Στις 27 Σεπτεμβρίου του 2017, δικάστηκε στο Ναύπλιο η υπόθεση της 22χρονης Π.Α., σχετικά με τον φόνο του Ν.Ζ., που έγινε τον Ιούνιο του 2016 στην Κόρινθο. Η μιντιακή κάλυψη του θέματος επικεντρώθηκε στο ζήτημα της αυτοάμυνας και το περιστατικό περιγράφεται ως εξής: η πράξη της Π.Α. τελέστηκε σε συνθήκες άμυνας, όταν ο θανών κινήθηκε παραβιαστικά προς την 22χρονη, και τη 17χρονη φίλη της, μία νύχτα που οι δυο τους κάθονταν σε δημόσιο χώρο (παγκάκι) της Κορίνθου.

Ο Ν.Ζ. είπε χαρακτηριστικά στη νεαρότερη κοπέλα: «Ξέρω τον μπαμπά σου, τι ρούχα είναι αυτά που φοράς; Θα σας γαμήσω», και κινούμενος επιθετικά προς το μέρος της, έπιασε το στήθος της. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των δύο κοριτσιών, ο Ν.Ζ. έκανε μία κίνηση να βγάλει κάποιο αντικείμενο από την τσέπη του, η 17χρονη φοβήθηκε ότι βγάζει μαχαίρι, το είπε στην φίλη της, η οποία σε άμυνα αντέδρασε πρώτη, έβγαλε το δικό της μαχαίρι (που είχε ως άστεγη για αυτοπροστασία) και τον χτύπησε στο στήθος, προκαλώντας το τραύμα που οδήγησε στο θάνατό του. Οι κοπέλες έφυγαν τρέχοντας, άφησαν το μαχαίρι είκοσι μέτρα μακριά από τον θανόντα και καταγράφηκαν από κάμερες μαγαζιού -μία μάρτυρας από κοντινό μαγαζί μάλιστα τις κατονόμασε – κι έτσι η αστυνομία οδηγήθηκε γρήγορα στη σύλληψή τους. Η απόφαση του δικαστηρίου βρήκε την Π.Α. ένοχη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οπλοφορία και οπλοχρησία.

Το δικαστήριο δεν αναγνώρισε το δικαίωμα της Π.Α. να αμυνθεί, στην πραγματικότητα μάλλον δεν αναγνώρισε καν ότι υπήρξε σαφής επίθεση. Διερευνώντας προηγούμενες υποθέσεις που σχετίζονται με σεξουαλική κι έμφυλη βία, τόσο στο ελληνικό συγκείμενο όσο και διεθνώς, μία τέτοια απόφαση δεν σοκάρει. Σύμφωνα με την πλειοψηφία της δικαστικής αντιμετώπισης περιστατικών σεξουαλικής βίας, αν δεν υπάρχουν σωματικά τεκμηρια βίας, δεν γίνεται δεκτό πως υπήρξε μη συναινετική πράξη. Για οποιονδήποτε όμως παρακολούθησε τους τελευταίους μήνες την καταιγίδα των #metoo καταγγελιών που κατέκλυσε τα social media, οι μη συναινετικές πράξεις είναι πολύ πιο συνηθισμένο φαινόμενο απ’ ό,τι αναδεικνύει η νομολογιακή πρακτική.

Η συζήτηση για την άμυνα στην οποία εξαναγκάζονται τα θύματά τους παραμένει πολύ περιορισμένη, και οι περιπτώσεις που την έχουν φέρει στο προσκήνιο είναι μεμονωμένες και εντοπισμένες κυρίως εκτός των ορίων της χώρας. Το 2016, ο Φρανσουά Ολάντ έδωσε χάρη στην Ζακλίν Σοβάζ, μία γυναίκα που είχε καταδικαστεί σε 10 χρόνια φυλάκισης, και είχε ήδη εκτίσει τα τρια, όταν το 2012 πυροβόλησε και σκότωσε τον άνδρα της που κακοποιούσε εκείνη και τα παιδιά της για χρόνια, σε μία υπόθεση που είχε φέρει το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας στο κέντρο της γαλλικής, και όχι μόνο, δημόσιας σφαίρας. Η Σιλέμ Ντογκάν είχε λάβει θέση φεμινιστικού συμβόλου για χιλιάδες γυναίκες στην Τουρκία το 2015, όταν σκότωσε το άνδρα της και κατά τη σύλληψή της είχε κάνει την εξής σκληρή δήλωση: «Πάντα οι γυναίκες θα πεθαίνουν; Ας πεθάνει κι ένας άνδρας»

Στην υπόθεση της Κορίνθου, όλα τα προσωπικά αντικείμενα του θανόντα βρέθηκαν πάνω του -το πορτοφόλι του, το κινητό του- πράγμα που δείχνει πως δεν υπήρξε το κίνητρο της κλοπής, για να διαπραχθεί ο φόνος. Το μαχαίρι που χρησιμοποιήθηκε πετάχτηκε δίπλα του, οι κοπέλες έτρεξαν για να φύγουν κάτω από κάμερες, και μπροστά σε ανθρώπους που τις γνωρίζουν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το κίνητρο, η πρόθεση, η ήρεμη ψυχική κατάσταση, γίνεται δύσκολο να στοιχειοθετηθούν -όλα τα στοιχεία δείχνουν πως οι κοπέλες τελούσαν σε κάτασταση πανικού, πανικός ο οποίος, αν δεν βρίσκονταν σε άμυνα, δεν εξηγείται. Μια, σημαντική ίσως, παράμετρος ακόμα: το θύμα βρέθηκε να έχει ποσότητα 22.8% αλκοόλ στο αίμα του.

Τα μη ταπεινά αίτια εξηγήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, ότι η κατηγορούμενη δηλαδή έδρασε βάσει του δικού της αξιακού κώδικα που δίνει προτεραιότητα στο ένστικτο επιβίωσης.  

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο τρόπος που εξελίχθηκε η διαδικασία, μιλήσαμε με την Ιωάννα Στεντούμη, τη συνήγορο της 22χρονης, που έθεσε εξαρχής πως η απόφαση του δικαστηρίου είναι απολύτως σεβαστή. Η προσωπική της εκτίμηση ήταν πως υπήρχε η παραδοχή πως κάτι συνέβη, αν και δεν προσδιορίστηκε περαιτέρω, ως επίθεση προς τις κοπέλες: «Υπήρχε η παραδοχή πως το θύμα έκανε κάτι παραπάνω, είπε κάτι παραπάνω, είχε πιει και λίγο παραπάνω… Η έδρα αποδέχθηκε με ένα τρόπο ότι κάτι μεσολάβησε, γιατί αλλιώς δεν θα είχαν δεχθεί το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων. Μιλάμε για ανθρωποκτονία. Το αγαθό της ανθρώπινης ζωής είναι το ανώτερο αγαθό που έχει ο κάθε άνθρωπος. Το να αφαιρείται αυτό και ταυτόχρονα να δίνεται το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων είναι με ένα τρόπο ενδιαφέρον. Στην ανθρωποκτονία δε συμβαίνει συχνά». Η εισαγγελέας στην αγόρευσή της ισχυρίστηκε πως, λόγω του βίαιου περιβάλλοντος που σχημάτισαν οι συνθήκες της ζωής της, η κατηγορούμενη δεν μπορεί να αντιληφθεί την αξία της ανθρώπινης ζωής όπως άτομα άλλου μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου και πως δεν σέβεται την ζωή μπροστά στο ένστικτο επιβίωσης: τα μη ταπεινά αίτια εξηγήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, η κατηγορούμενη δηλαδή έδρασε βάσει του δικού της αξιακού κώδικα που δίνει προτεραιότητα στο ένστικτο επιβίωσης.  

Για να γίνει αντιληπτή η σημασία κι η αντιμετώπιση του περιστατικού, δεν γίνεται να ληφθεί υπ’ όψιν μόνο το αποτέλεσμα (ο θάνατος του 46χρονου) ή μόνο η υπερασπιστική γραμμή της κατηγορούμενης (η σεξουαλική επίθεση). Οι συνθήκες που περιέβαλαν το όλο περιστατικό έχουν σημασία. «Η κοπέλα κατέθεσε από την αρχή ότι απειλήθηκαν, ότι εξυβρίστηκαν. Υπήρξαν κάποιες κινήσεις, θωπείες, υπήρξε ένα τράβηγμα των μαλλιών της. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα και λόγω της περασμένης ώρας τρομοκρατήθηκε. Το περασμένο της ώρας, ένας άνδρας σωματώδης, σε κατάσταση προχωρημένης μέθης. Δύο κοπέλες, μικροκαμωμένες, η μία ανήλικη. Ένας άνδρας απειλητικός, μεθυσμένος τις πλησιάζει ενώ δεν είναι κανένας τριγύρω. Η εντολέας μου είχε καταθέσει ότι υπήρχαν άλλες τρεις κοπέλες εκεί κοντά που είχε πάει να παρενοχλήσει ο θανών, αυτές φύγανε κι αυτός ακολούθησε εκείνες, ενώ προσπάθησαν να απομακρυνθούν. Είναι λογικό σε αυτές τις συνθήκες οι κοπέλες να φοβηθούν, και να θεωρήσουν ότι βρίσκονται σε κατάσταση άμυνας. Πραγματικά θεώρησαν ότι θα έβγαζε μαχαίρι.. Είναι αλλιώς να σου επιτίθεται κάποιος όταν είσαι μέσα στο μετρό και είναι γύρω σου άλλοι δέκα άνθρωποι -που συνήθως δε συμβαίνει έτσι-, είναι αλλιώς να σου επιτίθεται όταν γυρίζεις σπίτι, και νιώθεις ότι είσαι αρκετά κοντά και προλαβαίνεις να φτάσεις, είναι αλλιώς όταν δεν έχεις σπίτι. Είναι αλλιώς αν είναι τρεις η ώρα το πρωί, αν περνάει κόσμος. Όλα αυτά επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο θα εκλάβει κανείς τον κίνδυνο».

Η φεμινιστική διεκδίκηση να αναγνωριστεί το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, δεν σημαίνει πως η κοπέλα σκόπευε να έχει η πράξη της το αποτέλεσμα που επήλθε. Σύμφωνα με τη συνήγορό της, η κοπέλα εξ αρχής έλεγε πως λυπάται πολύ για ό,τι συνέβη κι ευχόταν να μην είχε συμβεί. Δεν είναι αυτό όμως που έκρινε τελικά το δικαστήριο: «Έχει σημασία η διαφορά, από το “αντιδρώ βίαια”, μέχρι το “έχω το δόλο, έχω πάρει τη συνειδητή απόφαση να διαπράξω ανθρωποκτονία, να αφαιρέσω μία ζωή”, είναι μία πολύ μεγάλη διαφορά», εξηγεί η Ιωάννα Στεντούμη.

Η Π.Α. καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 15 έτη και τέσσερις μήνες για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οπλοφορία και οπλοχρησία. «Δεν προσπάθησε να διαφύγει. Στο σπίτι της τη συνέλαβαν. Ψυχολογικά είναι πολύ επιβαρυμένη, έχει πάθει πολλές κρίσεις πανικού στη φυλακή, έχει καταθέσει πως έχει προσπαθήσει να κόψει τις φλέβες της, τις έχει κόψει δύο φορές, έχει χαρακιές στα χέρια… είναι φανερό πως είναι ένα άτομο το οποίο υποφέρει», αναφέρει η συνήγορός της.

Είναι αλλιώς να σου επιτίθεται κάποιος όταν είσαι μέσα στο μετρό και είναι γύρω σου άλλοι δέκα άνθρωποι, είναι αλλιώς να σου επιτίθεται όταν γυρίζεις σπίτι και νιώθεις ότι είσαι αρκετά κοντά και προλαβαίνεις να φτάσεις, είναι αλλιώς όταν δεν έχεις σπίτι. 

Η πολιτική αγωγή, που υποστήριξε την πλευρά του θανόντα, βασίστηκε στο επιχείρημα πως, ακόμα κι αν υπήρξε παραβιαστική συμπεριφορά, και γίνει δεκτό πως προηγήθηκε λεκτική κακοποίηση κι εξύβριση, η αντίδραση της ανθρωποκτονίας είναι αναντίστοιχη. Η γραμμή υπεράσπισης, εξηγώντας πως δεν υποστηρίχθηκε μία αντιστοιχια του συμβάντος σε καμία περίπτωση, εξήγησε πως κανείς δεν ξέρει πώς θα προσχωρήσει μία σεξουαλική επίθεση δεν ξέρει κανείς πώς θα προχωρήσει. «Δεν είναι κάτι που σταματάει, δεν ξέρεις ότι ο άλλος θα μείνει στη θωπεία, θα μείνει στην προσβολή, στο τράβηγμα των μαλλιών ή του χεριού. Δεν ξέρεις πού θα σταματήσει. Οπότε, όταν φοβάσαι εκείνη την ώρα, με κάποιο τρόπο θα αμυνθείς. Ψυχολογικά, οι αντιδράσεις των θυμάτων κατηγοριοποιούνται σε τρεις: Fight, flight or freeze/ Παλεύω, φεύγω ή παγώνω. Είναι γεγονός πως στις περισσότερες υποθέσεις περιστατικών βιασμού (ή οποιασδήποτε σεξουαλικής επίθεσης) που έχω χειριστεί, τα θύματα στη μεγάλη πλειοψηφία τους παγώνουν. Εκεί έχουμε άλλα, αποδεικτικά θέματα, αν το θύμα παγώσει και δεν αντιδράσει. Μπορεί επίσης να προσπαθήσουν να ξεφύγουν, αν δουν ότι έχουν τη δυνατότητα -μπορεί όμως και να αντεπιτεθούν. Εδώ είναι που έρχεται το κομμάτι της άμυνας. Νομικά, ο όρος είναι άμυνα, όχι αυτοάμυνα…

 » Αν θεωρηθεί ότι είσαι σε άμυνα, θεωρείσαι ότι δεν έπραξες άδικα και δεν τιμωρείσαι. Αν πάλι υπερέβης τα όρια της άμυνας από φόβο και ταραχή, η πράξη σου παραμένει άδικη, αλλά μένεις ατιμώρητος. Στην περίπτωση που αναγνωριστεί το “νομίζα ότι κάποιος έχει όπλο, αλλά δεν είχε”, τότε μπορεί να κατηγορηθείς για φόνο εξ αμελείας. Ο φόβος και η ταραχή, που έχει να κάνει με τον καταλογισμό, είναι ένα στοιχείο που θεωρώ ότι θα έπρεπε να έχει αξιοποιηθεί διαφορετικά. Σε αυτό το στάδιο αναδείχθηκε ότι μιλάμε για ένα παιδί που έχει βίαια βιώματα, τόσο βίαια που προτιμάει να κοιμάται στο δρόμο από το να κοιμάται στο σπίτι του. Είχε άλλες κοινωνικές εμπειρίες, μία έντονα βίαια κατάσταση δεν θα της ήταν ξένη, γι’ αυτό το λόγο της ήταν πιο εύκολο να τρομοκρατηθεί σε τέτοιο βαθμό».

Το δικαστήριο όμως, δεν αναγνώρισε καν ότι επρόκειτο για νομιζόμενη άμυνα.

Η έμφυλη βία δεν είναι ένα φαινόμενο που περιορίζεται σε ανθρώπους με τόσο κατάφωρα βίαια βιώματα: ένα τέτοιο περιστατικό θα έκανε κάθε γυναίκα να νιώσει ανασφάλεια, φόβο, και καμία δεν μπορεί να προκαταβάλει αντιδράσεις, όπως και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιος είναι ικανός για μία σεξουαλική επίθεση. Η πολιτική αγωγή, περιγράφει η Ιωάννα Στεντούμη, έκανε επίμονες ερωτήσεις για το τι μουσική άκουγε ο θανών. «Για να πάρουμε την απάντηση ότι άκουγε τζαζ. Γιατί αν άκουγε λαϊκά, ανήκει στο προφίλ του βιαστή ή του κακοποιητή, ενώ αν ακούει τζαζ ας πούμε είναι μία κουλτούρα παραπάνω; Είναι αυτά κριτήρια; Σε μείζονα κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι η βία κατά των γυναικών, δεν μπορείς να απαντάς ούτε στερεοτυπικά, ούτε με αφορισμούς: “αυτός δεν θα το έκανε γιατί ήταν έτσι, αυτή θα το έκανε γιατί ήταν έτσι”. Αυτό, πέρα από μία τραγωδία για την οποία εξατομικεύονται οι ευθύνες, είναι ένα ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα. Πώς διαμορφώνεται η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και η σεξουαλική κουλτούρα είναι ένα ζήτημα. Θεωρείται πως ένας άνθρωπος δεν προσβάλει το άλλο φύλο, όταν πλησιάζει απειλητικά μια κοπέλα; Δεν γίνεται να θεωρείται νορμάλ να περπατάς στο δρόμο και ο άλλος να σου μιλάει χυδαία, να σου λέει τι θα σου κάνει, να σου περιγράφει τι θα σου κάνει, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να τιμωρείται, να τιμωρείται για να διαπαιδαγωγείται και να διαπαιδαγωγείται για να μη χρειάζεται να τιμωρηθεί. Πρέπει κάποια στιγμή να μη χρειάζεται να το λέει ο ποινικός νόμος».

Η πολιτική αγωγή, έκανε επίμονες ερωτήσεις για το τι μουσική άκουγε ο θανών. «Για να πάρουμε την απάντηση ότι άκουγε τζαζ. Γιατί αν άκουγε λαϊκά, ανήκει στο προφίλ του βιαστή ή του κακοποιητή, ενώ αν ακούει τζαζ, ας πούμε, είναι μία κουλτούρα παραπάνω;»

Ο τρόπος που αντιπαρατίθεται η προσωπικότητα και το ποιόν του θανόντα με το ποιόν της κατηγορούμενης υπερβαίνει το απλώς έμφυλο, κι αναδεικνύει ζητήματα ταξικά, και ρατσιστικά, καθώς οι διακρίσεις που υφίσταται η κοπέλα διατρέχουν όλα τα επίπεδα σύμφωνα με την Ιωάννα Στεντούμη: «Είναι άνθρωπος με ειδικές ανάγκες στην πραγματικότητα, άνθρωπος περιθωριοποιημένος, φτωχός, άστεγος, κακοποιημένος, και σε όλα αυτά έρχεται ένας άνθρωπος και του επιτίθεται. Στο αφήγημα της πολιτικής αγωγής, δεν υπήρχε ένα άλλοθι για το γιατί το έκανε. Μιλάμε για μια κοπέλα 22 χρονών που ζούσε στο δρόμο και παρ’ όλ’ αυτά δεν είχε καμία εμπλοκή με το νόμο ποτέ, δεν είχε κάνει τίποτα. Ζούσε με φιλανθρωπίες της εκκλησίας: δεν έκλεβε, δεν είχε καμία βιαιότητα στη συμπεριφορά της. Κάτι μεσολάβησε. Αν δεν μεσολάβησε μία επίθεση τέτοια, τι μεσολάβησε; Δεν αποδίδεις ανθρωποκτόνο δόλο σε έναν άνθρωπο έτσι ξαφνικά».

Αν σε μία υπόθεση ένα δικαστήριο είναι έτοιμο να πιστέψει πως μία κοπέλα είχε πρόθεση να σκοτώσει έναν άνδρα στα ξαφνικά, χωρίς να γίνεται σαφές το κίνητρό της, αλλά δεν είναι έτοιμο να πιστέψει πως ο άνδρας αυτός ενδέχεται να κινήθηκε παραβιαστικά και δυνάμει βίαια προς δύο κοπέλες, η συνθήκη δε συνιστά εξαίρεση. Είναι μία αντιμετώπιση απόλυτα συνεπής προς την κουλτούρα όπου τέτοιες παραβιαστικές συμπεριφορές είναι κανονικοποιημένες: «ο καλός (Έλληνας) πολίτης (που ακούει τζαζ) είναι πάντα υπεράνω υποψίας, ενώ η άστεγη ρομά είναι πάντα ήδη ένοχη».

Την Τετάρτη 27 Ιουνίου, το Εφετείο του Ναυπλίου εξετάζει ξανά την υπόθεση. Η στήριξη από φεμινιστικές οργανώσεις, με παρουσία στη δίκη, κείμενα και αφίσες, έχει βοηθήσει ψυχολογικά πολύ την Π.Α. (24 ετών πια). Αν η απόφαση μείνει όμως ως έχει, η κοπέλα αυτή θα περάσει στη φυλακή τα 2/3 της ζωής που έχει ήδη ζήσει. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δε θα μιλάμε μόνο με νομικούς όρους π.χ. για τη μη αναγνώριση της «νομιζόμενης άμυνας» που προαναφέρθηκε. θα είναι μόνο το δικαίωμα στην αυτοάμυνα που δεν θα έχει αναγνωριστεί. Αυτό που δε θα έχει αναγνωριστεί είναι η έμφυλη βία ως διαρκές ενδεχόμενο και συχνή πραγματικότητα, ικανή να γεμίζει φόβο κάθε κοπέλα που είναι δυνάμει θύμα της. 

Update: Το Εφετείο μείωσε ομόφωνα την ποινή της Π.Α. σε 10 χρόνια και 4 μήνες. Περισσότερα εδώ