Νικόλας Σεβαστάκης: «Πρέπει να διαχωρίσουμε τη μέριμνα για μια δίκαιη κοινωνία από τον θορυβώδη αριστερό “εξπρεσιονισμό”»

Είναι από τους πιο οξυδερκείς ανθρώπους που κυκλοφορούν γύρω μας. Οι τοποθετήσεις του σε συνεντεύξεις, στη στήλη του στη Lifo ή στα κοινωνικά δίκτυα σηκώνουν πάντα μια πολύ χρήσιμη κουβέντα. Όσο ο ίδιος και αν προτιμά να μιλά για τη λογοτεχνία, δεν μπορεί ν’ αποφύγει την πολιτική. Το τελευταίο βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη είναι βέβαια βαθιά πολιτικό. Μέσα από δoκίμια στα «Φαντάσματα του Καιρού μας- Αριστερά, Κριτική, Φιλελεύθερη Δημοκρατία» γίνεται λόγος για την Αριστερά, τα αδιέξοδα του αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού και τις παθογένειες της πολιτικής στη σημερινή Ελλάδα. Ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διαφωνείτε ή συμφωνείτε μαζί του, έχει μια καθαρή ματιά σε όσα μας συμβαίνουν και μιλά στην Popaganda για το ποια είναι αυτά τα «φαντάσματα», τον ρόλο της πολιτικής σήμερα αλλά και τη σημασία του να διαβάζει κανείς μυθιστορήματα ώστε ν’ αντιλαμβάνεται σφαιρικότερα τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μιας εποχής. 

Ο τίτλος είναι «Φαντάσματα του Καιρού μας- Αριστερά, Κριτική, Φιλελεύθερη Δημοκρατία». Με μια πρώτη ματιά αναφέρεστε και στις τρεις αυτές έννοιες ως φαντάσματα;  Το βιβλίο μιλά για τα φαντάσματα που κυκλοφορούν μέσα στην πολιτική σκέψη και στον δημόσιο  λόγο αυτών των τελευταίων χρόνων. Ποια είναι αυτά τα φαντάσματα; Η κριτική που μπέρδεψε συχνά το πάθος με έναν πόλεμο αλληλοεξόντωσης, η Αριστερά που απορροφήθηκε στις αντιμνημονιακές ευκολίες μέχρι να έλθει σε αδιέξοδο αλλά και διάφορες απειλές εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτές προέρχονται και από το εσωτερικό της, όταν, για παράδειγμα, δεν διαθέτει πειστικές απαντήσεις  για τις μεγάλες ανισότητες και προσπερνά την αγωνία για το ποιοι είμαστε και για πού κατευθυνόμαστε συλλογικά. Τα φαντάσματα δεν είναι λοιπόν μόνο κάποιες αναχρονιστικές ιδέες αλλά και οι άγονες αναβιώσεις. Δείτε, για παράδειγμα, το πώς τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάστηκαν οι αναφορές στον Εμφύλιο Πόλεμο, στα Δεκεμβριανά του 1944 κλπ. Η κουλτούρα της κρίσης στην Ελλάδα συνδέθηκε με διάφορα τεχνητά– και προβληματικά-  revivals. Σαν να ήθελαν κάποιοι να ξαναζήσουν μια «καθαρή σύγκρουση» ανάμεσα σε στρατούς ενώ, αντιθέτως, η ελληνική κοινωνία αυτών των χρόνων είναι πιο πολύπλοκη από ποτέ. Η σύγκριση της οικονομικής κρίσης με τις κατοχικές εμπειρίες ή τους πραγματικούς πολέμους της Ιστορίας μας αποτέλεσε μέρος αυτής της αναβίωσης φαντασμάτων που μπλόκαρε για μεγάλο διάστημα την κατανόηση της νέας κατάστασης.

Αναφέρεστε συχνά στην ελληνική χρεοκοπία με οικονομικούς όρους και στην άρνηση που έχει το ελληνικό πολιτικό σύστημα να την αποδεχτεί. Γιατί πρώτον δεν την αποδέχτηκε και δεύτερο τι διαφορετικό θα έχει συμβεί αν αντί του «μαζί τα φάγαμε» ή το «αυτοί μας χρωστάνε όχι εμείς» είχαμε πει ένα απλό χρεοκοπήσαμε; Αν η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων αναγνώριζε την οικονομική χρεοκοπία ως πραγματική και όχι σαν τέχνασμα κάποιων για να επιβάλλουν στους Έλληνες την αιώνια λιτότητα, θα μπορούσε να υπάρξει κάτι καλό: η έγκαιρη επεξεργασία πραγματικής πολιτικής αντί για αφοριστικές ατάκες, ιδεολογικά ευχολόγια και ξέφρενη ηθικολογία. Το πορτρέτο ενός λαού διεφθαρμένου μέχρι το μεδούλι ή από την άλλη  ενός λαού-θύματος των ισχυρών και ες αεί αθώου και αντιστεκόμενου, αυτές οι παραμορφωτικά ρηχές εικόνες δεν θα είχαν εξαπλωθεί σε τέτοια έκταση. Στο βιβλίο συζητώ και τους λόγους για τους οποίους η Αριστερά και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνώρισε ποτέ την οικονομική χρεοκοπία ως πραγματικό συμβάν. Αυτό οφείλεται στην επιρροή που άσκησε μια συνωμοσιολογική προσέγγιση (το παλιό μοτίβο η «ντόπια ολιγαρχία και οι φίλοι της οι Γερμανοί») αλλά και σε κάτι βαθύτερο: στο ότι στις περισσότερες ριζοσπαστικές παραδόσεις, η βούληση κάποιων ακέραιων ανθρώπων (όπως αυτό-προσδιορίζονται), κρατάει το κλειδί για την αναμόρφωση της κοινωνίας και για τη λύση όλων των προβλημάτων. Αυτή η ιδέα παραγνωρίζει φυσικά τη θέση μιας χώρας στον κόσμο, τις πραγματικές δυνάμεις της και τα όρια που έχει η μεταφυσική αποθέωση της πολιτικής. Δεν υπερασπίζομαι έναν ορθολογισμό αδιάφορο για τα ζητήματα δικαιοσύνης αλλά πρέπει να διαχωρίσουμε πια τη μέριμνα για μια πιο δίκαιη κοινωνία από τον θορυβώδη αριστερό «εξπρεσιονισμό»: από αυτή την επίδειξη συναισθηματισμού που πολλές φορές είναι μια μάσκα της ψυχρότητας και του ιδεολογικού κυνισμού.

«Η κουλτούρα της κρίσης στην Ελλάδα συνδέθηκε με διάφορα τεχνητά– και προβληματικά-  revivals. Σαν να ήθελαν κάποιοι να ξαναζήσουν μια «καθαρή σύγκρουση» ανάμεσα σε στρατούς ενώ, αντιθέτως, η ελληνική κοινωνία αυτών των χρόνων είναι πιο πολύπλοκη από ποτέ.»

Στο δεύτερο κεφάλαιο που αναφέρεστε στην επιστροφή της πολιτικής γράφετε πως «η επιστροφή της πολιτικής» και όπως αυτή συνέβη κόντρα σε μια οικονομικά φιλελεύθερη αντίληψη είχε σαν αποτέλεσμα την ανάδειξη του Αλέξη Τσίπρα σαν πρωθυπουργό. Σήμερα και μετά από δύο χρόνια έντονης πολιτικοποίησης βλέπουμε πως όλο και περισσότερος κόσμος αποστρέφεται πάλι τις πολιτικές διαδικασίες. Που είμαστε ακριβώς τώρα; Η πολιτικοποίηση στον καιρό της κρίσης ήταν εξαρχής διφορούμενη. Για παράδειγμα, γύρω στο 2010-2013 ένα κομμάτι της κοινωνίας που πριν ήταν σε απόσταση από τις πολιτικές πληροφορίες ή ζούσε όπως λέμε στον «κόσμο του», μπήκε απότομα στο παιχνίδι. Συναντούσες παρέες τριαντάρηδων και σαραντάρηδων στα πάρκα και στα καφέ να συζητούν τα οικονομικά νέα ή τα πρόσωπα και τις αποφάσεις των ευρω-συνόδων και τα δημόσια προβλήματα της χώρας. Αυτή η πολιτικοποίηση στη βάση μιας προσωπικής αγωνίας ή ενός οικογενειακού στραπάτσου – με την αίσθηση συγχρόνως ότι αλλάζει το πλαίσιο της ζωής μας, ότι οι «παλιές καλές μέρες» τέλειωσαν – μεταφράστηκε εν μέρει στα κινήματα της Αγανάκτησης. Τροφοδότησε κάποιες κινητοποιήσεις, μορφές βίαιης αντίδρασης, τη συνθηματολογία εναντίον των παραδοσιακών ελίτ, των ξένων δανειστών, των τοκογλύφων κλπ.


Που οδήγησε αυτό; Αυτή η εκτίναξη από το προσωπικό παράπονο ή τον θυμό στην πολιτική διαμαρτυρία έγινε ένα εργαλείο. Οι αναδυόμενες αριστερές (αντιμνημονιακές) ελίτ χρησιμοποίησαν τα συλλογικά πάθη για να κατασκευάσουν ένα στόρι εξουσίας και «κοινωνικής σωτηρίας». Η δυναμική της περιόδου μπολιάστηκε με στοιχεία αφοριστικής άρνησης και πολλών, θολών δημαγωγικών υποσχέσεων.  Αλλά το χειρότερο είναι πως δόθηκε πάτημα και στον ακροδεξιό εξτρεμισμό να παίξει για πρώτη φορά το παιχνίδι της κοινωνικής αντιπολίτευσης και της θιγμένης λαϊκής αξιοπρέπειας. Μετά το 2015, αυτή η πολιτικοποίηση, κατά το ήμισυ πραγματική και κατά το ήμισυ πλασματική συγχρόνως, αποδείχτηκε ευάλωτη. Είδαμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ «άδειασε» τα κινήματα υπέρ της κεντρικής διαπραγμάτευσης και της επιβίωσης στον κρατικό μηχανισμό. Η ίδια η Αγανάκτηση είχε από καιρό χάσει την κινηματική της μορφή για να διασκορπιστεί στο κοινωνικό σώμα ως αίσθημα αδυναμίας και ματαίωσης. Ο «πόλεμος» μεταφέρθηκε στα σόσιαλ μήντια και στη δική τους σκηνή των φανατικών πολώσεων. Βλέπουμε δυστυχώς ότι μια πολιτικοποίηση που φτιάχνεται με πρόχειρα υλικά και ιδεολογικές αυταπάτες, οδηγεί συχνά στο αντίθετό της: σε μια διαψευσμένη απέχθεια για κάθε μορφή πολιτικής, σε ένα νέο κύμα αδιαφορίας. Αλλά αυτή η αδιαφορία δεν είναι η cool, απολιτίκ «ευρυχωρία» του μεσοαστού των καιρών της ευμάρειας αλλά μια πικρόχολη και μηδενιστική καταδίκη των πάντων.  

«Εθνορομαντισμός, λαϊκισμός, εκσυγχρονισμός, δημοκρατισμός» Είναι μερικοί από τους -ισμούς που περιγράφετε μέχρι το βιβλίο και αντικατοπτρίζουν την κατά καιρούς εθνική μας ταυτότητα. Μετά από 8 χρόνια οικονομικής ύφεσης δεν θα μπορούσαμε να βάλουμε μέσα και τον «καταθλιτπισμό» ή τον «μιζερισμό»; Στα Φαντάσματα… ξαναπιάνω το νήμα παλιότερων αναλύσεων, αν και έχω αναθεωρήσει πλήρως τις ριζοσπαστικές υποθέσεις που έκανα στην αρχή της κρίσης. Τώρα επικεντρώνομαι και στο πως η εμπειρία της κρίσης έγινε αφετηρία νέων εθνορομαντικών μύθων: αυτής συγκεκριμένα της τάσης που οχυρώνεται πίσω από το μεταφυσικό σχήμα της Ελλάδας ως πρωτοπορίας στην «πολιτισμική αντίσταση» κατά της παγκοσμιοποίησης. Η Ελλάδα ως μήτρα μιας νέας υποκειμενικότητας, σε αντίθεση με αυτούς που λογαριάζουν μόνο τους αριθμούς, αδιαφορώντας για τις ψυχές. Αυτό είναι το κεντρικό θέμα αυτής της ευαισθησίας που ασκεί γοητεία ακόμα και σε προωθημένους χώρους της σύγχρονης τέχνης.

Σε ποιους δηλαδή; Καθηγητές πανεπιστημίου, καλλιτέχνες ή περσόνες της δημόσιας σκηνής έφτασαν να εξηγούν τις οδύνες της συγκεκριμένης περιόδου ως ένα είδος τιμωρίας και ανθελληνικής εκδικητικότητας: οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης επέλεξαν τάχα την Ελλάδα ως πειραματόζωο για την απώλεια της ψυχής και την αλλοτρίωση του λαού της. Τέτοια σχήματα ερμηνείας γνώρισαν πολύ μεγάλη διάδοση. Και στις σοβαρές ή «έντεχνες» εκδοχές τους αλλά και με κραυγαλέους και θεαματικούς τρόπους. Αντί να δει κανείς πως θα ενισχύσει το πολιτιστικό δυναμικό μιας τραυματισμένης κοινωνίας, επαναφέρει τη ψευδαίσθηση ενός ελληνισμού που βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου. Η ιδέα μάλιστα που προβλήθηκε για κάποια χρόνια, πως στην Ελλάδα θα κριθεί η ευρωπαϊκή και παγκόσμια μοίρα της σχέσης με τον πλανητικό νεοφιλελευθερισμό είναι πολύ κοντά στον ισχυρισμό ότι από εδώ, από αυτόν τον πολιτισμό, κρίνεται ο αγώνας εναντίον της Νέας Τάξης Πραγμάτων, της παγκοσμιοποίησης κλπ. Εδώ συναντά κανείς ένα σύνδρομο μεγαλείου που ανά πάσα στιγμή μπορεί να μεταβληθεί στο αντίθετό του: στο να σιχτιρίσει κανείς το λαό και την «κωλοελλάδα». Υπάρχει πάντα μια βαθιά σχέση ανάμεσα στην αυτό-αποθέωση και στην αυτό-υποτίμηση μέχρι το σημείο του μηδενισμού.


Δεν υπερασπίζομαι έναν ορθολογισμό αδιάφορο για τα ζητήματα δικαιοσύνης αλλά πρέπει να διαχωρίσουμε πια τη μέριμνα για μια πιο δίκαιη κοινωνία από τον θορυβώδη αριστερό «εξπρεσιονισμό»: από αυτή την επίδειξη συναισθηματισμού που πολλές φορές είναι μια μάσκα της ψυχρότητας και του ιδεολογικού κυνισμού. 

Aν η κρίση έχει έναν «ορίζοντα τέλους», αυτό το τέλος τι σημαίνει; Μπας και έχει έρθει και δεν το έχουμε καταλάβει; Μήπως απλά το τέλος, θα είναι η αποδοχή της παρούσας κατάστασης;  Δεν είναι φυσικά έξοδος από την κρίση το να αποδεχτεί κανείς παθητικά την όποια κατάσταση. Αυτό μοιάζει με τη στάση εκείνου που παύει να σκέφτεται το κακό, και έτσι πιστεύει πως πια δεν το υφίσταται. Διαφορετικό πράγμα είναι η παραδοχή της πραγματικότητας να συμβαδίζει με την επιθυμία για βελτίωση και αλλαγή συγκεκριμένων αρμών της. Το θέμα όμως είναι το πως αλλάζεις αυτό ή εκείνο και όχι μια κούφια ρητορική ανατροπών. Να φύγουμε από τη μαγεία των λέξεων και τους ευπώλητους πολιτικούς λυρισμούς. Από την άλλη, το ελληνικό πρόβλημα, παρά τη σχετική αυτονομία κάποιων φαινομένων, επικοινωνεί με ένα παγκόσμιο περιβάλλον που βρίσκεται σε αναβρασμό και είναι γεμάτο ρήγματα και παγίδες. Στο μεγάλο πλάνο, άλλωστε, δεν υπάρχει μόνο το κοινωνικό ζήτημα (η ανεργία, η επισφάλεια της εργασίας) αλλά και πραγματικές συγκρούσεις αξιών, το πρόβλημα του ριζοσπαστικού και ολοκληρωτικού Ισλάμ ή τα νέα και αινιγματικά δεδομένα στη σχέση μεταξύ της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Πώς μπορεί κανείς να βλέπει μόνο το ένα πρόβλημα αδιαφορώντας για τις άλλες διαστάσεις; Εκτός αν η απάντηση είναι εκείνο το στεντόρειο «Όχι» σε όλους, αυτό δηλαδή το ελιτίστικο radical chic που αρέσει σε μερικούς στο πανεπιστήμιο. Αν όμως νοιάζεσαι να διορθώσεις συγκεκριμένες πλευρές της πραγματικότητας, πρέπει να έχεις υπομονή για τις λεπτομέρειες, για τις μικρές κηλίδες, για τις εύθραυστες ισορροπίες. Το μερεμέτισμα – έκφραση που πολλοί αντιμετωπίζουν υποτιμητικά – είναι υπόθεση απείρως πιο δύσκολη από το γκρέμισμα.  

Το βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Σελ. 138, 12€

Λέτε κάτι πολύ ωραίο: ότι μέσα από τη λογοτεχνία μπορούμε καλύτερα να αντιληφθούμε τις κοινωνικές συνθήκες μιας περιόδου.  Γράφω και διαβάζω λογοτεχνία και όπως έχω πει και αλλού, κάνω πλέον κυρίως αυτό. Το κάνω όμως για χάρη της ίδιας της λογοτεχνίας και όχι γιατί πιστεύω πως έτσι θα καταλάβω καλύτερα την κοινωνία μου ή την εποχή μας. Παρόλα αυτά, στο βιβλίο και σε άλλα κείμενα των τελευταίων χρόνων υπερασπίζομαι τη λογοτεχνία και ως ένα εναλλακτικό βλέμμα στον κόσμο. Ισχυρίζομαι πως μας βοηθάει να πλησιάσουμε στην αντιφατική ποικιλομορφία των ανθρώπινων κόσμων. Και αυτό γιατί μερικά σημαντικά έργα μας δίνουν την ώθηση να σκεφτούμε τις ίδιες μας τις ασυνέπειες, τα κενά και τις διαψεύσεις μας. Και έτσι, εκ του πλαγίου, η λογοτεχνία μπορεί να εκλεπτύνει το βλέμμα μας για να δει επιτέλους πέρα από τα γενικά σχήματα της ιδεολογίας και το στιλ του τιμητή.


Υπάρχει κάτι που θα προτείνατε να διαβάσουμε τώρα; Τώρα τελευταία, διάβασα τρία εξαιρετικά βιβλία από Εβραίους συγγραφείς, τον Ιούδα του Άμος Οζ και το Εχθροί, μια ερωτική ιστορία αλλά και το Ένας φίλος του Κάφκα του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ. Καθηλωτικές γραφές σε αναζήτηση του μυστηρίου που ενώνει τις απολύτως ατομικές τροχιές με τα συλλογικά δράματα και τις περιπέτειες της εβραϊκής ταυτότητας. Και ύστερα κάτι πιο κοντά στον ιστορικό και υπαρξιακό στοχασμό μιας γενιάς, το πολύ ωραίο μυθιστόρημα του Stéphane Osmont Aνεξέλεγκτα στοιχεία. Είναι ένα βιβλίο που δεν μιλάει μόνο για τους αριστερισμούς της εποχής του ‘70 αλλά και για τον χρόνο που περνάει, χωρίς να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία. Όπως συμβαίνει δηλαδή όταν τα πράγματα και η ίδια η εξέλιξη της Ιστορίας δεν πειθαρχούν στα έτοιμα μοντέλα που έχουμε φτιάξει γι’ αυτή. Νομίζω πως αν κάτι μας μαθαίνει η τέχνη (για να μην μείνω μόνο στη λογοτεχνία) είναι να αφουγκραζόμαστε τις δεύτερες σκέψεις των γεγονότων και των προσώπων. Γι αυτό άλλωστε και ονόμασα τη στήλη μου στη Lifo «Δεύτερες Σκέψεις».

 

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης