image18

Λίγοι συγγραφείς έχουν καταφέρει να χτίσουν και να συντηρήσουν ένα τόσο ευρύ και πιστό σώμα ακολούθων όσο ο Γιάννης Ξανθούλης (τουλάχιστον στην πρώτη φάση της καριέρας του), κι η Οικογένεια Μπες Βγες είναι εύκολα ένα απ’ τα πιο αγαπημένα αναγνώσματα στις τάξεις των φανατικών του. Είναι άρα ένα κάποιο στοίχημα για μια θεατρική ομάδα να καταφέρει να το μεταφέρει στη σκηνή, όχι όμως μονάχα λόγω του εγγενούς εμποδίου της δημοφιλούς λογοτεχνίας να σημαίνει πολλά διαφορετικά πράγματα για πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά και για λόγους πρακτικότερους εν προκειμένω, όπως το κομματάκι ευμέγθες του χειμάρρου γλαφυρών περιγραφών που πιάνουν το μεγαλύτερο χώρο στις σχεδόν 150 σελίδες του βιβλίου του Ξανθούλη –όπως γίνεται συνήθως, δηλαδή, με τις σελίδες των βιβλίων του Ξανθούλη.

Συγγραφέας περιζήλευτης ευρηματικότητας και παραστατικότητας στις εικόνες και την περιγραφή τους περισσότερο, και λιγότερο μαέστρος των πλοκών και των περιπλοκών τους, ο Ξανθούλης είθισται να αποτελεί προσωπική υπόθεση για τους αναγνώστες του, ακριβώς επειδή μαγεύει με τη γλώσσα του και την ευλυγισία της, αυτή την περίτεχνη ανύψωση του λόγου ως έργο τέχνης από μόνο του, κι όχι ως εργαλείο για ν’ αναδειχθεί η ουσία και η δύναμη της αφήγησης. Γνώρισμα που θα το έλεγες κι αντιθεατρικό, αν το συγκεκριμένο βιβλίο του γραφιά απ’ την Αλεξανδρούπολη, δεν είχε σε απόλυτο βαθμό συμπυκνωμένα και τα άλλα δυο βασικά στοιχεία της ταυτότητας του συγγραφέα: αυτήν την μανιώδη ευστοχία του στο ροκάνισμα της μιαρότητας που κουβαλάει η αστικίλα, ως γνώρισμα μιας μπουρζουαζίας που σαπίζει στην αιμομιξία της, και βέβαια τον άπιαστο, αιρετικό κι αξιαγάπητό του σαρκασμό.

Κανείς δεν μπορεί να παντρέψει το σκατολογικό και το χυδαίο με την φινέτσα και τη μπουρζουά ηδυπάθεια όπως το κάνει ο Ξανθούλης, και το θυμάσαι με το καλησπέρα σας σ’ αυτήν εδώ την παράσταση, όταν η μικρούλα Σίσσυ, η ηρωίδα του μυθιστορήματος, κατεβαίνει έντρομη τις σκοτεινές σκάλες της απομονωμένης έπαυλης της οικογένειας Πουστοδούλου, κι ο ευνούχος μακρινός προπάππος της την αιφνιδιάζει φωνάζοντας απ’ το πορτρέτο του: «Πού είναι τ’ αρχίδια μου, μικρή μου Σίσσυ; Που είναι τ’ αρχίδια μου;». Η μικρούλα Σίσσυ, πέντε χρονών κι ήδη μεγάλη σα πενήντα, δεν είναι ένα συνηθισμένο κορίτσι: δεν είναι μόνο που μεγαλώνει με εκατονταπλάσια ταχύτητα σε σχέση με το κανονικό, αλλά και που μόνο αυτή αντιλαμβάνεται ότι ένας μανιακός δολοφόνος κρύβεται στις σκοτεινές γωνίες του σπιτιού, που έχει μετατρέψει σε χρυσό κλουβί της σάπιας οικογένειάς της, ο δυνάστης παππούς της και ηγέτης της αυτοκρατορίας που περιστρέφεται γύρω απ’ την βιομηχανία προφυλακτικών Μπες-Βγες.

Στημένο σαν θρίλερ μυστηρίου –ή, πιο σωστά, μυστήριο δωματίου– το κείμενο περιγράφει την περιπέτεια της μικρομέγαλης πρωταγωνίστριάς του να βρει τη λύση και να σταματήσει τη θηλιά που τυλίγεται γύρω απ’ την οικογένειά της, και που, το δίχως άλλο, θα τερματίσει μονάχα όταν τυλιχτεί θανάσιμα και γύρω απ’ τον μικρό, παιδικό λαιμό της. Οι τέσσερις ερμηνεύτριες της ομάδας 4Frontal (νικητές του διαγωνισμού πρωτοεμφανιζόμενων του Bob Festival το 2015), υποδύονται εναλλάξ τη μικρή Σίσσυ, καθώς και μερικούς απ’ τους βασικούς παίκτες της πλοκής: η τρελαμένη μάνα της, η λανθάνουσα μητρομανής, θεοσεβούμενη θεία της, η τευτονικής αυστηρότητας Γερμανίδα παραμάνα της, ο σαδιστής παππούς κι η κλανιάρα νοσοκόμα του κάνουν τις εμφανίσεις τους για να εμπλουτίσουν το μονοπρόσωπο της αφήγησης, όμως η νεαρή πρωταγωνίστρια κουβαλάει εργολαβία την πλοκή, και την αποδόμησή της με τις τσουχτερές, βιτριολικές ματιές της στην νοσηρή πραγματικότητα που την περιβάλλει.

Γάργαρη η ασταμάτητη ευρηματικότητα της γλώσσας του Ξανθούλη γεμίζει τη σκηνή, ενώ την αιρετική σάτιρα με την οποία ποτίζει δηλητήριο τη φαυλότητα της σάπιας αστικίλας, συναγωνίζεται μονάχα το αναπολογητικό χιούμορ με το οποίο η ομάδα ερμηνευτριών και σκηνοθέτη ξεπουρλεύει τα κομμάτια του κειμένου που φλερτάρουν επικίνδυνα με τη σοβαροφάνεια. Ο περίτεχνος καμβάς της ανθρωπογεωγραφίας που απλώνει στις σελίδες του ο Ξανθούλης, πασχίζει να ελευθερωθεί απ’ τα στόματα των ερμηνευτριών, που δίνουν μια αξιέπαινη και ζηλευτή μάχη με τη σελίδα, για να πείσουν ότι μπορούν να μετατρέψουν σε δράση την πυκνή γραφή του συγγραφέα. Όσο ρευστό κι αν είναι όμως το κείμενο, η ροή του δεν μεταφράζεται πάντα με την ίδια επιτυχία σε ρυθμό δράσης, ειδικά όταν η κόπωση του δεύτερου μέρους κάνει κομμάτια της παράστασης να απλώνονται ως κατακερματισμένοι μονόλογοι.

Ακόμη κι έτσι όμως, η παράσταση είναι προικισμένη με χιούμορ που σπαρταράει, τα σκηνοθετικά ευρήματα με τα οποία εμπλουτίζονται οι ερμηνείες, χτυπούν συχνά-πυκνά ταβάνι ξεκαρδίσματος, κι ακόμη κι αν οι χαμηλές δυνατότητες της low budget παραγωγής οδηγούν μοιραία σε σποραδικά βαλτώματα, η μανιώδης ενέργεια με την οποία ηλεκτρίζεται η σκηνή, σου αναπληρώνει την όποια κόπωση μπορεί να προκαλέσει η παράσταση με το ευμέγεθες της διάρκειάς της.


Η Οικογένεια Μπες Βγες, από το ομότιτλο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, σε σκηνοθεσία του Θανάση Ζερίτη, με τις Ευαγγελία Καρακατσάνη, Ελένη Κουτσιούμπα, Αμαλία Νίνου και Αριστέα Σταφυλαράκη παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Θέατρο 104 (Ευμολπιδών 41, Γκάζι – 2103455020).