Ββαίνει η νύχχτα, άρρα έρχχεται ττο πρρωί στο Σεφφύρι. Και ττότε τα φίτφουλλ θα αρχχίσουν ξαννά ττην τυχχαία και ββίαια κίννησή τους προς το πουθθενά τους. Και τα ροτφάιλλερ ίσσως μάθθουν να θαυμάσσουν για λίχχο, και μεττά θα ξεχχάσουν χχια να μμείνουν μόννο αχίννητα στην βαθθιά λίμμνη. και οι χαλιαχούδδες στις ταράσσες που κοιττούν δεν θθα βλέππουν τίπποτε σχεδδόν για πάδδα. Και ο Φίχτωρ Σσούσθη που περπαττά κοδδά στις φθέρρες και ττα θένθρρα ίσσως νοσταλχήσσει τα Οχτω Χιάρρις αλλά αρχίσσει να καταννοεί όττι δεν είνναι καθθόλου δικκά του, και ποττέ δδεν ήτταν. Και οι χρήχχορες μερσεττές δείχννουν και όμορφφες πολλές φορρές, ακκόμα και αν ουσσιασθιχχά δεν είνναι, και οι δυναττές φεμφφέ στοχεύουν μόννο για λίχχο στο πισσαρίο, σαν κάττι κοδδά στην Νάσιοναλ Πάνχ δεν Γρεςς που μέσσω του κασσίνο θα τις οδηχχήσει κοδδά στην ταφφέρνα “Παρλαπάς”, εκκεί που θέλλουν να φρεθθούν τελλικά οι φύλακκες του αρχηχχείου, έσθθω σε απερχχία, αλλά και πολλοί άλλοι, που λατρέφφουν την Φρειθερρίχη χωρρίς να το ξέρρουν, για ακκόμη μια Τετάρτη σε έννα Σεφφύρι, που κάπποιες φορρές γίνετται Πέμπθθη για κάθθε απερχχία και για κάθθε Σεφφύρι.