popaganda_camus_sartre

Αλμπέρ Καμύ: Ο Ντον Ντρέιπερ του υπαρξισμού”. Αυτός ήταν ο τίτλος ενός τυπικά μακροσκελούς άρθρου σ’ ‘ενα προπέρσινο τεύχος του περιοδικού New Yorker με θέμα την επίσκεψη του Γάλλου (εξ Αλγερίας) συγγραφέα και διανοητή το 1946 στη Νέα Υόρκη. Ο επιπόλαιος παραλληλισμός με τον κεντρικό χαρακτήρα του Mad Men δικαιολογείται από το γεγονός οτι η φήμη της τηλεοπτικής σειράς βρισκόταν τότε ακόμα σε πλήρη ακμή και βέβαια από το γεγονός οτι ο Καμύ “έφερνε” κάπως στον καλοφτιαγμένο, καλοντυμένο και μονίμως moody πρωταγωνιστή. Στο συγκεκριμένο άρθρο περιγράφεται γλαφυρά ο ενθουσιώδης τρόπος με τον οποίον οι Νεουορκέζοι αντιμετώπισαν ως διασημότητα το “poster boy” του υπαρξισμού στο πρώτο και τελευταίο του ταξίδι στις ΗΠΑ. Ο εκδότης της επιθεώρησης Partisan Review τον αποκάλεσε “τον πιο γοητευτικό άντρα που είχε συναντήσει” ενώ και ο ίδιος ο 33χρονος τότε Καμύ γράφοντας από τη Νέα Υόρκη στο Γάλλο εκδότη του, επέτρεψε στον εαυτό του να παρασυρθεί και να κολακευτεί από τη θερμότατη υποδοχή, αστειευόμενος (αλλά μόνο λίγο) : “Θα μπορούσα ξέρεις να υπογράψω συμβόλαιο για ταινία στο Χόλιγουντ όποτε επιθυμήσω”.

Ο στενός του σύντροφος ακόμα τότε Ζαν Πολ Σαρτρ είχε επισκεφθεί την αμερικανική μητρόπολη ένα χρονο πριν αλλά η “χημεία” του με τον τόπο δεν ήταν εξίσου ιδανική με αυτήν του συγκριτικά πιο “αμερικανόφιλου” Καμύ (παρόλο που ο Σαρτρ είχε δεχτεί επίσημη πρόταση να επισκεφτεί το Πεντάγωνο ενώ ο Καμύ κατά την είσοδο του στη χώρα ταλαιπωρήθηκε αρκετή ώρα στον έλεγχο διαβατηρίων). Η αλήθεια είναι ότι η εμφάνιση του Καμύ ενίσχυε σημαντικά τη λάμψη του, κι αν δεχτούμε τον παραλληλισμό με τον Ντον Ντρέιπερ θα μπορούσαμε – εξίσου επιπόλαια – να πούμε οτι ο Σαρτρ ήταν κάτι σα “σαρδώνειος Γούντι Άλεν” που κατόρθωνε μέσω οξύτητητας πνεύματος, χιούμορ και ακατάσχετου φιλοσοφικού μπλα-μπλα να γοητεύει τις γυναίκες ικανοποιώντας τον καταπιεσμένο ναρκισσισμό του. Και οι δύο πάντως έμοιαζαν να αισθάνονται άνετα στο ρόλο του “αστέρα” τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό, και πάντως οι έντονες διαφορές που θα κλόνιζαν οριστικά τη σχέση τους δεν είχαν βγει ακόμη στην επιφάνεια. Κάποιες όμως ήταν ήδη πασιφανείς. Όπως ο κοσμοπολιτισμός του Καμύ με μια άκαμπτη “γαλλοφροσύνη” του Σαρτρ, το γεγονός οτι ο πρώτος ήταν κυρίως συγγραφέας και κατόπιν διανοητής / φιλόσοφος ενώ ο Σαρτρ το ακριβώς αντίθετο, αλλά και μια συμπλεγματικά αυταρχική συμπεριφορά του Σαρτρ ο οποίος επιθυμούσε να είναι ο απόλυτος κηδεμών / ινστρούχτορας της γαλλικής διανόησης σε σχέση με την απόμακρη κατά καιρούς και σχεδόν μοιρολατρική στάση του Καμύ. Ακόμα δεν είχε κορυφωθεί η σύγκρουση τους με αιτία την άρνηση του Καμύ, (ο οποίος προτίμησε την “πλευρά της ζωής” αντί για την “πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης“), να δεχτεί “για χάρη της εργατικής τάξης” οτι οι μαζικές εκκαθαρίσεις του Στάλιν ήταν “μόνο ένα λάθος” και όχι θηριωδία αντίστοιχη μ’ αυτές του Ναζισμού.

Μια γυναίκα, δύο άντρες (και η Σιμόν ντε Μποβουάρ)

Έχουν γραφτεί πολλά για την κόντρα των δύο επιφανέστερων εκπροσώπων του “υπαρξισμού” με πιο πρόσφατο σχετικό πόνημα το περσινό βιβλίο του καθηγητή φιλοσοφίας στο Κέιμπριτζ Άντι Μάρτιν, το οποίο ομολογουμένως αντανακλά απολύτως τις προκαταλήψεις της αγγλόφωνης κριτικής υπέρ του Καμύ. Το βίβλίο έχει τίτλο  “Ο Πυγμάχος και ο Τερματοφύλακας: Σαρτρ εναντίον Καμύ” (The Boxer and the Goalkeeper: Sartre vs Camus, εκδόσεις Simon & Schuster) και ο συγγραφέας δε χάνει την ευκαιρία να τονίσει μεταξύ άλλων τις “γκομενικές” διενέξεις των δύο αντρών, φωτίζοντας ιδιαίτερα το “ερωτικό τρίγωνο” με τρίτο σκέλος τη νεαρή ηθοποιό Βάντα Κοζακίεβιτζ.

“Γιατί προσπαθείς τόσο πολύ με τις γυναίκες” είχε ρωτήσει ένα βράδυ ο Καμύ τον Σαρτρ, ο οποίος είχε επιδοθεί προηγουμένως στην επιμελή και καλά προσχεδιασμένη “ρουτίνα του φλερτ” που δοκίμαζε τακτικά σε περιδεείς νεαρές υπάρξεις, ενώ τα έπιναν σε κάποιο σικ καταγώγιο της Αριστερής Όχθης. “Έχεις δει καλά αυτή τη μάπα;” του απάντησε εκείνος δείχνοντας το πρόσωπο του. Όταν πολύ καιρό αργότερα, οι σχέσεις τους διακόπηκαν, η αιτία δεν ήταν βεβαίως μια γυναίκα. Μια γυναίκα όμως υπήρξε οπωσδήποτε μία από τις αιτίες. Το όνομα της ήταν Βάντα και η σχέση της με τον Σαρτρ είχε ξεκινήσει λίγο πριν τον Πόλεμο. Αρχικά, είχε για χρόνια βάλει στο στόχαστρο του τη μεγαλύτερη αδελφή της, ηθοποιό Όλγα Κοζακιέβιτζ, μία από τις μαθήτριες της Σιμόν ντε Μποβουάρ, η οποία είχε προλάβει να ξελογιάσει πρώτη τη μικρή, επιχειρώντας εν συνεχεία να την πασάρει στο σύζυγο της. Η ρωσικής καταγωγής φιλόδοξη ηθοποιός αρνήθηκε, κατάφερε όμως να κερδίσει ρόλους στα θεατρικά έργα του. Ο Σαρτρ δεν πτοήθηκε και αλλάζοντας ελαφρώς πορεία, την “έπεσε” στην αδελφή της, επίσης ηθοποιό, που έφτασε στο Παρίσι το 1937. Αυτή τη φορά, η προσέγγιση έφερε τελικά το επιθυμητό για τον ίδιο αποτελέσμα (μετά από δύο χρόνια) αλλά η σχέση τους, με τον Σαρτρ στο ρόλο του Πυγμαλίωνα, υπήρξε βαθιά προβληματική. Η Βάντα δήλωσε δημοσίως κάποια στιγμή οτι τον μισούσε, ενώ ο ίδιος της είχε πει οτι παρά το γεγονός οτι “είχε τη διανοητική ανάπτυξη πυγολαμπίδας”, ήταν ερωτευμένος μαζί της και οτι ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τη σύζυγο του προς χάρη της. Μάλιστα, όταν η Βάντα αρρώστησε σοβαρά κάποια στιγμή, προθυμοποιήθηκε να την παντρευτεί (“καθαρά συμβολικά” όπως είπε απολογούμενος εκ των υστέρων στη Σιμόν ντε Μποβουάρ), ενώ της έδωσε ρόλους σε θεατρικα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της αφιέρωσε την τριλογία του “Δρόμοι προς την ελευθερία” (1945).

Ένα από αυτά τα έργα (το “Κεκλεισμένων των Θυρών“) κλήθηκε να σκηνοθετήσει ο Καμύ (αμέσως μετά τις πρώτες θερμές συναντήσεις του με τον Σαρτρ) κι εκεί έγινε η γνωριμία της Βάντα με τον “Χάμφρει Μπόγκαρτ του υπαρξισμού” που κατέληξε σε έντονη πλην βραχύβια ερωτική σχέση, η οποία αναπτύχθηκε παράλληλα με εκείνη της ηθοποιού με τον Σαρτρ και “κάηκε” όταν ο Καμύ γνώρισε την επίσης ηθοποιό Μαρία Καζάρες. Ο Σαρτρ όμως, σύμφωνα με μαρτυρίες, δε συγχώρεσε ποτέ τον Καμύ για το ειδύλλιο του με την “προστατευομένη” του, και σε μια επιστολή προς τη σύζυγο του – η οποία είχε κάνει ερωτική πρόταση στον Καμύ, η άρνηση του οποίου προκάλεσε την οργή, όχι της ίδιας αλλά του Σαρτρ!  – στα τέλη του 1944, έγραψε σχετικά μονολογώντας στο χαρτί: “Τι νόμιζε οτι παριστάνει η Βάντα κυνηγώντας τον Καμύ; Τι προσδοκούσε απ΄αυτόν; Δεν ήμουν πολύ καλύτερος του; Και δεν υπήρξα τόσο ευγενικός μαζί της; Θα έπρεπε να προσέχει περισσότερο…” Το ύφος ήταν εσκεμμένα ειρωνικό και αυτοσαρκαστικό, αλλά στην πραγματικότητα, η αγανάκτηση του ήταν αυθόρμητη και ειλικρινής. Λιγο καιρό αργότερα, δέχτηκε με ενθουσιασμό ξανά στην αγκαλιά του την Βάντα (εν μεσω άλλων περιστασιακών δεσμών), ίσως όμως ο τελευταίος λόγος περί ερωτικών σχέσεων (περιστασιακων και μη) ανήκει δικαιωματικά στον Καμύ, ο οποίος είχε γράψει: “Είναι αναγκαίο να ερωτεύεσαι – αν μη τι άλλο ως άλλοθι για όλη την απελπισία που θα νιώσεις τελικά έτσι κι αλλιώς”.

Αποκαλώ σκάνδαλο το ατύχημα που σκότωσε τον Καμύ, επειδή ξαφνικά προβάλλει στον ανθρώπινο κόσμο μας τον παραλογισμό των πιο θεμελιωδών αναγκών μας… Κάθε ζωή όμως που κόβεται – ακόμα κι η ζωή ενός τόσο νέου ανθρώπου – είναι την ίδια στίγμη τόσο ένας δίσκος φωνόγραφου που σπάει όσο και μια πλήρης ζωή.

Ζαν Πολ Σαρτρ

Το Ζεν και η τέχνη του υπαρξισμού

Η οριστική ρήξη στη σχέση τους ήρθε το 1951 μετά την έκδοση του δοκιμίου του Καμύ “Ο Επαναστατημένος Άνθρώπος“, το οποίο δέχτηκε την επίμονα επιθετική κριτική του περιοδικού “Μοντέρνοι Καιροί” (Les Temps Modernes, υπό τη διεύθυνση του Σαρτρ). Ο Καμύ ένιωσε προδομένος από ανθρώπους που θεωρούσε φίλους και απάντησε οτι “δε δέχεται μαθήματα ηθικής στάσης από ανθρώπους που το μόνο που διακινδυνεύουν  κόντρα στην παλίρροια της ιστορίας είναι η πολυθρόνα τους”. Στη συνέχεια αποτραβήχτηκε σταδιακά από τους Παρισινούς κύκλους, προτιμώντας τα ταξίδια (επισκέφτηκε δύο φορές την Ελλάδα, το 1955 και το 1958) και το σπίτι του στο Γαλλικό Νότο. Ακόμα και εξ αποστάσεως πάντως, ο έντονος διάλογος με τον Σαρτρ έμοιαζε να συνεχίζεται. Γράφει ο Μάρτιν στο βιβλίο του:

“…Ενώ ο Σαρτρ πάλευε με τον Μαρξισμό, ο Καμύ επιχειρούσε να “μεταφράσει” την παράδοξη παράφραση του κλασικού γνωμικού “είσαι τόσο μεγάλος όσο νοιώθεις” από τον Γκράουτσο Μαρξ: “Είσαι τόσο μεγάλος όσο η γυναίκα που νοιώθεις” …Ίσως, ως πλήρης αντίθεση του Σαρτρ, ο Καμύ να ήταν πάντα κατά βάθος ένας ποιητής της φύσης με ροπή προς το Ζεν… Ρωτώντας τον εαυτό του τι κοινό μοιραζόταν με τους άλλους ανθρώπους, οι απαντήσεις ήταν διαφορετικές κατά περίσταση: η αίσθηση του να είσαι ζωντανός, η νύχτα, ο ήλιος, τ’ αστέρια, το οξυγόνο, το γρασίδι κάτω απ’ τα πόδια μας, η έρημος, η θάλασσα. Αλλά έμοιαζε να πιστεύει μόνο κατά το ήμισυ αυτές τις απαντήσεις. Ο μόνος κοινός, παγκόσμιος κοινός παρονομαστής που αναγνώριζε πραγματικά ήταν ο θάνατος. Βαριά ταλαιπωρημένος όλη του την ενήλικη ζωή από τη φυματίωση (είχε μάθει να αναπνέει μόνο από το ένα ρουθούνι), τον απασχολούσαν συχνά σκέψεις θανάτου, σπάνια όμως του δικού του. Το Σεπτέμβρη του 1959 στο Λουρμαρέν, λίγους μήνες πριν το μοιραίο αυτοκινητιστικό ατύχημα που θα του στοίχιζε τη ζωη, καθόταν και υπολόγιζε πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν ανά πάσα στιγμή στον πλανήτη…”

“Ο θάνατος του υπήρξε ακαριαίος”. Μια φράση που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον, μεταξύ άλλων και για τον ίδιο τον Καμύ βεβαίως. Ο ίδιος όμως δεν την αποδεχόταν: κανείς δεν πεθαίνει ακαριαία – ο θάνατος είναι μια μακροχρόνια υπόθεση. Πάντα τον υπέθετε, τον φανταζόταν, τον βίωνε. Πίστευε (όπως κι ο Σαρτρ επίσης) στην ιδέα του καταδικασμένου ανθρώπου που αναγνωρίζει την ενοχή του και αφήνεται να παρασυρθεί προς το θάνατο… Κι όμως, παρά τις σκοτεινές, πεισιθανάτιες σκέψεις, κατά την αυγή της δεκαετίας του ’60, έμοιαζε να νοιώθει πιο ζωντανός από ποτέ, σχεδόν στο κατώφλι της αθανασίας, ή έστω πολύ κοντά σε μια αίσθηση αιωνιότητας πανταχού παρούσας στην καθημερινότητα. Αν ήταν μόνο εφικτό να κατακτήσει κάποιος την απόλυτη αλήθεια στην ίδια του την ύπαρξη. Να ζει χωρίς αμφιθυμία απολαμβάνοντας την ένταση που συχνά ονειρευόταν ο Σαρτρ: “Το ψέμμα είναι μια μορφή ύπνου ή ονείρου, σαν την ψευδαίσθηση. Η αλήθεια είναι η μόνη δύναμη, λαμπερή και ανεξάντλητη. Αν μόνο μπορούσαμε να ζούμε μόνο με την αλήθεια και για την αλήθεια, αυτή τη νεανική, αθάνατη ενέργεια που βρίσκεται εντός μας. Ο άνθρωπος της αλήθειας δε γερνά. Λίγη μόνο θέληση και δε θα πεθάνει ποτέ…”

Ο θάνατος δεν είναι το τέλος

Παρά τις έντονες διαφορές και αντιπαραθέσεις των δύο ανδρών πάντως, ο επικήδειος που έγραψε ο Σαρτρ μόλις πληροφόρηθηκε το θάνατο του Καμύ, παραμένει ένα συγκινητικό και σημαντικό κείμενο. Παραθέτω κάποια αποσπάματα μεταφρασμένα από την αγγλική απόδοση αυτού του “φόρου τιμής στον Αλμπέρ Καμύ” :

“Πριν από έξι μήνες, ακόμα και χθες, ο κόσμος αναρωτιόταν: “Τι θα κάνει μετά;” Προσωρινά, διασπασμένος από αντιφάσεις που πρέπει να σεβαστούμε, είχε επιλέξει τη σιωπή. Ήταν όμως ένας από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους τους οποίους μπορούμε να περιμένουμε, επειδή ακριβώς αργούν να επιλέξουν και παραμένουν πιστοί στις επιλογές τους…  Εκείνος κι εγώ φιλονικούσαμε συχνά. Μια φιλονικία δεν έχει σημασία – ακόμα κι αν αυτοί που φιλονικούν δεν ξαναιδωθούν ποτέ ξανά – είναι απλά ένας τρόπος να ζουν δύο άνθρωποι μαζί χωρίς να χάσει από το βλέμμα του ο ένας τον άλλον στο μικρό κόσμο που μας δόθηκε. Δε με εμπόδισε να τον σκέφτομαι, ούτε να νοιώθω το βλέμμα του στο βιβλίο ή την εφημερίδα που διάβαζα και να αναρωτιέμαι: “Τι σκέφτεται γι αυτό που διαβάζω αυτή τη στιγμή;” …Αντιπροσώπευε στην εποχή μας τον τελευταίο εκπρόσωπο μιας μακράς γραμμής μοραλιστών, το έργο των οποίων συνιστά ίσως το πιο αυθεντικό στοιχείο της Γαλλικής γραμματείας … Ακόμα και η ίδια η σιωπή του, αυτά τα τελευταία χρόνια, είχε θετικό πρόσημο: Αυτός ο Καρτέσιος του Παραλόγου αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ασφαλές έδαφος της ηθικής και να περιπλανηθεί στα αβέβαια μονοπάτια της πρακτικότητας… Αποκαλώ σκάνδαλο το ατύχημα που σκότωσε τον Καμύ, επειδή ξαφνικά προβάλλει στον ανθρώπινο κόσμο μας τον παραλογισμό των πιο θεμελιωδών αναγκών μας… Κάθε ζωή όμως που κόβεται – ακόμα κι η ζωή ενός τόσο νέου ανθρώπου – είναι την ίδια στίγμη τόσο ένας δίσκος φωνόγραφου που σπάει όσο και μια πλήρης ζωή. Για όλους εμάς που τον αγάπησαν, υπάρχει ένας αβάσταχτος παραλογισμός σ΄αυτόν το θάνατο. Αλλά θα πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε το ακρωτηριασμένο έργο ως ολοκληρωμένο έργο. Εφόσον ο ανθρωπισμός του Καμύ περικλείει μια ανθρώπινη συμπεριφορά προς το θάνατο ο οποίος έμελλε να τον ξαφνιάσει, εφόσον η περήφανη και αγνή αναζήτησή του της ευτυχίας προυπέθετε την απάνθρωπη αναγκαιότητα του θανάτου, θα αναγνωρίσουμε σ’ αυτό το έργο και σ’ αυτή τη ζωή (τα δύο είναι αδιαίρετα) την αγνή και νικηφόρα απόπειρα ενός ανθρώπου να αποσπάσει κάθε στιγμή της ύπαρξης του από το μελλοντικό του θάνατο.”