anomalisa
Anomalisa *****

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Charlie Kaufman

Με τις φωνές των: David Thewlis, Jennifer Jason Leigh, Tom Noonan

Διάρκεια: 90’

Όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο του Michael Stone για το πώς να προσεγγίζουν πελάτες σε υπηρεσίες τηλεφωνικής εξυπηρέτησης, δηλώνουν πως τους βοήθησε πάρα πολύ στο να βελτιώσουν την απόδοση τους και να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό. Όσο και να τους αλλάζει τις ζωές, όμως, ο Michael δεν μπορεί να αλλάξει τη δική του ώστε να σταματήσει να αισθάνεται αυτήν την ανυπόφορη μοναξιά, που κάνει τους πάντες γύρω του να ακούγονται στα αυτιά του οι ίδιοι. Την προηγούμενη της ομιλίας του στο Cincinatti, μια φωνή ακούγεται διαφορετική μέσα στο πλήθος και ανήκει στην ανασφαλή και παραμορφωμένη Lisa. Θα νιώσει το ενδιαφέρον του για κάποιον επιτέλους να ξυπνά και το μόνο που θα ευχηθεί θα είναι να μην τη χάσει ποτέ. Θα μπορέσουν, άραγε, να μείνουν μαζί; Μια ωδή στη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου που μπορεί να νιώθει ολομόναχος ακόμα και στα πιο πολυσύχναστα μέρη. Ένα πραγματικό αριστούργημα που μπορεί αρχικά να φανεί «βιαστικό», αλλά θα δημιουργήσει βαθιές πληγές. Και όλα αυτά μέσω της τεχνικής ενός άκρως αληθοφανούς stop-motion animation που λέει όσα η σάρκα δε θα μπορούσε ποτέ να εκφράσει.

Πριν από μερικούς μήνες θαυμάσαμε την Pixar να παραδίδει μαθήματα γραφής στον χώρο του animation με Τα Μυαλά Που Κουβαλάς (Inside Out). Ξαναθυμηθήκαμε μετά από καιρό πόσο ποιητικό μπορεί να γίνει το animation όταν πίσω από αυτό κρύβεται μια πένα που έχει αποφασίσει να πάει «βαθιά», αξιοποιώντας στο έπακρον την έλλειψη εικαστικών ορίων, δείχνοντάς μας τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μας. Αυτή, ωστόσο, ήταν μια ταινία που, αν και οι ενήλικες θα ένιωθαν να τους πονά πολύ περισσότερο, το ανήλικο κοινό μπορούσε επίσης να απολαύσει. Τι γίνεται, από την άλλη, με το animation που ξεκινά και επιστρέφει πάλι στους ενήλικες και απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτούς; Το Anomalisa έρχεται να δώσει την απάντηση.

Ο Charlie Kaufman είναι ένας σημαντικότατος γραφιάς, αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Ήδη από το σεναριακό του ντεμπούτο με το Στο Μυαλό Του Τζον Μάλκοβιτς (Being John Malkovich) έστρεψε πολλά βλέμματα πάνω του, συνεχίζοντας με εξαιρετικά αποτελέσματα να αναφέρεται στον εαυτό του (Adaptation) και να εξερευνά σαν ένας Αμερικάνος Micher Gondry τη λειτουργία του εγκεφάλου στην Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού (Eternal Sunshine Of A Spotless Mind). Η τελευταία του ταινία ανάμεσα στις λίγες που έχει επιμεληθεί, ήταν και η πρώτη στην οποία ανέλαβε καθήκοντα σκηνοθέτη. Η Συνεκδοχή Της Νέας Υόρκης (Synecdoche, New York) έτυχε μάλλον χλιαρής κριτικής. Ωστόσο, η Anomalisa, ταινία που σηματοδοτεί την επιστροφή του 7 χρόνια αργότερα, μετρά μια δεκαετία διεργασιών. Ξεκίνησε το 2005 ως ιδέα και, μετά από αρκετές αλλαγές καθώς και την υποστήριξη του κόσμου μέσω του Kickstarter πήρε την τελική της μορφή. Και μας παραδίδεται σαν ένας θρίαμβος.

Όλο το ύφος της ταινίας χαρακτηρίζεται από μια πικρή εσωτερικότητα, που άλλοτε βρίσκει την ομορφιά στην ανθρώπινη πραγματικότητα και άλλοτε στις παράλογες εικόνες των ονείρων, όπως, άλλωστε και όλη η δημιουργία του Kaufman ως τώρα. Αυτά τα δύο, είτε χωρίζονται με σαφή τρόπο είτε όχι, αλληλοσυμπληρώνονται στον υπερθετικό βαθμό. Χωρίς το ένα, το άλλο παύει να υπάρχει ή, ακόμα χειρότερα, καταντά ρηχό και άνευ ιδιαίτερης (αισθητικής και νοηματικής) ουσίας. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της συναισθηματικής τραγωδίας του πρωταγωνιστή, πρέπει να περάσει κι από τα δύο στάδια, να ζήσει την κενή ζωή και να βυθιστεί στα όνειρα και τα καμώματα του εγκεφάλου του. Ειδάλλως, παραμένει απλά άλλος ένας αποστασιοποιημένος από τον θεατή, μοναχικός άνθρωπος που ψάχνει το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης σε ένα θλιμμένο Cincinatti. Και πράγματι, όταν φτάσουμε στο τέλος, μπορούμε να αισθανθούμε το μέγεθος της θλίψης του, την αποκοπή του από τον ανιαρό κόσμο όπου όλα ακούγονται το ίδιο.

Τα σκηνικά και οι κούκλες που φιλμάρονται, αν και ρεαλιστικά, χαρακτηρίζονται από την αποξενωμένη τους μορφολογία. Τα σκηνικά φαντάζουν θαμπά ενώ οι «ήρωες» μηχανικοί, δίνουν την αίσθηση ενός κόσμου που θα μπορούσε να λάμπει από ζωντάνια αλλά παραμένει διαρκώς βυθισμένος μέσα στην ίδια του τη θλίψη. Όσα λόγια θαυμασμού και να ειπωθούν, φαντάζουν το ίδιο κενά, εκτός αν ακουστούν από αυτή τη διαφορετική φωνή που θα έχει ζεστασιά και που δε θα οφείλεται σε καμία πολυετή «εξάσκηση» σε τηλεφωνικά κέντρα. Μια διαφορά μέσα στο μηχανικά πεζό που θα θέλουμε να μας συνοδεύει αφότου τη βρούμε και θα νιώσουμε τρόμο αν αρχίσει να αλλάζει. Γιατί επιτέλους, αισθητικά μιλώντας, θα έχουμε βρει ζωή μέσα στο γενικότερο νεκροζώντανο κλίμα. Και το τέχνασμα της διαφορετικής, ζωντανής φωνής, αν και απλό, φαντάζει ως το μόνο λογικό μέσο για να ειπωθεί αυτό που διαφορετικά θα χρειαζόταν άπειρες σελίδες διαλόγου για να αναλυθεί περιεκτικά. Και ποτέ ξανά μια φάλτσα διασκευή του “Girls Just Want To Have Fun” δεν ακούστηκε τόσο θλιμμένα όμορφη.

Από την άλλη, ίσως κάποιος πει πως το σενάριο σε σύνολο βιάζεται πολύ να καταλήξει στο τέλος του και πως δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά για μια άσκηση animation. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ θα το ήθελα κάπως μεγαλύτερο σε διάρκεια, να απολαύσω περισσότερους από τους απλούς αλλά εμπνευσμένα στοχαστικούς διαλόγους, να χαθώ για λίγη ώρα ακόμα μέσα στον κόσμο του. Αλλά ό, τι είχε να πει το είπε, και με τρόπο εξαιρετικά προσεγμένο. Σαν μια μεταμοντέρνα συρραφή σχεδιασμάτων πάνω στη σύγχρονη μοναξιά και την ανία του κόσμου, θίγει όλα τα θέματα όχι με φλυαρία, αλλά σύντομα και περιεκτικά. Σαν ένα παραμύθι, βρίσκει τους κατάλληλους συμβολισμούς οι οποίοι θα αναλυθούν από τον θεατή και προχωράει την πλοκή χωρίς να προσθέτει παραπανίσιες κουβέντες που ενδεχομένως να κατέληγαν σε ένα τεράστιο πλάτιασμα. Και πάνω που πάει να κλείσει στον πεσιμισμό, βρίσκει κάποιες τελευταίες αχτίδες αισιόδοξης ειρωνείας για να δείξει και κάποια ψήγματα ευτυχίας μέσα στο σύνολο της απογοητεύσεως. Γιατί μπορεί μεν οι άνθρωποι να είναι σαν μια μηχανική γκέισα που τραγουδά, αλλά υπάρχει και η Θεά Του Ουρανού που εξακολουθεί να μιλά ζεστά και αισιόδοξα.

Εν τέλει, πρόκειται για μια ταινία που ξέρω πως θα με βρω να την αναζητάω ξανά. Και μάλιστα σύντομα. Για να κατασταλάξουν όσες σκόρπιες σκέψεις έκανα, για να διεισδύσω καλύτερα στο περιεχόμενό της αλλά, κυρίως, για να ξανανιώσω αυτή τη χαρμολύπη που σπάνια μπορεί κανείς να νιώσει με ένα νέο δημιούργημα σε τέτοιο βαθμό. Και δεν τίθεται ερώτημα για το αν πρόκειται περί αριστουργήματος ή όχι, καθώς ξέρω πως στο τέλος της χρονιάς θα είναι από τους πρώτους τίτλους που θα μπουν σε αυτά που κρατάω από το έτος 2016, μαζί, φυσικά, με την Επιστροφή. 


hailceasar

Χαίρε Καίσαρ! (Hail Caesar!) ***1/2**

ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Ethan Coen, Joel Coen

Πρωταγωνιστούν: Josh Brolin, Scarlett Johansson, Ralph Fiennes

Διάρκεια: 106’

Διευθυντής παραγωγής στην Capitol Films της δεκαετίας του ’50, αλλά και fixer (αυτός που αναλάμβανε να γλιτώσει τους σταρ από τυχόν σκάνδαλα σε εφημερίδες, κρύβοντας τις παρεκτροπές τους), ο Eddie Mannix ζει ακόμα μια μέρα απρόοπτων στη δουλειά του. Ο πρωταγωνιστής της υπερπαραγωγής  Χαίρε Καίσαρ απαγάγεται και το περιστατικό κινδυνεύει να διαρρεύσει στα λαγωνικά του Τύπου, οπότε αν θέλει να προφτάσει την επικείμενη «τραγωδία» πρέπει να κινηθεί γρήγορα και να διευθετήσει το ζήτημα πριν να είναι αργά. Ταυτόχρονα, μια επαγγελματική πρόταση από μια άλλη εταιρεία τον θέτει σε δίλημμα σχετικά με το μέλλον του στην Capitol, ενώ διάφορα άλλα γεγονότα στον κόσμο του θεάματος αρχίζουν και ξετυλίγονται.

Θα είμαι ξεκάθαρος και θα δηλώσω πως δεν είμαι σίγουρος ακόμα για το πώς αισθάνομαι σε σχέση με τη νέα ταινία των Αδερφών Coen. Γιατί με το Inside Llewyn Davis αρχικά ενθουσιάστηκα και δεν άργησε να ξεφουσκώσει (ακόμα και μετά από επαναληπτική προβολή μου φαίνεται μέτρια ως δουλειά), ενώ αντίθετη πορεία ακολούθησε μέσα μου το Ένας Σοβαρός Άνθρωπος (A Serious Man). Έτσι και εδώ, θα είμαι σίγουρος μόνον εφόσον περάσει καιρός και μπορέσω να πω την τελική μου λέξη. Ωστόσο, θα δηλώσω το εξής: προς το παρόν, αυτό το φλερτ των Coen με τη χρυσή εποχή του Hollywood από τη μια μου φαίνεται καλύτερο από την προηγούμενη ταινία του διδύμου αλλά και σαφώς πιο βατό απ’ όλη την υπόλοιπη φιλμογραφία τους. Κάποιοι το τελευταίο μπορεί να το εκλάβουν ως κακό αλλά δεν είναι τόσο ενοχλητικό, ειδικά δε αν σκεφτείς πως και τη λοξότητα του την έχει και τους πολυλογάδες, άνευ ουσίας χαρακτήρες που αγαπάμε (ή μισούμε) να βλέπουμε να φλυαρούν σε σκηνές χωρίς ιδιαίτερη σημασία ως προς την πλοκή. Και επίσης δε βρήκα απωθητική τη στάση τους με την διακωμώδηση της ψυχροπολεμικής παράνοιας, η Τέχνη οφείλει να διακωμωδεί και όχι να φοβάται, αλλά και πάλι δεν ήταν τόσο πικάντικη όσο θα μπορούσε να είναι. Δεν περιμένουμε σοβαροφανή κοινωνική κριτική από τους Αδερφούς, αλλά αυτό το σατιρικό «τίποτα» που κι εδώ δίνει το παρόν.

Αλλά υπάρχει κάτι που με κρατάει πίσω από το να πω πως έχουμε τη μεγάλη επιστροφή τους. Καλό το «τσιλιμπούρδισμα» με την κλασικότροπη σκηνοθεσία και τη νοσταλγική χροιά που αποκτά το φιλμ τους, αλλά σε στιγμές βάζουν υπερβολικό νερό και το κρασί χάνει τη γεύση του. Επαναλαμβάνω, λοιπόν: ο βαθμός βασίζεται στα στιγμιαία συμπεράσματα και μόνο αφού περάσει καιρός θα αποφανθώ. Προς το παρόν, αξίζει. Δεν αγγίζει το παρελθόν, αλλά σίγουρα περνάς καλά. Τώρα, το τι μένει εν τέλει, θα το δείξει ο καιρός. 


Deadpool ***1/2**

ΗΠΑ, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Tim Miller

Πρωταγωνιστούν: Ryan Reynolds, Morena Baccarin, Gina Carano

Διάρκεια: 108’

Ενώ όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς στη ζωή του πράκτορα των Ειδικών Δυνάμεων Wade Wilson, μια ανίατη ασθένεια απειλεί να του στερήσει τη ζωή του. Θέλοντας να ζήσει και να μην αποχωριστεί την κοπέλα του, δέχεται να υποβληθεί ως πειραματόζωο σε ένα πείραμα που θα τον θεραπεύσει, αλλά θα του κοστίσει την ελευθερία του και την εξωτερική του εμφάνιση. Το μόνο κοινό της παλιάς και της νέας του ζωής, το αθυρόστομο χιούμορ του και το μόνο θετικό, η υπεράνθρωπη ταχύτητα ανάρρωσης από οποιοδήποτε τραύμα. Με αυτό το «οπλοστάσιο», αποφασίζει να μετατραπεί στον Deadpool, τον υπερήρωα (με τα τέλεια οπίσθια) που θα τιμωρήσει τον άνθρωπο που του προξένησε όλα όσα έχει υποστεί. Αν δεν αρκεί ένα μονολεκτικό «Τρέξτε», για να πειστείτε, τότε θα σας πως πως σχεδόν ό, τι αγαπήθηκε στον υπερήρωα είναι παρόν. Η υπερβολική βία, οι συνεχείς αναφορές στην ποπ κουλτούρα, το διαρκές σπάσιμο του 4ου τοίχου, το μέχρις εσχάτων βρώμικο και σεξιστικό χιούμορ που δε σκαμπάζει από πολιτική ορθότητα είναι όλα εκεί. Όσοι τον λατρεύετε ήδη δε χρειάζεστε το πράσινο φως οποιουδήποτε (μόνο μην αρχίσετε συγκρίσεις με κόμικ). Όσοι αρέσκεστε στο ακραίο χιούμορ που όμως έχει λόγο ύπαρξης και δε μοιάζει σαν να προσπαθεί να χωρέσει κι άλλη ανούσια υπερβολή, θα τη λατρέψετε. Όσοι προσβάλλεστε εύκολα, λέτε αμερικανιά οτιδήποτε αφορά στα παραπάνω και θεωρείτε πως η μόνη ουσιαστική υπερηρωική ταινία που βγήκε είναι το Watchmen, μην μπείτε στον κόπο. 


Οι Σουφραζέτες (Suffragette) *****

Ηνωμένο Βασίλειο, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Sarah Gavron

Πρωταγωνιστούν: Carey Mulligan, Helena Bonham Carter, Meryl Streep

Διάρκεια: 106’

Η νεαρή Maude ζει στο Λονδίνο των αρχών του 20ου αιώνα και εργάζεται σε ένα πλυσταριό. Οι Σουφραζέτες διαδηλώνουν για τα δικαιώματά ψήφου των γυναικών και εκείνη γνωρίζει τη δράση τους και εμπνέεται από το μανιφέστο τους σε βαθμό που αποφασίζει να συμμετάσχει ενεργά στον αγώνα τους. Η συμμετοχή της, όμως,  θα της προκαλέσει αρκετές δυσκολίες, οι οποίες θα τη δοκιμάσουν τόσο σε προσωπικό όσο και σε αγωνιστικό επίπεδο. Σκηνοθετικά οι Σουφραζέτες δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερη διάθεση για πειραματισμό, βασίζοντας την αφήγησή τους καθαρά στη γραμμικότητα. Έχει στη διάθεσή της πολύ καλές ερμηνείες και πειστικά ντεκόρ, αλλά συχνά το σενάριο φαίνεται επιτηδευμένο ως προς την παρουσίαση της κατάστασης, με αρκετούς χαρακτήρες να έχουν μια προσέγγιση απόλυτα μονοδιάστατη, αφαιρώντας έτσι ένα μερίδιο του ρεαλισμού που θα έπρεπε να πρεσβεύει προκειμένου να τιμήσει τις πρωτοπόρες αγωνίστριες. Οι πράξεις μετρούν αυτούσιες και στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρόσδοση «κινηματογραφικού ενδιαφέροντος» εμποδίζει το ρεαλισμό των (πραγματικών) γεγονότων να φανούν ως κάτι παραπάνω από ωραιοποιημένα για τις ανάγκες της κινηματογραφικής αφήγησης γεγονότα. Και είναι κρίμα να μείνει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια ευκαιρία που θα μπορούσε να ρίξει κάποιο παραπανίσιο φως στην υπόθεση των αρχών του φεμινισμού, ειδικά σε μια εποχή που έχει παρεξηγηθεί τόσο από τους αντίπαλους όσο και από μερικούς από τους υποστηρικτές του. Τα προτερήματά του είναι αρκετά, αλλά δεν κρύβουν τα ολοφάνερα ψεγάδια του.


Μια Αγκαλιά στην Άκρη του Κόσμου (Un plus une) *****

Γαλλία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Claude Lelouch

Πρωταγωνιστούν: Jean Dujardin, Elsa Zylberstein, Christopher Lambert

Διάρκεια: 115’

Ο Antoine εργάζεται ως συνθέτης μουσικής για ταινίες και μάλιστα είναι επιτυχημένος στον κλάδο του. Ένα ταξίδι του στην Ινδία όπου πρόκειται να συνθέσει το soundtrack για μια διασκευή του Ρωμαίος Και Ιουλιέτα θα τον συστήσει με τη σύζυγο του Γάλλου Πρέσβη, Anna, η οποία είναι εντελώς διαφορετική από αυτόν. Το ενδιαφέρον του, όμως, για αυτή τη γυναίκα για κάποιο περίεργο λόγο θα εξαφθεί και μαζί θα ζήσουν μια εμπειρία που κανένας τους δεν είχε φανταστεί. Όσο και να έκανε ένα όνομα στο παρελθόν, ο Lelouch στην τελευταία του ταινία είναι άνευρος και δεν έχει τίποτα να προσφέρει πλην κάποιων «ταξιδιωτικών» πλάνων της Ινδίας. Οι χαρακτήρες του είναι άλλοι αδιάφοροι και άλλοι εκνευριστικοί, το σενάριό του πατάει στο πουθενά και τελικά η υπνηλία (αν όχι η αγανάκτηση) επέρχεται.