LUCIA_DERVI_1

Το εξώφυλλο του τελευταίο βιβλίου της Λουκίας Δέρβη «Αλλού, στο πουθενά» είναι από αυτά που τραβούν το βλέμμα. Ένα υπερμέγεθες πιρούνι βυθίζει τα δόντια του στα ήρεμα νερά μιας λίμνης. Μοιάζει με κολάζ, τι άλλο θα μπορούσε να είναι; «Όχι, είναι φωτογραφία που τράβηξα με το κινητό μου. Πρόκειται για το γλυπτό “Fourchette” (πιρούνι) του Jean-Pierre Zaugg στη λίμνη Leman στο Vevey της Ελβετίας». Ναι ταιριάζει γάντι το εξώφυλλο στο βιβλίο μια συλλογή διηγημάτων που μιλάει για ανθρώπους που αναγκάστηκαν να φύγουν από μια πατρίδα και να προσαρμοστούν σε μια νέα ή ακόμη και για ανθρώπους που θέλησαν να βρουν μια νέα πατρίδα αλλά ποτέ δεν κατάφεραν ούτε, έστω, να την αναζητήσουν. Πόσο ξένο είναι ένα πιρούνι βυθισμένο σε μια λίμνη;

Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με την συγγραφή; Ξεκίνησα να γράφω το 2003, ήθελα να καταγράψω κάποιες σκέψεις μου. Ένα χρόνο πριν είχα παραιτηθεί από τη δουλειά μου, εργαζόμουν ως στέλεχος σε ξενοδοχειακή επιχείρηση, άλλωστε αυτό ήταν το αντικείμενο των σπουδών μου. Ήταν πριν την κρίση και η παραίτηση μου ήταν μια συνειδητή απόφαση καθώς ήθελα να ασχοληθώ με το γράψιμο. Οι σκέψεις έγιναν ιστορίες και οι ιστορίες έγιναν διηγήματα τα οποία έστειλα στην Πόπη Γκανά -δεν την γνώριζα τότε- κι έτσι προέκυψε η πρώτη συλλογή διηγημάτων μου «Κακός Χαρακτήρας».

Πώς και γιατί από τα διηγήματα πέρασες στη νουβέλα και μετά στο μυθιστόρημα; Δεν μπορούσα κατευθείαν να γράψω νουβέλα και μυθιστόρημα, ένιωθα ότι η αρχή έπρεπε να γίνει με τα διηγήματα. Η μετάβαση έγινε σταδιακά με τα διαβάσματα και με την πείρα. Όσο περνούσε ο καιρός διάβαζα όλο και περισσότερο και προσπαθούσα να μπω στην πιο μεγάλη φόρμα. Με το δεύτερο βιβλίο μου, τη νουβέλα «Ομπρέλες στον Ουρανό» ξεκίνησα να απλώνω τις ιστορίες μου.

Εσύ έχεις αδυναμία στην μικρή ή στην μεγάλη φόρμα; Εξαρτάται τι θέλω να πω και το τι έκταση μπορεί να έχει το εκάστοτε θέμα. Δεν μπορώ να πω ότι προτιμάω κάποια φόρμα αλλά βέβαια πρέπει να πω ότι το μυθιστόρημα είναι ο βασιλιάς της λογοτεχνίας και με ιντριγκάρει πολύ. Το μυθιστόρημα είναι πιο δύσκολο είδος από το διήγημα. Βέβαια τα τελευταία δύο χρόνια οι συλλογές διηγημάτων έχουν κάνει δυναμική επανεμφάνιση και νομίζω ότι οι διηγηματογράφοι έχουν παρασύρει το κοινό τους και το έχουν εξοικειώσει με την μικρή φόρμα, κάτι που δεν συνέβαινε τουλάχιστον την εποχή που άρχισα εγώ να γράφω. Τα διηγήματα είναι ένα πρώτο βήμα για να εκφραστούν οι συγγραφείς που μόλις ξεκινούν να γράφουν. Βλέπω όμως ότι και πάρα πολλοί μυθιστοριογράφοι στρέφονται και προς το διήγημα. Σίγουρα το μυθιστόρημα είναι πιο δύσκολο γιατί απαιτεί περισσότερο χρόνο, πάρα πολύ προσοχή και συγκέντρωση για το πραγματολογικό υλικό. Από την άλλη στο διήγημα υπάρχει η δυσκολία του ότι σε πολύ λίγο χρόνο πρέπει να πεις ουσιαστικά πράγματα, ότι πρέπει να συμπυκνώσεις και με λίγες λέξεις, λίγα πρόσωπα και λίγες πινελιές να αποδώσεις αυτό που θέλεις.

Πώς προέκυψε η συλλογή σου «Αλλού, στο πουθενά»; Ξεκίνησα να γράφω τα συγκεκριμένα διηγήματα το 2009, παράλληλα με το μυθιστόρημά μου “Group Therapy” που εκδόθηκε το 2013. Δεν είχα καθορίσει από την αρχή ότι κοινός άξονας των ιστοριών θα ήταν η έννοια του «ξένου». Δεν θυμάμαι ποιο ήταν το πρώτο που έγραψα, θυμάμαι όμως ότι από τα πρώτα ήταν το «Τριαντάφυλλα στο μνήμα» το τελευταίο στην συλλογή και το «Ταξίδι στο Τζιμπουτί». Καθώς περνούσε ο καιρός και έγραφα τα διηγήματα είδα ότι είχαν μια κοινή θεματική. Πρέπει να πω ότι το θέμα της μετανάστευσης, του ξεριζωμού και της νοσταλγίας για την πατρίδα είναι κάτι που με αγγίζει πολύ και γι’αυτό το έχω εντάξει και στα προηγούμενα βιβλία μου. Είναι κάτι που με ευαισθητοποιεί και πάντα θέλω να το καταγράφω, ίσως γιατί και η οικογένεια μου, όπως και οι περισσότερες ελληνικές έχουν κάποιο μετανάστη ανάμεσά τους, αλλά και γιατί έχω ζήσει στο εξωτερικό κι έχω ζήσει από πρώτο χέρι τη νοσταλγία για την πατρίδα. Στα διηγήματα του «Αλλού, στο πουθενά» μιλάω για τους ανθρώπους που αισθάνονται ξένοι κι αποζητούν την αποδοχή και την πρόοδο σε μια νέα χώρα.

LUCIA_DERVI_2

Κάποιες από αυτές τις ιστορίες βασίζονται σε αληθινό γεγονός. Το λέω γιατί η γραφή σου είναι απολύτως ρεαλιστική. Εμπνέομαι, όπως όλοι οι πεζογράφοι, από πραγματικούς χαρακτήρες, σκέψεις ή και περιστατικά. Υπάρχουν όντως κάποια που μου έδωσαν την έμπνευση και την ώθηση να γράψω αλλά καμία ιστορία δεν είναι πραγματική γιατί στο κάτω κάτω δεν είμαι δημοσιογράφος να καταγράφω την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, στην πρώτη ιστορία «Πώς χάθηκε η πανσέληνος» περιγράφεται ότι ο Έλληνας στρατιώτης κατά τη διάρκεια της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο βρίσκει ένα τανκ που μέσα του βρίσκονται δεμένοι με χειροπέδες Τούρκοι, αυτό είναι ένα πραγματικό γεγονός που με συγκλόνισε. Τυχαίνει να έχω πολύ μεγάλο δεσμό με την Κύπρο, έχω τις καλύτερες μου φίλες εκεί που σπουδάσαμε μαζί και την επισκέπτομαι τακτικά.

Τώρα περνάμε μια περίοδο που το προσφυγικό έχει αναδειχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα παγκοσμίως και η Ελλάδα είναι στο επίκεντρο του. Νιώθεις ότι ακόμη κι αν δεν είναι αυτή η πρόθεσή σου τα διηγήματά σου μπορούν να λειτουργήσουν ως χρονογραφήματα; Αλίμονο, αυτή είναι μια από τις λειτουργίες της τέχνης καθώς αφήνεις μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Αυτά που σε επηρεάζουν συμβαίνουν περισσότερο τώρα, στο παρόν και γι’αυτά θέλεις να μιλήσεις. Το παρελθόν μπορείς να το κάνεις λογοτεχνία αλλά τα συναισθήματα που θα αποτυπώσεις θα ανήκουν στο παρόν καθώς είναι δύσκολο να υιοθετήσεις το ηθικό σύμπαν μιας άλλης εποχής. Θεωρώ ότι η λογοτεχνία πρέπει να μιλάει και για το τώρα, έτσι κατορθώνει να είναι διαχρονική.

Ποιους ξεχωρίζεις από τους κλασικούς αλλά και τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς; Ο βασιλιάς όλων των διηγηματογράφων, ο αγαπημένος μου είναι ο Βιζυηνός. Με έχει σημαδέψει και με έχει καθορίσει. Δεν μπορώ βέβαια να πω σε καμία περίπτωση ότι προσπαθώ να τον μιμηθώ, ούτε στη γλώσσα, ούτε στις ιστορίες. Δεν το κάνω, δεν θα μπορούσα άλλωστε. Ξεχωρίζω ακόμη τον Παπαδιαμάντη, τον Άρη Αλεξάνδρου, τα διηγήματα του Γιώργου Ιωάννου. Παρακολουθώ πολύ τη σύγχρονη λογοτεχνία, διαβάζω περισσότερη ελληνική παρά ξένη, με ενδιαφέρει η τάση, με ενδιαφέρει το τι γίνεται στη χώρα μου, τι βιβλία εκδίδονται, ποια είναι τα θέματα. Πάντα επηρεάζομαι και νομίζω ότι θα είναι ψέματα αν ισχυριστεί κάποιος συγγραφέας ότι δεν επηρεάζεται, ότι δεν βρίσκει μια λέξη, έναν χαρακτήρα που μπορεί να ζηλέψει, που μπορεί να του θυμίσει κάτι ή να τον εμπνεύσει για κάτι. Από σύγχρονους άλλοι αγαπημένοι είναι φυσικά ο Αλέξης Πανσέληνος, ο Γιώργος Συμπάρδης, ο Θανάσης Βαλτινός, ο Σωτήρης Δημητρίου του οποίου αγαπώ πολύ τα διηγήματα, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, η Ζυράννα Ζατέλη και ο κατάλογος δεν τελειώνει. Πρέπει να αναφέρω βέβαια και τον Μένη Κουμανταρέα, αγαπημένο φίλο που μου λείπει πολύ.

Ποια θεωρείς ότι είναι αυτή τη στιγμή η τάση στην ελληνική λογοτεχνία; Η τάση είναι να μιλάμε για το τώρα, να μιλάμε για την κρίση, για όσα μας απασχολούν, τα οικονομικά προβλήματα, το ζόρι των Ελλήνων. Είναι κάτι που μπορούμε πια να το αποτυπώνουμε στη λογοτεχνία –όχι τόσο το προσφυγικό, γιατί θεωρώ ότι όλοι είμαστε μουδιασμένοι, σε σοκ και δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι αυτό, εγώ τουλάχιστον δεν τολμώ να το αγγίξω αυτό το κεφάλαιο γιατί είναι ακόμη σε εξέλιξη και η λογοτεχνία δεν μπορεί να βρει μια λύση. Προτιμώ ως άνθρωπος να σκέφτομαι τι μπορώ να κάνω εγώ γι αυτούς τους ανθρώπους που έχουν εκπατριστεί. Δεν θα ξεχάσω, όταν πήγα σε μια ΜΚΟ να αφήσω τρόφιμα και ρούχα, τον όγκο των πραγμάτων που είχαν ήδη συλλεχθεί και ότι εκεί έβλεπες πατεράδες με τα παιδιά τους που τους μάθαιναν στην πράξη τι είναι αλληλεγγύη. Εάν τώρα μιλήσουμε για το λογοτεχνικό ύφος η τάση είναι η λιτότητα, η απλότητα, ο ρεαλισμός, η κατάργηση του λυρισμού. Αυτό είναι το λογοτεχνικό ύφος που κι εγώ υπηρετώ, δεν θέλω να βάζω φιοριτούρες και περιττές λέξεις μέσα στα κείμενα καθώς προτιμώ να είναι στακάτα και να αποδίδουν αυτό που πραγματικά θέλω να πω με λίγες λέξεις. Επίσης, στο «Αλλού, στο πουθενά» όλες οι ιστορίες βασίζονται στην πλοκή, έχουν χαρακτήρες που θέλουν κάτι, που διεκδικούν κάτι από την ζωή και νομίζω ότι αυτό τους κάνει ενδιαφέροντες και οικείους προς τους αναγνώστες.

dervi_eksofillo
Η συλλογή διηγημάτων της Λουκίας Δέρβη «Αλλού, στο πουθενά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.