότι έχουν το κοντινότερο μυαλό με τον άνθρωπο, μπορούν να συνεννοούνται», τονίζει ο κύριος Αχιλλέας που τους έχει αφιερώσει ώρες ολόκληρες από την καθημερινότητά του, 30 χρόνια τώρα! «Εδώ γεννηθήκανε, εδώ γεράσανε, εδώ θα πεθάνουν», λέει και περιπλανιέται στην κυριολεξία σε όλο το κέντρο για να τα ταΐσει.

Κινηματογραφώντας, συχνά, από το ύψος των ματιών τους.

Η Αγγελική Αντωνίου όμως, πέρα από αυτή την, σε πρώτο πλάνο, τρυφερή και ιδιαίτερα σημαντική εξιστόρηση της άγνωστης ζωής των αδέσποτων σκύλων –αλλά και γατιών και σπουργιτιών– του κέντρου της Αθήνας, κινηματογραφεί στο φόντο την ίδια την πόλη, τους δρόμους, τα κτίρια, τις ανάσες, τους ήχους, τα χρώματα, τις σκιές, την καρδιά της. Μία πραγματικά εντυπωσιακή δουλειά που αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και γίνεται, στο πέρασμα του χρόνου, ταινία-σημείο αναφοράς για την πόλη. Προφανώς ρόλο σε αυτό έπαιξε και η κρυμμένη πλευρά της αρχιτεκτόνισσας, καθώς η σκηνοθέτις όταν έφυγε για σπουδές κινηματογράφου στο αγαπημένο της Βερολίνο –όπου ακόμη ζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα– κρατούσε ήδη το πτυχίο της Αρχιτεκτονικής Θεσσαλονίκης.

Η κάμερά της, άλλοτε τοποθετείται στο ύψος του βλέμματος των υπέροχων τετράποδων, άλλοτε πετάει ψηλά στον ουρανό σαν περιστέρι δίνοντας εξαίσιες εικόνες κίνησης και ζωής, άλλοτε περπατάει στο πλάι των βιαστικών περαστικών. Συγχρόνως, την ώρα που εστιάζει στα αδέσποτα, παρακολουθεί όλα τα δρώμενα της πόλης, έως και μικρές ανθρώπινες ιστορίες, καταγράφοντας στιγμή στιγμή, μοναδικά και απόλυτα ρεαλιστικά, για αυτό άλλωστε και τόσο συναρπαστικά, την ατμόσφαιρά της και, βέβαια, τους ψίθυρους, τους θορύβους, τις μουσικές ή τις σιωπές της: Ένα ακορντεόν, τουρίστες με βαλίτσες, παρέες από κορίτσια, αγχωμένοι εργαζόμενοι, ένα ζευγάρι που χορεύει σε κάποιο μπαρ, μια διαδήλωση, το τρενάκι της πόλης, το συγκρότημα που παίζει τον «Μπάμπη τον Φλου», μια λατέρνα, η Φιλαρμονική, η mezzo soprano στο χαμάμ… Ο ανήσυχος ήχος της πόλης, ως απόλυτος guest star, δίπλα στις όμορφες μουσικές της ταινίας που έφτιαξε ο Σεραφείμ Γιαννακόπουλος των Planet Of Zeus -οι οποίοι μάλιστα παραχώρησαν και το τραγούδι τους Athens” για τους τίτλους τέλους.

Μέρα, νύχτα, απόγευμα, ξημέρωμα, τέσσερεις εποχές… Κολοκοτρώνη, Σύνταγμα, Ερμού, Καπνικαρέα, Ομόνοια, Διονυσίου Αεροπαγίτου, Ηρώδειο, Ακρόπολη, Μοναστηράκι, Ζάππειο, Θησείο, στενάκια, πεζόδρομοι, πλατείες και λεωφόροι. Από το δρόμο ως τον ουρανό. Πλάνα κοντινά, μακρινά, από ψηλά, από κάτω, ενώνονται σαν παζλ και συνθέτουν την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται.

Και το βλέμμα των τετράποδων, βέλος στην καρδιά σου. Γιατί δεν είναι λίγα όσα έχουν κακοποιηθεί, όπως η Φωτούλα, που ακόμη κουτσαίνει ή ο Μάρκος που τον έχουν χαρακώσει ή εκείνα τα τέσσερα στην Αμαλίας που σκότωσαν τα αμάξια. Ενώ αν εξαφανιστεί κανένα, ο κύριος Αχιλλέας επισημαίνει ότι δεν αποκλείεται να το έχουν αρπάξει για να το στείλουν εξωτερικό για «κακούς σκοπούς». Γιατί «το χειρότερο ζώο του πλανήτη είναι ο άνθρωπος», δηλώνει ο φαρμακοποιός που τα περιποιείται επίσης, όπως και οι κυρίες στο μικρό γραφείο ταξιδίων. Αλλά και ο Σπύρος, «κηδεμόνας» άστεγος ο ίδιος, που περιφέρει τις σακούλες του στα παγκάκια γύρω από την Καπνικαρέα, έχοντας κοντά του την Φωτούλα και τον Σοφοκλή: «Αδέσποτο, αδέσποτο, αδέσποτος -και οι τρεις αδέσποτοι», μετράει με το δάχτυλο τα δύο σκυλιά και τον εαυτό του όμως ούτε τόσο δεν παραπονιέται, μόνο φιλοσοφεί. «Η εξουσία διαφθείρει! Για αυτό εγώ με την Φωτούλα δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. Είμαστε χαμηλά, εδώ, με τον Σοφοκλή εκεί, με το σπουργιτάκι το ανάπηρο». Για όλους έχει χαμόγελο ο Σπύρος κι ας είναι στο δρόμο…

Ήξερες ότι υπήρχαν τόσοι άνθρωποι που ασχολούνται με τα αδέσποτα ή ήταν έκπληξη και για σένα, όπως για μένα και πολλούς άλλους φαντάζομαι, που το μαθαίνουμε χάρη στην ταινία σου;
Όχι, δεν  το ήξερα. Είχα επικεντρωθεί στο να παρακολουθώ τα αδέσποτα και τις συνήθειες τους. Έτσι, γνώρισα σταδιακά εκείνους που τα φρόντιζαν. Οπότε, τελικά, δεν ήταν έκπληξη για μένα. Έχοντας κάνει άπειρα χιλιόμετρα στους δρόμους της Αθήνας, εισέπραξα συναισθηματικά ως κάτι το αυτονόητο το πόσοι υπάρχουν που τα βοηθούν. Ίσως γιατί και εγώ τα γνώριζα πια, με αποτέλεσμα να τα νοιάζομαι, να τα συμμερίζομαι και να τα υπολογίζω. Τα αδέσποτα τα ίδια με ανάγκασαν να τα βλέπω, με έκαναν να καταλάβω ότι είναι στην ίδια μοίρα με τους άστεγους, απλά δεν έχουν τρόπο να το επικοινωνήσουν ή να διαμαρτυρηθούν. Περπατάμε και τα αποφεύγουμε ακριβώς όπως αποφεύγουμε τους άστεγους. Μας χαλάνε τη μόστρα της ταχτοποιημένης ζωούλας μας. Τα καταλαβαίνουμε μόνο όταν πλησιάσει και η δική μας ζωή τη δική τους ή η δική μας προσεγγίσει δικά τους συναισθήματα. Μετά την κρίση, ξεβολευτήκαμε για δεύτερη φορά με τον κορωνοϊό. Τώρα μάλλον μπορούμε να τα καταλάβουμε καλύτερα αφού και εμείς είμαστε ξανά αδέσποτοι, μετέωροι και ανασφαλείς μπροστά σε αυτόν τον ιό που απειλεί την υγεία μας και γενικότερα όλη τη ζωή μας -επαγγελματικά, προσωπικά και συναισθηματικά. 

Τι σου έδωσε αφορμή να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ για τα αδέσποτα του κέντρου της Αθήνας;
Η θεά τύχη και η τότε προσωπική μου ατυχία! Λόγω του ξεσπάσματος της οικονομικής κρίσης, η κατάσταση ήταν πολύ ρευστή. Ετοίμαζα μια ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου (σ.σ.: την «Πράσινη Θάλασσα» που ολοκληρώθηκε πρόσφατα) και ξαφνικά, το 2013, κλείνει η τότε κυβέρνηση την ΕΡΤ και το project μένει μετέωρο… Όλα στον αέρα! Εκείνη τη μέρα -το θυμάμαι σαν σήμερα- ήμουνα συναισθηματικά πολύ πιεσμένη, ένιωθα απίστευτα χαμένη. Εκεί που περπατούσα, είδα κάποιον να κατεβαίνει από το μηχανάκι του και να ταΐζει μερικά αδέσποτα, γωνία Ερμού με Σύνταγμα. Αυτά τον υποδέχτηκαν με απίστευτη χαρά κι ορμούσαν πάνω του ενώ τους μοίραζε τροφή από κάτι ταπεράκια. Μετά τους έστρωσε και χαρτόνια στο πεζοδρόμιο, ακριβώς δίπλα στο McDonald’s στο Σύνταγμα, για να μην κρυώνουν. Εκεί περνούσαν τις νύχτες τους, εκεί ήταν το κρεβάτι τους. Έπαθα την πλάκα μου με το θέαμα, με ξύπνησε από το λήθαργο, ξαναζωντάνεψα. Αυθόρμητα, αποφάσισα να ανακαλύψω τον κόσμο τους. Όπως προέκυψε λοιπόν, από τύχη, ήταν η σωστή στιγμή: κατάφερα να κοιτάξω τα αδέσποτα κατευθείαν στα μάτια και να μην τα προσπεράσω, όπως συνήθιζα να κάνω.  Πού να ’ξερα τί πολύχρονη  περιπέτεια με περίμενε…!

«Σκεφτόμουν ότι με τόση κακοποίηση και εγκατάλειψη που έχουν υποστεί, δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσουν όταν τα πλησιάζεις και τα κινηματογραφείς. Επομένως η κάμερα ήταν πιο ψηλά και σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτά.»

«Όμως, όσο τα γνώριζα η κάμερα κατέβαινε, τα πλησίαζε, η απόσταση μίκραινε – μέχρι που πήγε στο ύψος τους, στάθηκε στο έδαφος, έγινε ένα μαζί τους. Τη νιώθει ο θεατής αυτή την αμεσότητα της ματιάς.»

Λόγω της φύσης του θέματος, αδέσποτα στο δρόμο, τα γυρίσματα πρέπει να ήταν αρκετά πιο πολύπλοκα από όσα είχες κάνει στο παρελθόν. Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία;
Η απέραντη υπομονή που έπρεπε να αναπτύξω περιμένοντας να εμφανισθούν. Στην αρχή τα έψαχνα στα τυφλά. Ξέρεις, δεν μπορείς να κλείσεις ραντεβού μαζί τους, δεν γνωρίζεις πότε θα έρθουν… Μερικές φορές πας για γύρισμα, περιμένεις 4 ώρες και δεν γίνεται τίποτα. Κι όταν ξαφνικά εμφανίζονται, πρέπει να είσαι έτοιμος να τα τραβήξεις. Η μοναξιά και τα ξενύχτια στους δρόμους της Αθήνας. Ο φόβος όταν πλησιάζανε διάφορα τζάνκι κι εγώ ήμουν με μια επαγγελματική κάμερα στο χέρι. Περαστικοί που με βρίζανε ή μου χαλάγανε τα πλάνα κάνοντας φιγούρες μπροστά από το φακό. Ή ακυρώνανε το γύρισμα ρωτώντας για ποιο κανάλι τραβάω. Ως νέος άνθρωπος έχω κάνει πολλές “τρέλες” στη ζωή μου, έχω ταξιδέψει πολύ, σε μακρινούς προορισμούς, έχω αψηφήσει κινδύνους. Αυτό ισχύει και για τα γυρίσματα στην Αθήνα -συχνά τα έκανα μετά τα μεσάνυχτα, μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Τώρα που το σκέφτομαι… λίγο τρελό – αλλά φαίνεται το ρίσκο είναι στο DNA μου. Συχνά αναρωτιέμαι πώς δεν έπαθα κάτι άσχημο… μάλλον έχω φύλακα άγγελο…

Κινηματογράφησες, συχνά, τα αδέσποτα σκυλάκια από το ύψος των ματιών τους, πραγματικά σαν να μπήκες στον κόσμο τους. Τα ίδια σε ώθησαν σε αυτό, σε έκαναν να νιώσεις πως πρέπει να τα τραβήξεις έτσι;
Στην αρχή τα απέφευγα, γιατί τα θεωρούσα βρόμικα και φοβόμουν ότι μπορεί να είναι επιθετικά, άρρωστα κλπ. Σκεφτόμουν ότι με τόση κακοποίηση και εγκατάλειψη που έχουν υποστεί, δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσουν όταν τα πλησιάζεις και τα κινηματογραφείς. Επομένως η κάμερα ήταν πιο ψηλά και σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτά. Όμως, όσο τα γνώριζα η κάμερα κατέβαινε, τα πλησίαζε, η απόσταση μίκραινε – μέχρι που πήγε στο ύψος τους, στάθηκε στο έδαφος, έγινε ένα μαζί τους. Τη νιώθει ο θεατής αυτή την αμεσότητα της ματιάς. Είναι φυσικό άλλωστε, μετά από 6 χρόνια, να νιώθω βαθιά συναισθήματα αγάπης για αυτά, να αναπτύξω στενή σχέση μαζί τους. Μοναδική εξαίρεση η Μπέτυ, ένα ιδιαίτερο σκυλί που ορμούσε στα αυτοκίνητα εν κινήσει…! Ε, όσο κι αν προσπάθησα, ποτέ δεν τα βρήκαμε… Παρόλα αυτά δεν την έκοψα από την ταινία, έχει ισότιμη θέση με τα υπόλοιπα αδέσποτα.

«Ενώ ξεκίνησα να κάνω μια ταινία για τα αδέσποτα, τελικά έγινε κάτι πιο σύνθετο, έπεσε φως και στην καρδιά της Αθήνας μέσα από τις διαδρομές τους, τη ρουτίνα και τις συνήθειές τους. Ο δεσμός τους με τους ανθρώπους που τα φροντίζουν, αλλά και με τυχαίους περαστικούς, η διαρκής μετακίνησή τους σε διαφορετικά σημεία, αποκαλύπτει την εξέλιξη του πυρήνα της πόλης»

Τι σου άφησε αυτή η πολύχρονη επαφή σου μαζί τους;
Ένα γλυκόπικρο συναίσθημα για τα ορφανά αδέσποτα και τη μοίρα τους, που τελικά είναι τόσο κοντά στην ανθρώπινη, απλά δεν το συνειδητοποιούμε όταν τα βλέπουμε να περιφέρονται μέσα στην πόλη. Είναι σκληρό από την απόλυτη θαλπωρή, τη φροντίδα και τα χάδια να βρίσκεσαι κυριολεκτικά πεταμένος στο δρόμο, εκτεθειμένος σε πείνα, δίψα, κίνδυνο. Και να είσαι έρμαιο του κάθε περαστικού. 

Από την άλλη, τα αδέσποτα της Αθήνας και οι διαδρομές τους, με ανάγκασαν να ασχοληθώ σε βάθος με την πόλη που γεννήθηκα και ενηλικιώθηκα. Ανέπτυξα δεσμούς με την πόλη  που πριν απεχθανόμουν. Δεν μπορώ να πω ότι χαίρομαι που είναι δύσβατη για τους πεζούς και χωρίς πράσινο. Όμως επειδή την περπάτησα πάρα πολύ, τη γνώρισα από μέσα. Την κατανόησα λίγο περισσότερο και, παραδόξως, αγάπησα κάποια στοιχεία της. Έχει πολύ ενέργεια η Αθήνα και ενώ διαρκώς λαβώνεται από το κυκλοφοριακό, τη βρωμιά και τα σκουπίδια, αναγεννιέται σαν το φοίνικα και δηλώνει δυναμική παρουσία, τουλάχιστον στον πολιτισμό, στις τέχνες και στη γαστρονομία! Τη νοιάζομαι και ελπίζω να καθαρίσει, να λάμψει, να πρασινίσει! Να δοθεί χώρος στους πεζούς και στους ποδηλάτες!

Στη διάρκεια του lock down την περπατούσα καθημερινά και παρατηρούσα τα κτίρια στο κέντρο. Είναι πραγματικά μια πολύ ενδιαφέρουσα πόλη και αξίζει κάτι καλύτερο. Αρκεί να τη σουλουπώσουμε και να την καθαρίσουμε. Να τη βάψουμε και να τη φωτίσουμε! Αν την έπιαναν οι Ιταλοί ή οι Ισπανοί αρχιτέκτονες στα χέρια τους θα την είχαν κάνει κούκλα. Ας την κάνουμε και εμείς!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ποια η γνώμη σου λοιπόν για τον «Μεγάλο Περίπατο της Αθήνας», τη «μεταμόρφωση» της πόλης από τον δήμαρχο Αθηναίων;
Γενικά, αποφεύγω να εκφράζω επιπόλαια γνώμη για πράγματα που δεν γνωρίζω το  background και άλλους σημαντικούς παράγοντες. Αυτό που ξέρω είναι ότι όλες οι πολιτισμένες πρωτεύουσες διαθέτουν ποδηλατόδρομους και ελαφραίνουν την ατμόσφαιρα τους από τη μόλυνση. Στην Αθήνα περπατάς και λιποθυμάς από το καυσαέριο. Από τα 25 μου, στο Βερολίνο, δεν έχω κατέβει από το ποδήλατό μου. Μια μέρα, μάλιστα, σταμάτησα να οδηγώ! Οπότε χαίρομαι αφάνταστα όποτε μου δοθεί ευκαιρία να κινηθώ στην πόλη με ποδήλατο ή με τα πόδια. Πολεοδόμος δεν είμαι, αλλά ας το δοκιμάσουμε πρώτα το πείραμα του Κώστα Μπακογιάννη και μετά ας το κρίνουμε. Πήρα πάντως ποδήλατο πρόσφατα και ανυπομονώ να το χρησιμοποιώ καθημερινά. Το 2016 μετακόμισα από τους Αμπελόκηπους στο κέντρο της Αθήνας. Χαίρομαι με οτιδήποτε απομακρύνει τα αυτοκίνητα και διευκολύνει πεζούς και ποδηλάτες. Ελπίζω να μη με μισήσουν όσοι είναι παντρεμένοι με το αυτοκίνητο τους!

«Δεν πρέπει να υπάρχουν αδέσποτα παρατημένα στους δρόμους. Όποιος θέλει να ονομάζεται άνθρωπος, δεν πρέπει να αφήνει το σκυλί του στο δρόμο όταν δεν του είναι χρήσιμο πια. Πρέπει να του συμπεριφέρεται όπως στο παιδί του -δεν πετάς το παιδί σου στο δρόμο επειδή δεν το χρειάζεσαι πια.»

Στο ντοκιμαντέρ έχεις κάνει μια φοβερή καταγραφή της ζωής και της ψυχής της ίδιας της πόλης. Αυτό ήταν στόχος σου από τότε που ξεκίνησες ή προέκυψε στην πορεία;
Στις κλασικές ταινίες ο σκηνοθέτης είναι θεός. Στα ντοκιμαντέρ ο Θεός είναι ο σκηνοθέτης. Η τύχη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Όχι, δεν ήταν από την αρχή στο μυαλό μου, προέκυψε κυριολεκτικά μέσα από την κινηματογράφηση και την περιπλάνηση των αδέσποτων σε ενδιαφέροντες χώρους. Τελικά, έχουν λαμπρό γούστο! Πάνε σε καλόγουστα μπαράκια, πεντάστερα ξενοδοχεία, πλατείες με μουσικούς δρόμου και τοποθεσίες με αρχαία.

Όλο αυτό άρχισε σαν παρατήρηση μέσα στην πόλη, αλλά εξελίχθηκε σε ένα πολύχρονο οδοιπορικό. Πριν φύγω στο Βερολίνο για να σπουδάσω σκηνοθεσία, είχα μόλις αποφοιτήσει από την Αρχιτεκτονική Θεσσαλονίκης. Είχα πάντα πάθος και μεγάλη περιέργεια για την αισθητική και την αρχιτεκτονική των πόλεων. Ενώ άρχισα να καταγράφω τα αδέσποτα, παρατηρούσα μέσα από τις διαδρομές τις διαφορετικές τοποθεσίες, τα κτίρια και τις πλατείες που τα φιλοξενούν. Την αντίθεση αρχαίου και μοντέρνου στην Αθήνα με τις απίστευτες αντιθέσεις της ως πόλη φιλοξενίας.

Έτσι, ενώ ξεκίνησα να κάνω μια ταινία για τα αδέσποτα, τελικά έγινε κάτι πιο σύνθετο, έπεσε φως και στην καρδιά της Αθήνας μέσα από τις διαδρομές τους, τη ρουτίνα και τις συνήθειές τους. Ο δεσμός τους με τους ανθρώπους που τα φροντίζουν, αλλά και με τυχαίους περαστικούς, η διαρκής μετακίνησή τους σε διαφορετικά σημεία, αποκαλύπτει την εξέλιξη του πυρήνα της πόλης, όπως μεταμορφώνεται. Και φυσικά ένα συναρπαστικό, άγνωστο κόσμο…

«Υπάρχουν σκυλιά που τα πετάξανε τα αφεντικά τους στο δρόμο και υποφέρουν ακόμη και σήμερα γιατί δεν αντέχουν να ζουν εκεί.»

«Υπάρχουν άλλα που μετά από τόσα χρόνια προτιμούν την ελευθερία τους.»

Τι νομίζεις πως πρέπει να γίνει με τα αδέσποτα τελικά; Να μείνουν έτσι, εξαρτώμενα από την αγάπη κάποιων λίγων και, στην τελική, μη εχόντων ή να τα αναλάβει με σωστό τρόπο ο Δήμος;
Δεν ξέρω… πραγματικά δεν ξέρω. Υπάρχουν σκυλιά που τα πετάξανε τα αφεντικά τους στο δρόμο και υποφέρουν ακόμη και σήμερα γιατί δεν αντέχουν να ζουν εκεί. Υπάρχουν άλλα που μετά από τόσα χρόνια προτιμούν την ελευθερία τους. Ο Θρύλος, παρόλο που υιοθετήθηκε (στα 14 του!!!) από τις υπέροχες, γενναιόδωρες αδερφές Μπρασινίκα, δεν ήθελε να κοιμάται σε χαλί στο σπίτι τους, προτιμούσε το γυμνό κρύο δάπεδο στην κουζίνα τους, όπως είχε συνηθίσει στα πεζοδρόμια της Ερμού. Ούτε όμως συμφωνώ με το Σπύρο που λέει στην ταινία «Θα μείνει η Αθήνα χωρίς σκυλιά και γατιά όταν πεθάνω εγώ», όσο κι αν το λέει επειδή τα αγαπάει και είναι η συντροφιά του.   

Πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπάρχουν αδέσποτα παρατημένα στους δρόμους. Όποιος θέλει να ονομάζεται άνθρωπος, δεν πρέπει να αφήνει το σκυλί του στο δρόμο όταν δεν του είναι χρήσιμο πια. Πρέπει να του συμπεριφέρεται όπως στο παιδί του -δεν πετάς το παιδί σου στο δρόμο επειδή δεν το χρειάζεσαι πια. Αυτό το τελευταίο μου το είπε ένα δεκάχρονο κοριτσάκι, όταν έμενα στους Αμπελόκηπους. Στο δρόμο μας είχαν πετάξει ένα σκυλάκι. Το έκανε, με απόλυτη αδιαφορία, μια οικογένεια που μετακόμισε και της ήταν βάρος γιατί όσο ήταν κουταβάκι ήταν μικρό, ενώ μέσα σε μερικούς μήνες είχε μεγαλώσει σε μέγεθος. Μέρες κάναμε ότι μπορούσαμε για να υιοθετηθεί. Τελικά τα καταφέραμε.        

Πάντως… δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για τα ήδη υπάρχοντα αδέσποτα της Αθήνας που συνήθισαν να ζουν ελεύθερα στην πόλη. Αυτό το ξέρουν οι ειδήμονες… αλλά αν συνεχίσουν να ζουν έξω, τότε θα πρέπει να έχουν απόλυτη υγειονομική και διατροφική υποστήριξη του Δήμου Αθηναίων.

ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ της Αγγελικής Αντωνίου
Το ντοκιμαντέρ προβάλλεται από την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου στους κινηματογράφους
www.angelikiantoniou.com
Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου