Απόστολος Παπατόλιας: «Ένα αμφιλεγόμενο “θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια” αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο για τη συνταγματική δημοκρατία»

Η διαχείριση της πανδημίας του Covid-19 έφερε στο προσκήνιο και μια πραγματική «πανδημία ερμηνειών» σχετικά με το  Σύνταγμα, τους θεσμούς, τα δικαιώματα, τη δημοκρατία, καθώς και τη σχέση του Κράτους με την παγκοσμιοποίηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Απόστολος Παπατόλιας, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris X – Nanterre, Σύμβουλος του ΑΣΕΠ, παραχώρησε συνέντευξη στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου «Η “επόμενη μέρα” του εθνικού και ευρωπαϊκού συνταγματισμού: Ερμηνευτικοί (ανα)στοχασμοί μετά την πανδημία» (Εκδόσεις Παπαζήση).

Στη διάρκεια της πανδημίας υπήρξε περιστολή δικαιωμάτων για την προστασία της δημόσιας υγείας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού. Πώς αξιολογήθηκε αυτή η πρακτική από την επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου; Πιστεύετε ότι αυτοί οι περιορισμοί θα επηρεάσουν και τις μετα-πανδημικές θεσμικο-πολιτικές διευθετήσεις; Για τη συνταγματολογική προσέγγιση που κυριάρχησε εν ώρα κρίσης, οι περιορισμοί στις ελευθερίες δικαιολογήθηκαν από την επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπιστεί μια φονική πανδημία. Η ελευθερία της κίνησης όφειλε, συνεπώς, να υποχωρήσει έναντι του «απόλυτου σεβασμού» σε υπέρτερα συνταγματικά αγαθά  ή «αστάθμητα» δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή και την υγεία. Οι περιορισμοί της ελευθερίας κυκλοφορίας, καθώς και όλων  εκείνων που συνδέονται με αυτήν (της εργασίας, του συνέρχεσθαι, της δημόσιας θρησκευτικής λατρείας και της εν γένει συμμετοχής στην κοινωνική ζωή) κρίθηκαν επιβεβλημένοι στο βαθμό που  αποτελούσαν μέσο προστασίας του θεμελιώδους συλλογικού δικαιώματος στην υγεία. Αυτή η κατά κόρον επίκληση της συλλογικής έκφρασης δικαιωμάτων και αγαθών και της υποχρεωτικής κρατικής προστασίας τους σε περίπτωση έντονης διακινδύνευσής τους συνιστά, κατά την άποψή μου, το μείζον συνταγματικό διακύβευμα της πανδημίας, που θέτει σε μια ιδιότυπη «κατάσταση αργίας» τη δικαιωματική ροπή του σύγχρονου «φιλελεύθερου», κατά βάση, Συνταγματικού Δικαίου.

Αυτό που πρότεινε η κρατούσα άποψη ήταν μια «ευρύχωρη ερμηνεία» της συνταγματικότητας των περιορισμών που εναρμονιζόταν με την κοινή αίσθηση ότι αυτοί δεν υπερέβησαν το αναγκαίο μέτρο ούτε από πλευράς περιεχομένου τους ούτε από τη σκοπιά της διαδικασίας επιβολής τους. Η λογική του «whatever it takes», που κυριαρχεί στις οικονομικές προσεγγίσεις της πανδημίας, βρήκε, έτσι, πεδίον δόξης λαμπρόν και στη συνταγματική ερμηνεία, εκτοπίζοντας τις συμβατικές φορμαλιστικές προσεγγίσεις που μάταια αναζητούσαν ένα ρητό έρεισμα της περιστολής των ελευθεριών στο «γράμμα» του Συντάγματος. Η ανάγκη για μια νομιμοποιητική ερμηνεία της πρακτικής που εφαρμόσθηκε, ήταν, μάλιστα, τόσο ισχυρή που έφερε στο προσκήνιο μια σειρά από «έκτακτες ερμηνείες», ώστε να «εγκιβωτιστεί» η πανδημία στο Σύνταγμα, κατά τη διατύπωση που έκανε δημοφιλή ο Β. Βενιζέλος. Ορισμένοι δε συνταγματολόγοι, όπως ο Αντ. Μανιτάκης, δεν δίστασαν να παραδεχθούν ότι, σε έκτακτες συνθήκες, η συνταγματική ερμηνεία οφείλει να «τροποποιεί» τη «συνταγματική νομιμότητα», προκειμένου να «απαλύνει τις προστριβές και να κάνει αποδεκτή την κυβερνητική πολιτική και τη δράση της πολιτικής εξουσίας».

Η τάση αυτή αμφισβητήθηκε πρώτον, από όσους υποστήριξαν ευθέως ότι τα μέτρα ήταν αντισυνταγματικά, λόγω έλλειψης ρητού συνταγματικού ερείσματος για την επιβολή τους (Κουρουνδής) και δεύτερον, από εκείνους που διαπίστωσαν μια ουσιώδη «αντιστροφή» στη συνταγματική δικαιολόγηση των περιορισμών, στο μέτρο που αυτοί εμφανίζονται πλέον ως ο «κανόνας» και η ελευθερία ως η «εξαίρεση» (Καμτσίδου). Οι απόψεις αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του κυρίαρχου ρεύματος, που υπερασπίστηκε μαχητικά τη γραμμή της συνταγματικής νομιμότητας, υιοθετώντας με μια έντονα επιθετική και πατερναλιστική κριτική, στα όρια του ακαδημαϊκού «bullying», κατά την έκφραση του Γιάννη Δρόσου. Έτσι, όμως, και η έννοια της δημόσιας κριτικής αδικήθηκε και αναβίωσε η λογική του επιστημονικού «εσωτερικού εχθρού», που πρέπει να στηλιτευθεί παραδειγματικά, ώστε να μην νοθεύεται η «ομοφωνία» που απαιτείται για την αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης και την ασφάλεια της ζωής μας.

Πέρα, από τις προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες της συγκεκριμένης αντιπαράθεσης, η οξύτητα της κριτικής εγγράφεται, άλλοτε συνειδητά άλλοτε όχι, σε ένα νέο δημόσιο αφήγημα για το σύγχρονο ρόλο του συνταγματικού κράτους, που αναμένεται να επηρεάσει καθοριστικά τις μετα-πανδημικές θεσμικο-πολιτικές διευθετήσεις. Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 σημαίνοντες κοινωνιολόγοι, όπως ο U. Beck, είχαν επισημάνει τις κοσμογονικές αλλαγές που φέρνει στο προσκήνιο ο πολλαπλασιασμός των «ασύμμετρων» απειλών, όπως οι υγειονομικές κρίσεις, η τρομοκρατία, τα πυρηνικά ατυχήματα, οι φυσικές καταστροφές, καθώς και οι διατροφικές, ενεργειακές και οικολογικές επισφάλειες. Αυτές οι απειλές της «εποχής της διακινδύνευσης» μετατοπίζουν δομικά τα όρια του Κράτους από τα παραδοσιακά καθήκοντα της πρόνοιας ή της αναδιανομής σε εκείνα της πρόληψης, της διαχείρισης και της αποτροπής των νέων κινδύνων. Παράλληλα, κερδίζει συνεχώς έδαφος η άποψη για τη συνταγματική αναγνώριση ενός εγγενώς περιοριστικού «Κράτους Πρόληψης», το οποίο αενάως θα προσαρμόζεται στις έκτακτες ανάγκες, χωρίς να απαιτείται κάποια τυπική ή επίσημη συνταγματική μεταβολή. Σε μια τέτοια διαρκώς μεταβαλλόμενη «συνταγματικότητα», απαλλαγμένη από δεσμεύσεις και καταναγκασμούς, οι κλασικές εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου θα φαντάζουν αχρείαστοι αναχρονισμοί, ενώ τα δικαιώματα θα μπορούν να υποστούν αδιανόητους και μη αναλογικούς περιορισμούς με βάση τη συνταγματικά δεσπόζουσα «αρχή της προφύλαξης». Η προσέγγιση αυτή, που διαγιγνώσκει το «τέλος της εποχής των δικαιωμάτων»,  υπογράφει κατ’ ουσίαν την «πράξη αυτοδιάλυσης» του σύγχρονου μεταπολεμικού συνταγματισμού, ο οποίος δεν θα εμπνέεται πλέον από την απελευθερωτική αντίληψη της «επινόησης του καλύτερου», αλλά από τον ανθρωπολογικά απαισιόδοξο στόχο της «αποφυγής του χειρότερου». Χωρίς να επεκταθώ περισσότερο στην κριτική εξέταση αυτών των απόψεων περί αλλαγής «συνταγματικού παραδείγματος», θεωρώ ότι πρέπει να τις εκλάβουμε αποκλειστικά σαν προειδοποιητικό σήμα για την έλευση μιας νέας πιο απειλητικής πραγματικότητας για τα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Αυτή η κανονιστική διολίσθηση από το φαινόμενο της επαύξησης των προληπτικών λειτουργιών του Κράτους σε ένα αμφιλεγόμενο «θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια» αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο για τη συνταγματική δημοκρατία, στο μέτρο που παρέχει «εν λευκώ εξουσιοδότηση προς το Κράτος» να προσβάλλει τις ελευθερίες και να «λειτουργικοποιεί» σε τέτοιο βαθμό τα δικαιώματα, ώστε να καταργούνται πλήρως οι εγγυήσεις και του φιλελεύθερου και του δημοκρατικού συνταγματισμού.

Το ισχυρό αίτημα για προστασία της ασφάλειας και της δημόσιας υγείας σηματοδοτεί και την αναβάθμιση των συνταγματικά κατοχυρωμένων κοινωνικών δικαιωμάτων; Ποιος ρόλος επιφυλάσσεται στα δικαιώματα αυτά, δεδομένης της όξυνσης των ανισοτήτων σε εποχές πανδημίας; Επιτρέψτε μου να ξαναπιάσω το νήμα των συλλογισμών που προηγήθηκαν σχετικά με τη διάγνωση του «Συνταγματικού Κράτους Πρόληψης». Αυτή, είτε ως κοινωνιολογική παρατήρηση είτε ως κανονιστική κατασκευή, αστοχεί πέρα για πέρα όταν αποφαίνεται ότι, στο νέο συνταγματικό παράδειγμα, το «σύνολο» θα προτάσσεται πλέον  έναντι του «ατόμου». Σήμερα, καλλιεργείται η απατηλή εντύπωση για μια καθολική (αταξικού χαρακτήρα) ανταπόκριση του Κράτους στην ισχυρή ζήτηση για ασφάλεια, ενώ παραγνωρίζεται συστηματικά ότι η κατάσταση ανάγκης δεν είναι γενική και ενιαία, αλλά διαβαθμίζεται ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός. Κι εδώ προκύπτει το ερώτημα: Γιατί το «γενικό συμφέρον», ως «συλλογικό δικαίωμα» στη ζωή και την υγεία, εμφανίζεται ικανό να παρακάμψει τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις στους περιορισμούς των ελευθεριών, αλλά παραμένει αδιάφορο ή διστακτικό κάθε φορά που τίθεται πιεστικό ζήτημα κοινωνικής μέριμνας εν μέσω κρίσης; Και γιατί οι «έκτακτες ερμηνείες» του Συντάγματος επιστρατεύονται επιλεκτικά για να δικαιολογήσουν τον κρατικό «ακτιβισμό» στον τομέα της ασφάλειας, αλλά παρέχονται «με το σταγονόμετρο», όταν πρόκειται να θεμελιώσουν δράσεις κοινωνικής επανόρθωσης; Στο σημείο  αυτό, εντοπίζεται άλλη μια διαδεδομένη αυταπάτη της πανδημίας σχετικά με τη δήθεν «αυτόματη προσαρμογή» των πολιτικο-οικονομικών ελίτ στις αντιλήψεις περί Κοινωνικού Κράτους. Στην πραγματικότητα, το ισχυρό αίτημα για ρυθμιστική παρέμβαση της Πολιτείας δεν συνοδεύεται από μια αντίστοιχη επίκληση των συνταγματικά κατοχυρωμένων κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά αντιθέτως καταβάλλονται προσπάθειες να αποδυναμωθεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας τους.

Βεβαίως, δεν λείπουν οι φωνές που υποστηρίζουν ότι η ικανότητα του Κράτους να διασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών θα είναι το «τελικό πεδίο αξιολόγησης» του βαθμού ανθεκτικότητας των συνταγματικών μας δικαιωμάτων (Σωτηρέλης), ιδίως όσο θα επιτείνεται η προϊούσα οικονομική κρίση. Αυτή η αποστολή φαντάζει, πράγματι, ιδιαίτερα σύνθετη και ευαίσθητη, καθώς το Κράτος πρέπει όχι μόνο να κατανείμει δίκαια τα βάρη της κρίσης, αλλά και να ιεραρχήσει προσεκτικά τις παρεμβατικές προτεραιότητες στο περιβάλλον μιας ήδη εύθραυστης οικονομίας. Πρώτα από όλα, όμως, πρέπει να εξαντληθεί το οπλοστάσιο του Συνταγματικού Δικαίου, προκειμένου να δικαιολογηθούν εκείνες οι δημόσιες παρεμβάσεις που θα διασφαλίζουν συνθήκες ισότιμης διανομής των κοινωνικών αγαθών (υγεία, βασικές βιοτικές ανάγκες, εργασία), που υπέστησαν πρωτόγνωρα πλήγματα λόγω πανδημίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα αποκτούσε νέο νόημα και η προσθήκη της πρόσφατης αναθεώρησης στην παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος ότι «το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει». Η διάταξη αυτή, εάν δεν θέλουμε να εκπέσει σε ένα ρηχό ρητορικό συμβολισμό και να είναι κανονιστικά ωφέλιμη, πρέπει να αρχίσει από τώρα να ερμηνεύεται ευρύτερα από ότι μια στενά νοούμενη χρηματική παροχή, ώστε να συμπεριλάβει όλα τα ανελαστικά προστατευτικά όρια που αφορούν το σύνολο των βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Εν μέσω πανδημίας, αναδεικνύονται δύο τάσεις ως προς τα κοινωνικά δικαιώματα: εκείνη που αντλεί παραδόξως στην έκτακτη συνθήκη την ευκαιρία να καταδείξει την «ατέλεια» και την «καχεξία» τους, επισημαίνοντας ότι οι κρατικές παροχές περιορίζονται από τις «δημοσιονομικές δυνατότητες» της χώρας και το «εχθρικό οικονομικό περιβάλλον» (Μανιτάκης) και εκείνη που υποστηρίζει ότι είναι η οικονομική πολιτική που πρέπει να προσαρμοστεί στην ανάγκη παροχής υψηλού επιπέδου κοινωνικών υπηρεσιών και όχι το αντίθετο (Γιαννακόπουλος). Κατά τη γνώμη μου, ανεξάρτητα από τα ευρέα περιθώρια άσκησης μιας κυβερνητικής πολιτικής, ο «κανονιστικός πυρήνας» των κοινωνικών δικαιωμάτων δεσμεύει το νομοθέτη σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και ως προς το «αν» και ως προς το «πώς» και ως προς το «πότε» θα αναπτυχθεί μια προστατευτική δράση. Εκείνο που πρέπει, επειγόντως, να γίνει κοινή πεποίθηση είναι ότι τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν «γνήσιες συνταγματικές επιταγές», που ανταποκρίνονται σε «καθολικές ιδιότητες» των ανθρώπων και επιτρέπουν τον, εξίσου σημαντικό με τον ατομικό, «κοινωνικό αυτοκαθορισμό» του. Αυτές δηλαδή που αποκρύπτουν τη χαμηλή προτεραιότητα για την ικανοποίησή τους και διευκολύνουν ένα δημοσιονομικά εύθραυστο Κράτος να απαλλαγεί από το βάρος των συνταγματικών υποχρεώσεών του και να υποκύψει στο νεοφιλελεύθερο μονολογισμό.

Κάποιοι εξαίρουν τον ενισχυμένο ρόλο του κράτους εντός της πανδημίας και κάποιοι άλλοι αντιλαμβάνονται τον ενισχυμένο ρόλο ως μια παρένθεση. Εσείς πώς φαντάζεστε τη θέση του κράτους στη νέα συνθήκη; Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ισχύουν συγχρόνως και οι δύο εκτιμήσεις. Εξαρτάται από το τι επιλέγει κανείς στο «ισοζύγιο» της πανδημίας. Κατ’ αρχάς, ενδεικτικό για το ιδεολογικό κλίμα που επικρατεί, είναι το γεγονός ότι μεταξύ των συνταγματικών διατάξεων που επικαλείται η περιλάλητη πρώτη ΠΝΠ της πανδημίας περιλαμβάνονταν και εκείνες του ξεχασμένου «σοσιαλμανικού» άρθρου 106 του Συντάγματος για τον κρατικό προγραμματισμό της εθνικής οικονομίας και την οριοθέτηση της ιδιωτικής δραστηριότητας με την επίκληση του γενικού συμφέροντος. Είναι σαφές ότι ο προσωρινός νομοθέτης της πανδημίας αποδέχεται την επανάκαμψη του παραδοσιακού παρεμβατισμού και υπαινίσσεται τη στροφή σε μια παραδοσιακή κεϋνσιανή αντίληψη για το ρόλο του Κράτους στην οικονομία. Η ίδια τάση παρατηρείται και σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, με την επιθετική δημοσιονομική επέκταση να γίνεται ο κανόνας, παρότι τα Εθνικά Κράτη δεν διαθέτουν ούτε τον ίδιο δημοσιονομικό χώρο ούτε την ίδια πιστοληπτική ικανότητα. Τα γενναία μέτρα κρατικού παρεμβατισμού με την ενθάρρυνση της ΕΕ φανερώνουν μια ουσιώδη απομάκρυνση από το μέχρι χθες κυρίαρχο μοντέλο νεοφιλελεύθερης διαχείρισης που προκαλεί αισθήματα ευφορίας και «ιστορικής δικαίωσης» σε όσους διαβλέπουν την τελική επικράτηση του Κοινωνικού Κράτους. Μια άλλη πιο «υποψιασμένη» αντίληψη, ωστόσο, διαψεύδει αυτή την αυτάρεσκη βεβαιότητα, διακρίνοντας μια καθαρά προσωρινή μετατόπιση του κυρίαρχου μοντέλου. Όπως διδάσκει η ιστορία των μεγάλων οικονομικών κρίσεων, το «εκκρεμές» των κοινωνιών σε καθεστώς ελεύθερης οικονομίας είναι εγγενώς προγραμματισμένο να εκτελεί μια διαρκή κίνηση μεταξύ της ενδυνάμωσης του Κοινωνικού Κράτους μετά από κρίσεις και της αποδυνάμωσής του στην περίοδο της ομαλοποίησης. Σε αυτή τη σταθερή συμβιωτική σχέση αγοράς, κρίσεων και κρατικού παρεμβατισμού, η επιστροφή στην κανονικότητα επιχειρείται πάντοτε μέσω της διορθωτικής παρέμβασης του Κράτους. Η διεθνής οικονομική ιστορία βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων «έκτακτης αφομοίωσης» των παρεμβατικών εθνικών πολιτικών από τις οικονομικές ελίτ και θεαματικής αύξησης των δημοσίων δαπανών για την παραγωγική αναθέρμανση της οικονομίας μετά από κρίσεις.

Σε ό,τι αφορά δε την άνθηση της προβληματικής για την υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης και την επιστροφή στις εθνικές λύσεις, πρόκειται για εξίσου «δοκιμασμένη συνταγή», καθώς το Κράτος μπορεί ανά πάσα στιγμή να εγκαταλείψει διεθνείς ρυθμίσεις, εάν ο εθνικός κανόνας είναι προσφορότερος για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ανάγκης. Το ιδιότυπο «εκκρεμές», με άλλα λόγια, των σχέσεων κράτους – ιδιωτικής οικονομίας μπορεί να εξελίσσεται δυναμικά από την πλήρη απορρύθμιση έως τον έντονο κρατικό παρεμβατισμό ανάλογα με τον κοινωνικοοικονομικό συσχετισμό δυνάμεων, τις ανάγκες των ελίτ και τις προοπτικές της κεφαλαιακής συσσώρευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι και το 2008 και σήμερα, τα εθνικά κράτη δεν δίστασαν να ανακαλέσουν εκτάκτως και με χαρακτηριστική ευκολία τις εξουσίες που είχαν εκχωρήσει σε υπερεθνικά ή ιδιωτικά κέντρα, προκειμένου να επαναφέρουν ολικά το διακυβερνητισμό, όταν αντιλήφθηκαν ότι διακυβεύονται υπέρτερα συμφέροντα που αδυνατούσε να διαφυλάξει η λειτουργία της αγοράς.

Ποιο θα είναι το μείγμα και το ακριβές περιεχόμενο του νέου παρεμβατισμού είναι δύσκολο να το προδικάσουμε. Ένα νέο σύνθετο πεδίο διαπάλης για την κατεύθυνση της νέας ρυθμιστικής παρέμβασης προβάλλει με αβέβαιη έκβαση, καθώς δεν δείχνουν ακόμη αποκρυσταλλωμένοι οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί δυνάμεων, που θα διαμόρφωναν την ιστορική κίνηση προς τη μια ή προς την άλλη πλευρά. Βεβαίως, η αδυναμία τόσο της εθνικής όσο και της παγκόσμιας διακυβέρνησης να εγγυηθούν ζωτικά δημόσια αγαθά (υγεία, κλίμα, βιοποικιλότητα), προκαλεί την ανάγκη του ανασχεδιασμού τόσο των διεθνών όσο και των εθνικών ρυθμίσεων. Η διορθωτική ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί παρά να συμβαδίσει με την επινόηση νέων παρεμβατικών μεθόδων εντός των εθνικών συνόρων, που θα λαμβάνουν υπόψη τους τις νέες παγκόσμιες εστίες διακινδύνευσης. Αναλυτές από όλο τον κόσμο σταχυολογούν συστηματικά τις πρακτικές, που είχαν εμφανισθεί πριν από την πανδημία αλλά επιταχύνονται χάρη σε αυτήν, οι οποίες προοιωνίζονται ένα νέο ρυθμιστικό παράδειγμα παρεμβατισμού που οικειοποιείται πλήρως το δόγμα «whatever it takes». Στο πλαίσιο αυτού του αδογμάτιστου πραγματισμού ως προς τη μεθοδολογία των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία, δεν υπάρχει πια κανένας ιδεολογικός δισταγμός να ασκηθούν «πολιτικές εθνικοποιήσεων», είτε υπό την έννοια των κλασικών κρατικοποιήσεων είτε υπό αυτήν της πλήρους ανάληψης από το κράτος των μισθών και των ισολογισμών των επιχειρήσεων μέσω των εγγυήσεων ή ενισχύσεων του Δημοσίου. Παρόμοια δείγματα γραφής, δηλωτικά του ανασχεδιασμού του Κοινωνικού Κράτους με βάση την «αρχή της προφύλαξης»,  συνιστούν η πρακτική της υποχρεωτικής ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης και η απευθείας ενίσχυση των νοικοκυριών στις υπερφιλελεύθερες ΗΠΑ, όπως και η ρύθμιση των επαγγελμάτων υγείας στη Γερμανία ή η νομοθέτηση ανώτατου επιτρεπόμενου ύψους των ενοικίων κατοικίας στην ίδια χώρα. Πρόκειται για πρακτικές που φανερώνουν νέα ρυθμιστικά όρια στη δημόσια παρέμβαση και οι οποίες υιοθετούνται πλέον επισήμως από αρκετά κράτη, παρότι μέχρι χθες πρόβαλλαν σαν περιθωριακά και αντισυστημικά αιτήματα.

Πώς μπορεί να διασφαλιστεί η λειτουργία της δημοκρατίας σε τέτοιου είδους έκτακτες συνθήκες; Ποια είναι τα δημοκρατικά διλήμματα της πανδημίας; Τα θέματα δημοκρατίας τέθηκαν στις συνταγματικές αναλύσεις εξίσου έντονα με τα ζητήματα της νομιμότητας των περιορισμών. Η προβληματική που αναπτύχθηκε σε όλες τις χώρες του κόσμου αφορούσε κυρίως την περιορισμένη δημοκρατική νομιμοποίηση των μέτρων και την  ανάδειξη στοιχείων αυταρχικής διακυβέρνησης. Στη χώρα μας, η κρατούσα άποψη, αφού αγνόησε την κατ’ ουσίαν «υποκατάσταση της Κυβέρνησης» στις νομοθετικές αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου, επέλεξε τη γνωστή τακτική της πολεμικής ισοπέδωσης όσων υποστήριξαν ότι τα μέτρα επιβλήθηκαν σε συνθήκες περιορισμένης διαφάνειας και λογοδοσίας (Καϊδατζής). Οι κυρίαρχες προσεγγίσεις έδειχναν να συμβιβάζονται με την ιδέα ότι σε περιόδους κρίσης υποχωρεί μοιραία η δημοκρατική λειτουργία και ενισχύεται υπέρμετρα το εκτελεστικό σκέλος της διακυβέρνησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον «φυσικοποίησης» της έκτακτης συνθήκης ήταν επόμενο είτε να «αγιογραφούνται» οι πρακτικές των κυβερνώντων είτε να απευθύνονται γενικές προτροπές για δημοκρατική εγρήγορση, χωρίς, όμως, να προτείνονται εναλλακτικά δημοκρατικά αντίβαρα ή ψηφιακά υποκατάστατα συμμετοχής. Σε αυτά τα συμφραζόμενα μιας μάλλον «επιδερμικής» δημοκρατικής ευαισθησίας, ουδείς διανοήθηκε να προβάλλει «καλές πρακτικές» άλλων χωρών ή να διδαχθεί από ιστορικά προηγούμενα εντατικής λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε έκτακτες συνθήκες, όπως πχ. συνέβη με το Αγγλικό Κοινοβούλιο κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Την ίδια στιγμή, στη δημόσια σφαίρα είχε εγκατασταθεί ένας «αυτοματισμός», προκειμένου να στιγματίζεται σαν ανεύθυνη ή υπονομευτική κάθε εναλλακτική φωνή που εξέφραζε αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των μέτρων ή τις σκοπιμότητές τους. Τέτοιες αντιδράσεις δεν προέρχονταν μάλιστα μόνον από εκείνους που κάποτε αποκαλούσαμε «οργανικούς διανοούμενους του κράτους», αλλά και από εκπροσώπους της επιστημονικής κοινότητας που συνήθως προασπίζουν με πάθος  τις αξίες του πολιτικού πλουραλισμού και της ανεμπόδιστης κριτικής. Σε αυτές τις συνθήκες, μόνον άστοχη δεν ήταν η κριτική όσων υπογράμμιζαν την ανάγκη να διατηρηθούν ζωντανά τα στοιχεία της δημοκρατικής αντιπαράθεσης, ακόμη κι αν αυτά διατυπώνονταν άτεχνα, αμήχανα ή επιθετικά. Ήταν πέρα για πέρα υποστηρίξιμο ότι μόνο μια τονωτική και διορθωτική «ένεση δημοκρατίας» θα ήταν σε θέση να αποκαταστήσει τις ισορροπίες που διατάραξε ο περιορισμός των δικαιωμάτων. Ας μην λησμονούμε ότι αν κάτι έπληξε με ασύμμετρο τρόπο η κοινωνική αποστασιοποίηση, αυτό ήταν τα δικαιώματα της συλλογικής έκφρασης και της συλλογικής αυτονομίας, τα δικαιώματα δηλαδή του πολίτη ως «μέλους του κοινωνικού συνόλου», κατά την ορολογία του 25 παρ. 1 Σ, τα οποία υπέστησαν προσβολές στον ίδιο τον πυρήνα τους και μάλιστα χωρίς να έχει κηρυχθεί επισήμως η χώρα σε «κατάσταση πολιορκίας». Το γεγονός αυτό, οδήγησε πολλούς να επινοήσουν πλειάδα ευφάνταστων τρόπων για την επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου που αφυδατώθηκε από το «Μένουμε Σπίτι» και την ατομικιστική «υστερία της επιβίωσης». Προτάσεις για δημιουργία εναλλακτικών συλλογικών σωμάτων ή «πολλαπλών Αγορών του Δήμου» κατέκλυσαν το δημόσιο διάλογο παγκοσμίως, χωρίς να στιγματισθούν από κανένα ούτε σαν αντισυστημικός λαϊκισμός ούτε σαν ιστορική ανευθυνότητα, όπως υπαινίχθηκαν οι κήνσορες του δημόσιου βίου στη χώρα μας…

Τα πολιτικά διλήμματα της δημοκρατίας, που επεχείρησε να αποσύρει από την κοινή θέα ο «Λεβιάθαν της κρίσης», παραμένουν, εν τέλει, πιο ισχυρά από ποτέ σε εποχές  πανδημίας είτε πρόκειται για την υγειονομική διαχείρισή της είτε για την αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών της επιπτώσεων. Είναι η επιλογή ανάμεσα στην πανοπτική κρατική επιτήρηση και στην ενίσχυση της δύναμης του πολίτη. Ανάμεσα στην αναστολή του πλουραλισμού και στην υπεύθυνη πολυφωνική ενημέρωση, όχι μόνο με την ανοχή, αλλά και την ενθάρρυνση της κριτικής και του διαλόγου. Ανάμεσα στην παθητική αποδοχή του κρατικού μονοπωλίου της «αλήθειας» και στην ενεργητική συνδιαμόρφωση δίκαιων και αναλογικών ρυθμίσεων σε όλα τα πεδία διαχείρισης της κρίσης. Υπάρχει ένα απόσπασμα του Kant που συμπυκνώνει έξοχα το δημοκρατικό διακύβευμα της πανδημίας: «Μια κυβέρνηση που έχει συσταθεί με την αρχή της “στοργής” απέναντι στο λαό, δηλαδή μια “πατρική κυβέρνηση”, όπου οι υπήκοοι σαν ανώριμα παιδιά δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τι είναι γι’ αυτούς αληθινά ωφέλιμο ή επιζήμιο, είναι ο πιο μεγάλος δεσποτισμός που μπορούμε να σκεφτούμε. Όχι “πατρική”, αλλά “πατριωτική” κυβέρνηση, είναι εκείνη που μπορεί να νοηθεί για ανθρώπους άξιους για δικαιώματα».

Η συνέντευξη έγινε από το Εναλλακτικό Ινστιτούτο Πολιτικής, Ena.
POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA