mandar

Μανταρίνια (Mandariinid) *****

Εσθονία, Γεωργία, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Zaza Urushadze

Πρωταγωνιστούν: Lembit Ulfsak, Elmo Nüganen, Giorgi Nakashidze

Διάρκεια: 87’

Ο πόλεμος της Αμπχαζίας μαίνεται δριμύς αλλά ο Ivo και ο Margus, δύο Εσθονοί που κατοικούν εκεί δεν έχουν φύγει ακόμα για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Στήνουν μια καλλιέργεια μανταρινιών, η οποία σε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να αποβεί κερδοφόρα. Ο Margus θέλει να επιστρέψει στη χώρα του, ο Ivo, από την άλλη, παραμένει στέρεος στην απόφασή του να μην εγκαταλείψει την Αμπχαζία. Η κατάσταση αλλάζει όταν, μετά από μια συμπλοκή μεταξύ μιας ομάδας Τσετσένων και Γεωργιανών στρατιωτών, ο Ivo περιθάλπει δύο τραυματίες –καθένας από αντίθετο μέτωπο- στο σπίτι του και προσπαθεί να τους διδάξει πως ο πόλεμος δεν είναι η λύση. Βλοσυρό, με πανέμορφη φωτογραφία και στέρεες κεντρικές ερμηνείες, το υποψήφιο για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας αυτό φιλμ, μπορεί να μη φτάνει τα δυσθεώρητα ύψη της Ida, αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα παράδειγμα ανθρωπιστικού κινηματογράφου. Έστω και αν υπάρχουν στιγμές που κάποια κλισέ πασιφιστικής φύσης παρεισφρύουν σε αυτό, δεν μειώνουν το συνολικό του χαρακτήρα ώστε να μιλήσουμε περί χαμένης ευκαιρίας.

http://youtu.be/-3abEeHalEQ

Στην ιστορία της Τέχνης, δεν ήταν λίγα τα παραδείγματα που ασχολήθηκαν με τον πόλεμο. Στην πλειοψηφία τους καταγγελτικά προς τα δεινά του (γιατί υπήρξε και η δοξαστική πλευρά), πάντα ήταν σημείο αναφοράς για τους καλλιτέχνες που δήλωναν κοινωνικά άγρυπνοι. Στη λογοτεχνία ο Hemingway και ο Tolstoy μίλησαν γι’ αυτόν, στη ζωγραφική καλλιτέχνες από της εποχή του Goya και του Delacroix–και πιο πίσω-, μέχρι τον Otto Dix, τον Albin Egger-Lienz και τον Picasso απεικόνισαν τη φρίκη του πολέμου με το δικό τους τρόπο. Μουσικά, από την εποχή του Olivier Messiaen και το anti-war rock του Woodstock μέχρι την avant-garde του Penderecki και τη (φαινομενικά δοξαστική αλλά επί της ουσίας αντιπολεμική) δισκογραφία των Bolt Thrower πάντα υπήρχαν οι μορφές που μίλαγαν γι’ αυτόν και προσπαθούσαν να στιγματίσουν την ντροπή του.

Και, αναπόφευκτα, φτάνουμε στον κινηματογράφο. Τη μορφή της Τέχνης που από την εποχή του D.W. Griffith δε σταμάτησε ποτέ να έχει τον πόλεμο στο μενού της. Είτε με την απείρως καλλιτεχνική χροιά του Έλα Και Δες του Klimov, του Αποκάλυψη Τώρα και του Full Metal Jacket, είτε με την εύληπτη όψη του Στρατιώτη Ράιαν και του μονολόγου του Θανάση Βέγγου του Ψυχή Βαθιά, ο πόλεμος ήταν πάντα εκεί και οι σκηνοθέτες προσπαθούσαν να δηλώσουν την εναντίωσή τους. Στον μακρύ αυτόν κατάλογο έρχεται να προστεθεί και η ταινία του Εσθονού Zaza Urushadze, Μανταρίνια, μια ταινία παλαιακή εν μέρει ως προς τον τρόπο εναντίωσης στον πόλεμο, αλλά ταυτόχρονα καλαίσθητη και με ταιριαστό φιλτράρισμα στις πηγές έμπνευσής της.

Καίριο ρόλο στην ταινία παίζει η σεβαστή φιγούρα του λιγομίλητου ηλικιωμένου που η εμπειρία και η στάση του από μόνες τους δηλώνουν τη σοφία και το κύρος του στους νεότερους. Δεν τον ενδιαφέρει η εθνική ταυτότητα, η πλευρά που υποστηρίζει ο καθένας σε κάτι τόσο ανόητο όσο ο πόλεμος, αλλά, αντιθέτως, τον απασχολεί να παρέχει βοήθεια σε όσους τον έχουν ανάγκη. Ως πνευματικά παιδιά του που τσακώνονται χωρίς λόγο νυχθημερόν, έχουμε δύο στρατιώτες, από αντίθετες πλευρές, που συγκατοικούν κατ’ ανάγκην στο σπίτι του και δε σφάζονται επειδή η σεβάσμια φιγούρα του Ivo τους το απαγορεύει. Μέσα στις επόμενες μέρες, θα λάβουν από αυτόν μαθήματα ζωής, θα τσακώνονται αδιαλείπτως μέχρι να κοπάσει κάπως η έντασή τους και θα ανακαλύψουν το δίκιο γύρω από τα λόγια του άτυπου «πατέρα» που τους πειθαρχεί.

Το πρόβλημα επί του προκειμένου δε βρίσκεται τόσο στην υλοποίηση της ιδέας, αλλά στην ιδέα καθαυτή.  Ένα τέτοιο σενάριο, κρύβεται ως τυπικό και πολυδοκιμασμένο, από μόνο του προδικάζει την πορεία της πλοκής και την καθιστά προβλέψιμη. Τίποτα που δεν έχουμε ξαναδεί ή ξανακούσει. Και όσον αφορά στην ίδια την πλοκή, δε δίνεται το τελικό σπρώξιμο στους χαρακτήρες που θα τους οδηγήσει στα δύσβατα των ψυχών τους και θα αποφύγει τις εύκολες λύσεις που υπάρχουν σποραδικά. Η αλήθεια είναι, όμως πως ίσως να είναι καλύτερα έτσι, γιατί με το εναλλακτικό σενάριο πιθανόν και να ελλόχευε η πιθανότητα της κατρακύλας στο μελόδραμα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποφεύγεται σχεδόν ολικά.

Και παρά την προβλεψιμότητά της, η ταινία καταφέρνει να ανταπεξέλθει περίφημα στις υπόλοιπες παραμέτρους της. Είτε στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών που συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία ενός εσωτερικευμένου κλίματος, είτε στη συνολική ατμόσφαιρα που λίγα λέει μα πολλά δείχνει ως επί το πλείστον με πλάγιο και όχι «στο πιάτο» τρόπο. Και αν μιλήσουμε για τη φωτογραφία, τότε θα δούμε πόσο καλά ο Urushadze αφομοιώνει τις πηγές έμπνευσής του. Όταν το λυκόφως λούζει τον κόσμο του, τα πάντα αποκτούν μια ταρκοφσκική γκρίζα υφή, όταν ο ήλιος λάμπει, θυμίζει τη δοξαστική απεικόνιση του –καταρχήν ζωγράφου- Dovzenko. Και η φύση που περιτριγυρίζει τους πρωταγωνιστές του, καταλήγει να είναι ο κεντρικός αφηγητής της ιστορίας, που αφομοιώνει τη διάθεση των ανθρώπων που την περπατούν.

Δε θα σας δυσκολέψει καθόλου ως προς το νόημά της. Θα σας βαρύνει, ωστόσο, με την επί μέρους σκληρότητά της και την ψυχρολουσία της φύσης του πολέμου. Ενός πολέμου που μπορεί να μαίνεται έξω και σπανίως φτάνει μέχρι το κατώφλι  του σπιτιού, αλλά δε σταματάς να ξέρεις πως υπάρχει.


Τρελή Αγάπη (Amour Fou) ***1/2**

Αυστρία, Λουξεμβούργο, Γερμανία, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Jessica Hausner

Πρωταγωνιστούν: Christian Friedel, Birte Schnoeink, Stephan Grossmann

Διάρκεια: 96’

Αρχές του 19ου αιώνα και ο Heinrich von Kleist, ρομαντικός ποιητής με αυτοκτονικές τάσεις, αρχίζει να προγραμματίζει το βιολογικό του τέλος. Δεν του αρκεί να «φύγει» μόνος του, όμως, ψάχνει την ιδανική σύντροφο που θα τον ακολουθήσει στο επέκεινα. Και τη βρίσκει στο πρόσωπο της Henriette Vogel. Εκείνη έχει μαγευτεί ήδη από το έργο του, αλλά ταυτόχρονα πάσχει από μια ασθένεια που ούτως ή άλλως θα την οδηγήσει στο θάνατο. Εριστική, μαύρη κωμωδία, που αναζητά το νόημα της ύπαρξης και ειρωνεύεται τη ζωή κατάμουτρα όπως οι πρωταγωνιστές της. Κρίνει την ταξική κοινωνία της Γερμανίας του τότε και την αστική σπλήνη με πυρπολικό τρόπο, ενώ δε διστάζει να παρωδήσει και τις ίδιες τις σοβαροφανείς συμπεριφορές των Γερμανών, τραβώντας τις στα άκρα. Η μαύρη και άραχνη ειρωνεία σε όλο το (βόρειο) μεγαλείο της. 


Ο Νόμος της Σιωπής (Son of a Gun) *****

Αυστραλία, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Julius Avery

Πρωταγωνιστούν: Ewan McGregor, Brenton Thwaites, Alicia Vikander

Διάρκεια: 108’

Η φυλακή δεν είναι «φιλόξενη» για το νεαρό JR που βρέθηκε σε αυτήν λόγω ενός μικρού παραπτώματος. Δίχως να ξέρει τι να κάνει ή που να ψάξει προστασία, καταλήγει χωρίς να το καταλαβαίνει να βρίσκεται κάτω από τη φτερούγα του Brendan Lynch, του πιο επικίνδυνου ανθρώπου στην Αυστραλία. Η συγκεκριμένη εύνοια, όμως, έρχεται με ένα αντίτιμο: άμα τη αποφυλάκιση του JR θα πρέπει να βοηθήσει τον προστάτη του και τη συμμορία του να αποδράσουν. Όταν με το καλό βρίσκονται εκτός φυλακής, θα ενταχθεί κι επίσημα στις τάξεις τους και θα τους βοηθήσει σε μια ληστεία που θα του προσφέρει μεγάλα πλούτη. Ποιόν, όμως, μπορείς να εμπιστευτείς υπό αυτές τις συνθήκες και σε ποιο βαθμό; Πέραν της κάπως παράταιρης επιλογής του Ewan McGregor στο ρόλο του σκληροτράχηλου εγκληματία (τα καταφέρνει παραταύτα), πρόκειται για μια τυπικότατη περιπέτεια, με σωστό ρυθμό, ενέργεια και νεύρο, χωρίς όμως να σημαίνει πως είναι και κάτι το αξιομνημόνευτο. Ο ρόλος της είναι η στιγμιαία καλοπέραση και τον επιτυγχάνει στο βαθμό του θεμιτού. Και λίγο παραπάνω. 


Με την Πρώτη Ματιά (Hoje Eu Quero Voltar Sozinho) *****

Βραζιλία, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Daniel Ribeiro

Πρωταγωνιστούν: Ghilherme Lobo, Fabio Audi, Tess Amorim

Διάρκεια: 96’

Ο Leonardo ζει μια αδιέξοδη ζωή, χωρίς αυτό να οφείλεται στο πρόβλημα της τυφλότητάς του. Η μητέρα του δε λέει να τον αφήσει να ανοίξει τα φτερά του, ενώ υποφέρει από το ρατσισμό των συμμαθητών του. Μόνη του παρηγοριά, η κολλητή του, Giovana, η οποία δε θέλει να τον χάσει όταν αυτός φύγει για σπουδές στο εξωτερικό. Η ζωή του θα αλλάξει όταν κληθεί να κάνει μια σχολική εργασία με τον Gabriel, έναν νεαρό που ήρθε πρόσφατα στην πόλη. Για πρώτη φορά, το πάθος θα ξυπνήσει μέσα του και θα ζήσει καταστάσεις και αισθήματα πρωτόγνωρα γι’ αυτόν. Ενώ οι προθέσεις του σκηνοθέτη Daniel Ribeiro είναι καλοπροαίρετες, το παρακάνει σεναριακά. Ναι, ο πρωταγωνιστής είναι ομοφυλόφιλος και έχει και πρόβλημα σωματικής φύσης. Ναι, υπάρχουν άτομα που υφίστανται καταπίεση στις ηλικίες τους (ή και πιο μετά) για έστω έναν από τους δύο παραπάνω λόγους. Αλλά η ταινία του με όλα τα κλισέ και τον υπερβολικό οπτιμισμό δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το επίπεδο του συγκινησιακού και να περάσει στο «τώρα λέμε κάτι σοβαρά». Παραμένει άλλη μια ταινία ενηλικίωσης για outsiders. 

Στην επόμενη σελίδα: Adieu au langage, Tomorrowland: A World Beyond, Poltergeist, Tu Veux … Ou Tu Veux Pas?, Hot Pursuit