Στις 28 Νοεμβρίου 2018 η 21χρονη φοιτήτρια Ελένη Τοπαλούδη βιάστηκε και δολοφονήθηκε στη Ρόδο από δύο άντρες, συνομήλικους της.
Την 1η Ιανουαρίου 2019 η 29χρονη Αγγελική Πέτρου δολοφονήθηκε από τον πατέρα της, που την έθαψε στην αυλή του σπιτιού του στην Κέρκυρα.
Στις 4 Μαρτίου 2019 η 32χρονη Κατερίνα Μ., δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της στο σπίτι της μητέρας της στη Σητεία κι ενώ τα δύο ανήλικα παιδιά τους βρισκόντουσαν στον ίδιο χώρο.
Σύμφωνα με μαρτυρίες η Τοπαλούδη ένα χρόνο πριν τη δολοφονία της έπεσε θύμα βιασμού από τρεις άνδρες, που βιντεοσκόπησαν την πράξη. Φίλες της κοπέλας υποστήριξαν ότι είχαν προσέλθει στο Α.Τ. Ρόδου για να καταγγείλουν το γεγονός αλλά όχι μόνο δεν έγινε καμία σχετική έρευνα από την αστυνομία, αλλά δεν υπήρξε ούτε σχετική καταγραφή στο βιβλίο συμβάντων.
Ένα χρόνο πριν την δολοφονία της η Αγγελική Πέτρου είχε καταγγείλει στην Αστυνομία ότι ο πατέρας της προσπάθησε δια της βίας να την απομακρύνει από το επαγγελματικό σχολείο που φοιτούσε. Γείτονες της Αγγελικής δήλωσαν ότι η κοπέλα είχε πέσει πολλές φορές θύμα ξυλοδαρμού από τον πατέρα της και θυμούνται ότι εκείνη είχε περάσει μια νύχτα στο κοτέτσι όταν την πέταξε έξω από το σπίτι τους.
Σύμφωνα με την οικογένεια της 32χρονης Κατερίνας Μ. η γυναίκα είχε πέσει επανειλημμένως θύμα ξυλοδαρμού από τον δολοφόνο, είχε κάνει καταγγελία στην Αστυνομία και ο λόγος που έφυγε από το σπίτι τους μαζί με τα δυο παιδιά της ήταν ότι φοβόταν για τη ζωή της.
Σε λιγότερο από έξι μήνες τρεις γυναίκες βρήκαν βίαιο θάνατό από άνδρες, στις δύο περιπτώσεις του στενού οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Και στις τρεις περιπτώσεις υπήρξε καταγγελία για εγκληματική συμπεριφορά εις βάρος των γυναικών. Και στις περιπτώσεις η Αστυνομία γνώριζε ότι οι γυναίκες έχουν δεχτεί κακοποιητική συμπεριφορά. Και στις τρεις περιπτώσεις φίλοι ή/και γείτονες γνώριζαν ότι οι γυναίκες ζούσαν υπό την απειλή φόβου.
Η 21χρονη δολοφονημένη φοιτήτρια στη Ρόδο περιγράφηκε από τηλεοπτικά μέσα ως ένα «ήσυχο κορίτσι, ένα κορίτσι που δεν έδινε δικαιώματα, ένα άτυχο κορίτσι». Χρήστης του facebook με το όνομα Παύλος Ελένης γράφει μεταξύ άλλων για την νεκρή «Ακούγεται ότι εκδιδόταν και μάλιστα με λαθρομετανάστες».
Στη Σητεία 13χρονη κόρη του 36χρονου δράστη από τον πρώτο του γάμο φέρεται να είπε ««Δεν ισχύουν αυτά που κατηγορούν τον μπαμπά. Ποτέ δεν χτύπησε τη γυναίκα του. Αντίθετα εκείνη χτύπαγε τα παιδιά κι εμένα. Ο μπαμπάς δεν είχε βγάλει μαχαίρια όπως λένε. Ίσως να της είχε ρίξει κανένα σκαμπίλι καμιά φορά, αλλά έως εκεί».
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι εγκλωβίζομαι στον μικρόκοσμο μου. Συζητάω με φίλους και προσπαθώ να τους πείσω ότι ο φεμινισμός είναι αναγκαίος γιατί παρότι έχουν, σαφώς, κατακτηθεί πράγματα τόσο σε νομικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό ακόμη έχουμε πολύ δρόμο να κάνουμε. Και τους λέω για το κίνημα free the nipple, για το ότι είναι απαράδεκτο να σε ρωτούν σε συνέντευξη για δουλειά «έχετε σκοπό να μείνετε έγκυος;», τους τονίζω πώς σε κοιτούν με απορία ή συμπόνια όταν λες «δε θέλω να κάνω παιδιά» -ειδικά όταν έχεις μόνιμο σύντροφο-, τους εξηγώ γιατί με ενοχλεί που έχω ακούσει την ατάκα λόγω Γκομενικών «Για να γράφει για σεξ σημαίνει ότι δεν κάνει» Και μετά σκέφτομαι ότι καλά κάνω και τα υπογραμμίζω όλα τα παραπάνω αλλά τελικά θα μπορούσα απλώς να πω αυτά.
Ρίξτε μια ματιά γύρω σας. Στην επαρχία, ειδικά, που λόγω μικρότερου πληθυσμού όλοι ξέρουν πάνω κάτω τι γίνεται στο διπλανό τους σπίτι. Που βλέπουν, ακούν, γνωρίζουν την κακοποίηση, που δεν μιλούν ή όταν το κάνουν δεν αλλάζει και κάτι βρε παιδί μου. Και όταν οι γυναίκες δολοφονούνται πάντα θα βρεθεί μια δικαιολογία ή και περισσότερες για τον δολοφόνο. «Την αγαπούσε παράφορα», «θόλωσε το μυαλό του», «δεν τον ήθελε, τον έδιωχνε», «έφυγε και του πήρε τα παιδιά», «μα τι ήθελε και αυτή να μπλέξει με Αφγανό;», «λένε ότι πήγαινε με διάφορους».
Γυναίκες που φοβούνται, που αν και ξέρουν ότι θα σχολιαστούν ξεπερνούν το τι θα πει η κοινωνία και πάνε στην Αστυνομία αλλά βρίσκονται ένα χρόνο μετά δολοφονημένες. Γυναίκες που έχουν βιαστεί (εκτός ή και εντός γάμου) αλλά δε θα το μάθει κανείς ή θα το μάθει όταν είναι πολύ αργά, γυναίκες που τρώνε τόσο ξύλο που φεύγουν από τα σπίτια τους σαν κυνηγημένες, γυναίκες που τρώνε τόσο ξύλο που πεθαίνουν.
Και μετά η πλειονότητα των ΜΜΕ να κάνει τη ζωή των θυμάτων ένα τεράστιο, χυδαίο κουτσομπολιό και να τρέφει ένα κοινό που διψά να μάθει για το αν εκείνη τον είχε «κερατώσει», αν ο δολοφόνος ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό, αν, αν, αν…
Στην Ελλάδα του 2019 γυναίκες πεθαίνουν από τους άντρες που τις θεωρούν ιδιοκτησία τους: πατεράδες, συζύγους, άγνωστους που γνώρισαν σε ένα μπαρ κι αφού φλέρταραν μαζί τους σημαίνει ότι έπρεπε να «τους κάτσουν». Και πέρα από αυτές που πεθαίνουν σκεφτείτε κι αυτές που τη «γλιτώνουν». Που ξανά και ξανά έχουν φάει ξύλο ή έχουν βιαστεί αλλά δεν φεύγουν από το σπίτι γιατί είναι τόσο τρομοκρατημένες που δεν μπορούν να αντιδράσουν, που έχουν φάει γροθιές, κλωτσιές μπροστά στα παιδιά τους που ουρλιάζουν, παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σε συνθήκη βίας και τρόμου και πάντα, μα πάντα όταν μεγαλώνουν γυρνούν και λένε στις μανάδες τους «Γιατί δεν τον χώρισες; Γιατί επέτρεψες να το ζήσουμε αυτό;».
Επειδή δε συμβαίνει σε εμάς ή σε άτομα του στενού μας περιβάλλοντος δε σημαίνει ότι δε συμβαίνει. Είναι ιστορίες από μια Ελλάδα που νομίζουμε ότι είναι παρελθόν αλλά δολοφονίες, όπως αυτές που αναφέρονται στο κείμενο, μας υπενθυμίζουν ότι έχουμε ακόμη πολύ, πολύ δρόμο να κάνουμε. Μέχρι τότε κάποιοι θα ενοχλούνται από τον όρο γυναικοκτονία και άλλοι θα ξεκοκαλίζουν τις ιστορίες των δολοφονημένων γυναικών για να πουν κουνώντας το κεφάλι τους «Τι άτυχα κορίτσια».