– Thomas Mann –

Το Μαγικό Βουνό

Μετάφραση: Θόδωρος Παρασκευόπουλος


Ελευθερία

Πώς του φάνηκε αλήθεια του Χανς Κάστορπ; Μήπως σαν οι επτά εβδομάδες, τις οποίες αποδεδειγμένα και χωρίς καμιά αμφιβολία είχε ήδη περάσει σε αυτούς εδώ επάνω, να ήταν μόνο επτά ημέρες; Ή μήπως, αντίθετα, του φάνηκε πως ζούσε πολύ πολύ περισσότερο σε αυτόν τον τόπο από όσο βρισκόταν εδώ στην πραγματικότητα; Αναρωτιόταν και ο ίδιος, τόσο μέσα του όσο και με ερωτήσεις προς τον Γιοάχιμ, δεν μπορούσε όμως να αποφασίσει. Μάλλον συνέβαιναν και τα δύο: αναδρομικά, ο χρόνος που είχε περάσει εδώ του φαινόταν αφύσικα σύντομος και αφύσικα πολύς μαζί· και μόνο όπως ήταν πραγματικά δεν ήθελε να του φανεί – με την προϋπόθεση πως ο χρόνος είναι στ’ αλήθεια φύση και πως είναι επιτρεπτό να τον συνδέουμε με την έννοια της πραγματικότητας.

Πάντως ο Οκτώβριος βρισκόταν στα πρόθυρα, θα έμπαινε από τη μια ημέρα στην άλλη. Για τον Χανς Κάστορπ ήταν εύκολο να το λογαριάσει, και εκτός αυτού το πρόσεχε ακούγοντας τις συζητήσεις των άλλων ασθενών. «Ξέρετε πως σε πέντε μέρες θα ’χουμε πάλι πρωτομηνιά;» άκουγε τη Χερμίνε Κλέφελντ να λέει στους δυο νεαρούς κυρίους της παρέας της, στον φοιτητή Ρασμούσεν και σε εκείνον με τα χοντρά χείλη που λεγόταν Γκένζερ. Στέκονταν μετά το κύριο γεύμα στην άχνα των φαγητών ανάμεσα στα τραπέζια και συζητώντας καθυστερούσαν να πάνε για κατάκλιση. «Πρώτη Οκτωβρίου, το είδα στη Διαχείριση, στο ημερολόγιο. Είναι η δεύτερη του είδους που περνώ σε ετούτο τον τόπο των απολαύσεων. Ωραία, το καλοκαίρι πέρασε, όσο ήταν καλοκαίρι, μας το ’κλεψαν, όπως μας κλέβουν τη ζωή, συνολικά και εν γένει». Και αναστέναξε με το μισό της πνευμόνι, ενώ έστρεφε, κουνώντας το κεφάλι, τα σκιασμένα από τη βλακεία μάτια της στο ταβάνι. «Ευθυμήστε, Ρασμούσεν!» είπε μετά και χτύπησε τον σύντροφό της στον γειρτό του ώμο. «Πείτε μας κανέν’ αστείο!» «Δεν ξέρω και πολλά» απάντησε ο Ρασμούσεν και άφησε τα χέρια του να κρέμονται στο ύψος του στήθους σαν πτερύγια «κι όσα ξέρω δεν μου βγαίνουν, είμαι συνέχεια τόσο κουρασμένος». «Ούτε σκύλος δεν θα ’θελε να ζήσει για πολύ ακόμη έτσι» είπε ο Γκένζερ μέσα από τα δόντια. Και γέλασαν σηκώνοντας τους ώμους.

Εκεί κοντά στεκόταν και ο Σεττεμπρίνι, με την οδοντογλυφίδα του ανάμεσα στα δόντια, και βγαίνοντας είπε στον Χανς Κάστορπ:

«Μην τους πιστεύετε, μηχανικέ, μην τους πιστεύετε ποτέ όταν εξανίστανται! Το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως, παρόλο που νιώθουν απολύτως στο σπίτι τους. Ζουν ανέμελα και απαιτούν επιπλέον λύπηση, θεωρούν πως έχουν δικαίωμα στην πικρία, στην ειρωνεία, στον κυνισμό! “Σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων!” Μήπως δεν είναι τόπος των απολαύσεων; Πιστεύω πως είναι, και μάλιστα με μια πιο διφορούμενη σημασία της λέξης! “Μ’ έκλεψαν” λέει αυτό το θηλυκό “μου κλέβουν τη ζωή σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων”. Αφήστε τη να πάει στα πεδινά, και η διαγωγή της εκεί δεν θα αφήνει καμιά αμφιβολία πως κάνει τα πάντα για να ξανάρθει το συντομότερο εδώ επάνω. Α, μάλιστα, η ειρωνεία! Μηχανικέ, φυλαχτείτε από την ειρωνεία που ευδοκιμεί εδώ! Γενικά φυλαχθείτε από αυτή την πνευματική στάση! Όπου δεν είναι ένα ευθύ και κλασικό μέσο της ρητορικής, ούτε στιγμή παρεξηγήσιμο για τον υγιή νου, εκεί γίνεται παραλυσία, εμπόδιο για τον πολιτισμό, αμφίβολη ερωτοτροπία με τη στασιμότητα, με το κακό, με το πρόστυχο πάθος. Και επειδή η ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε φαίνεται να ευνοεί την ευδοκίμηση αυτού του σαπρόφυτου, επιτρέψτε μου να ελπίζω ή να φοβάμαι πως με καταλαβαίνετε».


Πράγματι, τα λόγια του Ιταλού ήταν του είδους που μόλις πριν από επτά εβδομάδες θα ηχούσαν κενά στα αυτιά του Χανς Κάστορπ, που η παραμονή του όμως εδώ είχε κάνει το πνεύμα του επιδεκτικό για τη σημασία τους: επιδεκτικό με την έννοια της νοητικής κατανόησης, όχι οπωσδήποτε με την έννοια της συμπάθειας, πράγμα ίσως ακόμα σημαντικότερο. Γιατί, αν και στα βάθη της ψυχής του χαιρόταν που ο Σεττεμπρίνι ακόμη και τώρα, παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, συνέχιζε να του μιλά όπως του μιλούσε, συνέχιζε να τον συμβουλεύει, να τον προειδοποιεί και να προσπαθεί να τον επηρεάσει, η αντιληπτική του ικανότητα ήταν τόση που έκρινε τα λόγια του και τους αρνιόταν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, την επίνευση.

Για δες, σκεφτόταν, μιλάει για την ειρωνεία με παρόμοιο τρόπο όπως και για τη μουσική, το μόνο που λείπει τώρα είναι να την αποκαλέσει «πολιτικά ύποπτη», και συγκεκριμένα από τη στιγμή που παύει να είναι ένα «ευθύ και κλασικό μέσο διδασκαλίας». Μια ειρωνεία όμως που «δεν είναι ούτε στιγμή παρεξηγήσιμη» – για όνομα του Θεού, τι λογής ειρωνεία είναι αυτή, αν μου πέφτει λόγος; Ξερή και δασκαλίστικη θα ήταν και τίποτε άλλο! – τόσο αγνώμων είναι η νεότητα στη διαμόρφωσή της. Δέχεται να της δωρίζουν για να μπορεί μετά να βγάλει τα δώρα σκάρτα.

Όσο να ’ναι, θα του φαινόταν παράτολμο να εκφράσει με λόγια την αντίθεσή του. Περιόρισε τις αντιρρήσεις του στην κρίση του κυρίου Σεττεμπρίνι για τη Χερμίνε Κλέφελντ, που του φαινόταν άδικη ή που, για ορισμένους λόγους, ήθελε να την εμφανίσει έτσι.

«Μα το κορίτσι είναι άρρωστο!» είπε. «Είναι πραγματικά και στ’ αλήθεια βαριά άρρωστη και έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη! Τι της ζητάτε τώρα;»

«Αρρώστια και απελπισία» είπε ο Σεττεμπρίνι «είναι συχνά και αυτές μορφές της παραλυσίας».


Και ο Λεοπάρντι, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, ο οποίος αμφέβαλλε κατηγορηματικά για την επιστήμη και την πρόοδο; Και ο ίδιος ο κύριος σχολάρχης; Είναι και ο ίδιος άρρωστος και έρχεται ολοένα εδώ πάνω, και ο Καρντούτσι δεν θα ’ταν καθόλου ευχαριστημένος μαζί του. Και δυνατά είπε:

«Καλός είστε κι εσείς. Το κορίτσι μπορεί κάθε στιγμή να τα τινάξει, και αυτό το λέτε εσείς παραλυσία! Θα πρέπει να μου το εξηγήσετε περισσότερο. Αν μου λέγατε: η ασθένεια είναι κάποτε επακόλουθο της παραλυσίας, αυτό θα ήταν κατανοητό…»

«Είναι πολύ λογικό» τον διέκοψε ο Σεττεμπρίνι. «Μα την πίστη μου, θα σας αρκούσε να σταματούσα εδώ;»

«Ή αν λέγατε: η αρρώστια αποτελεί κάποτε πρόσχημα για την παραλυσία – κι αυτό θα το δεχόμουν».

«Grazie tanto!»

«Αλλά η ασθένεια μια μορφή της παραλυσίας; Αυτό σημαίνει: δεν προέρχεται από παραλυσία, αλλά είναι η ίδια παραλυσία. Αυτό δεν είναι παράδοξο;»

«Παρακαλώ, μηχανικέ, μη μου καταλογίζετε τέτοια πράγματα! Περιφρονώ την παραδοξολογία, τη μισώ! Θεωρήστε πως όλες μου οι παρατηρήσεις σχετικά με την ειρωνεία ισχύουν και για την παραδοξολογία, και κάτι παραπάνω. Το παράδοξο είναι το φαρμακερό λουλούδι του ησυχασμού, η μαρμαρυγή του σαπρού πνεύματος, η μεγαλύτερη παραλυσία από όλες! Αλλά διαπιστώνω πως υπερασπίζεστε και πάλι την ασθένεια…»

«Όχι, μ’ ενδιαφέρουν αυτά που λέτε. Μου θυμίζουν κάτι από εκείνα που εκφέρει ο δρ Κροκόφσκι τις Δευτέρες του. Κι εκείνος δηλώνει πως η οργανική ασθένεια είναι ένα δευτερογενές φαινόμενο».

«Δεν το λέει από καθαρό ιδεαλισμό».

«Τι έχετε εναντίον του;»

«Ακριβώς αυτό».

«Είστε κατά της ψυχανάλυσης;»


«Όχι πάντα. Είμαι σφοδρός αντίπαλος και θερμός οπαδός – πότε το ένα και πότε το άλλο, μηχανικέ».

«Τι εννοείτε;»

«Η ψυχανάλυση είναι καλή ως όργανο της διαφώτισης και του πολιτισμού, είναι καλή στο μέτρο που κλονίζει ηλίθιες πεποιθήσεις, που διαλύει φυσικές προκαταλήψεις και υπονομεύει την εξουσία· με άλλα λόγια, είναι καλή όταν απελευθερώνει, εκλεπτύνει, εξανθρωπίζει και κάνει τους δούλους ώριμους για την ελευθερία. Είναι κακή, πολύ κακή, όσο εμποδίζει τη δράση, προσβάλλει τη ζωή στη ρίζα, επειδή είναι ανίκανη να τη διαμορφώσει. Η ανάλυση μπορεί να είναι μια πολύ αηδιαστική υπόθεση, αηδιαστική όπως ο θάνατος, όπου μάλλον ανήκει στην πραγματικότητα – συγγενής προς τον τάφο και τη δύσοσμη ανατομία του…»

Καλά τους τα ’πες, δάσκαλε, ήταν η σκέψη του Χανς Κάστορπ, αναπόφευκτη, όπως συνήθως όταν ο κύριος Σεττεμπρίνι εξέφραζε κάτι παιδευτικό. Το μόνο που είπε όμως ήταν:

«Τελευταία επιδοθήκαμε στη φωτοανατομία στο ισοϋπόγειό μας. Έτσι την αποκάλεσε ο Μπέρενς όταν μας ακτινοσκοπούσε».

«Α, ώστε φτάσατε και σ’ αυτό το στάδιο. Και λοιπόν;»

«Είδα τον σκελετό του χεριού μου» είπε ο Χανς Κάστορπ, προσπαθώντας να ανακαλέσει τα αισθήματα που είχαν φουντώσει μέσα του με αυτό το θέαμα. «Σας έδειξαν καμιά φορά και τον δικό σας;»

«Όχι, ο σκελετός μου δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Και η ιατρική διάγνωση;»

«Είδε ίνες, ίνες με κόμπους».

«Ε του διαβόλου ο παραγιός».

«Είναι η δεύτερη φορά που αποκαλείτε έτσι τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς. Τι θέλετε να πείτε;»

«Να είστε σίγουρος πως πρόκειται για καλά επιλεγμένο χαρακτηρισμό!»

«Α, όχι, είστε άδικος, κύριε Σεττεμπρίνι! Σύμφωνοι, ο άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του. Ο τρόπος που μιλάει μου γίνεται κι εμένα δυσάρεστος με τον καιρό· συχνά έχει η ομιλία του κάτι το βεβιασμένο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως πέρασε τόσο μεγάλο καημό όταν έχασε τη γυναίκα του εδώ πάνω. Αλλά, εν κατακλείδι, πόσο αξιέπαινος και αξιοσέβαστος άνθρωπος είναι, ένας ευεργέτης της πάσχουσας ανθρωπότητας! Πρόσφατα τον συνάντησα καθώς ερχόταν από μια εγχείρηση, μια πλευρεκτομή, μια υπόθεση όπου παίζονταν όλα για όλα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση όπως τον είδα να έρχεται από τη δύσκολη, χρήσιμη εργασία του, που την ξέρει τόσο καλά. Ήταν ακόμη τελείως ξαναμμένος, και για αμοιβή είχε ανάψει ένα πούρο. Τον ζήλεψα».

«Τι ευγενικό εκ μέρους σας. Και η ποινή σας;»

«Δεν μου καθόρισε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα».

«Καλό και αυτό. Ας ξαπλώσουμε λοιπόν, μηχανικέ. Στις θέσεις μας».

Αποχαιρετίστηκαν μπρος στο νούμερο 34.

«Εσείς πηγαίνετε τώρα στην ταράτσα σας, κύριε Σεττεμπρίνι. Πρέπει να ’ναι πιο χαρούμενο να ξαπλώνεις έτσι με συντροφιά παρά μόνος. Διασκεδάζετε; Είναι ενδιαφέροντες οι άνθρωποι με τους οποίους κάνετε μαζί την κούρα;»

«Αχ, είναι όλοι Πάρθοι και Σκύθες!»

«Εννοείτε Ρώσοι;»

«Και Ρωσίδες» είπε ο κύριος Σεττεμπρίνι, και η άκρη του στόματός του τραβήχτηκε. «Αντίο, μηχανικέ!»

Αυτό είχε λεχθεί με σημασία, ήταν αναμφίβολο. Ο Χανς Κάστορπ μπήκε στο δωμάτιό του ταραγμένος. Γνώριζε ο Σεττεμπρίνι τι του συνέβαινε; Σαν παιδαγωγός, θα είχε παρακολουθήσει αυτόν και τους δρόμους που έπαιρναν τα μάτια του. Ο Χανς Κάστορπ ήταν οργισμένος με τον Ιταλό, αλλά και με τον εαυτό του που είχε εκτεθεί απρόκλητα. Ενώ έψαχνε χαρτί και μελάνι για να τα πάρει μαζί του στην κούρα –τώρα δεν χωρούσαν άλλοι δισταγμοί, ήταν ώρα να γραφτεί το γράμμα του στο σπίτι, το τρίτο–, συνέχισε να εξοργίζεται, μουρμούριζε το ένα και το άλλο γι’ αυτόν τον φαφλατά, τον περιαυτολόγο που ανακατευό­ταν σε πράγματα χωρίς να του πέφτει λόγος ενώ και ο ίδιος σφύριζε στα κορίτσια στον δρόμο – και δεν είχε πια καμιά όρεξη να γράψει, αυτός ο λατερνατζής τού είχε χαλάσει τελείως τη διάθεση. Όπως και να ήταν όμως, χρειαζόταν χειμωνιάτικα ρούχα, χρήματα, εσώρουχα, παπούτσια· με λίγα λόγια, όλα όσα θα είχε πάρει μαζί του αν ήξερε πως δεν είχε έρθει για τρεις εβδομάδες στο κατακαλόκαιρο, αλλά… αλλά για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως θα επεκτεινόταν οπωσδήποτε και στον χειμώνα, και μάλιστα, όπως ήταν τα πράγματα και τα χρονικά δεδομένα σ’ εμάς εδώ επάνω, θα τον περιέκλειε. Αυτή τη φορά έπρεπε να γίνουν όλα στην εντέλεια, να παίξει με ανοιχτά χαρτιά με εκείνους εκεί κάτω και να μην κρύβεται πια ούτε από εκείνους ούτε από τον εαυτό του.

Με αυτό το πνεύμα τούς έγραψε λοιπόν, ακολουθώντας την τεχνική που είχε δει να τη χρησιμοποιεί πολλές φορές ο Γιοάχιμ: στη σεζ λονγκ, με το στιλό και τον ταξιδιωτικό του χαρτοφύλακα επάνω στα ανασηκωμένα γόνατα. Έγραψε στον Τζέιμς Τίναππελ, σε εκείνον από τους τρεις θείους με τον οποίο ήταν περισσότερο συνδεδεμένος, σε επιστολόχαρτο του ιδρύματος, που απόθεμά τους βρισκόταν στο συρτάρι του τραπεζιού, και τον παρακάλεσε να ενημερώσει τον πρόξενο. Έγραφε για ένα δυσάρεστο συμβάν, για φόβους που είχαν επαληθευτεί, για την ανάγκη που είχε διαπιστώσει ο γιατρός να περάσει ένα μέρος του χειμώνα, ίσως και ολόκληρο τον χειμώνα, εδώ πάνω, γιατί περιπτώσεις σαν τη δική του ήταν συχνά πιο επίμονες από εκείνες που ξεκινούσαν πιο εντυπωσιακά, και γιατί το ζήτημα ήταν να επέμβουν αποφασιστικά και να προλάβουν το κακό εγκαίρως και μια και καλή. Από αυτή την άποψη, έγραφε, ήταν τυχερός που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, που ανέβηκε τυχαία εδώ πάνω και πείστηκε να εξεταστεί· αλλιώς, θα αγνοούσε για αρκετό καιρό την κατάστασή του και θα τη γνώριζε ίσως αργότερα με πολύ πιο δυσάρεστο τρόπο. Όσο για την προβλεπόμενη διάρκεια της παραμονής του, δεν θα έπρεπε να εκπλαγούν αν έμενε όλο τον χειμώνα και αν δεν μπορούσε να επιστρέψει νωρίτερα από τον Γιοάχιμ. Η έννοια του χρόνου είναι, έγραφε, διαφορετική εδώ από εκείνη που ίσχυε συνήθως για ταξίδια σε λουτροπόλεις και αεροθεραπείες· ο μήνας είναι κάτι σαν τη μικρότερη μονάδα του χρόνου, και ένας μήνας μόνο δεν παίζει κανέναν ρόλο…

Έκανε ψύχρα, έγραφε φορώντας παλτό, τυλιγμένος στην κουβέρτα, με κόκκινα χέρια. Πού και πού σήκωνε το βλέμμα από το χαρτί, που γέμιζε με λογικές και πειστικές φράσεις, και κοιτούσε το γνώριμο τοπίο, που σχεδόν πια δεν το έβλεπε, αυτή τη μακρόστενη κοιλάδα με τις σήμερα σαν γυάλινες, χλωμές κορυφές που στριμώχνονταν στο άνοιγμα, τον ανοιχτόχρωμο, κατοικημένο βυθό της, που άστραφτε πού και πού στον ήλιο, και τις πλαγιές, άλλες αδρά δασωμένες και άλλες με λιβάδια από όπου ερχόταν το κουδούνισμα των αγελάδων. Έγραφε με όλο και μεγαλύτερη άνεση και δεν καταλάβαινε πια το δέος που είχε νιώσει για το γράμμα. Γράφοντας καταλάβαινε ο ίδιος πως τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο λογικό από τις εξηγήσεις του και πως στο σπίτι θα τις κατανοούσαν απόλυτα. Ένας νεαρός της τάξης του και στην κατάστασή του φρόντιζε τον εαυτό του όταν αποδεικνυόταν σωστό, και χρησιμοποιούσε τις ανέσεις που προορίζονταν ειδικά για τους ομοίους του. Έτσι άρμοζε. Αν είχε επιστρέψει και ανέφερε όσα συνέβαιναν, θα τον είχαν στείλει πάλι επάνω. Παρακάλεσε να φροντίσουν να λάβει ό,τι χρειαζόταν. Στο τέλος παρακάλεσε να του αποστέλλονται τακτικά τα αναγκαία χρήματα· με 800 μάρκα τον μήνα θα μπορούσε να καλύψει όλα του τα έξοδα.

Υπέγραψε. Πάει και αυτό. Αυτό το τρίτο γράμμα στο σπίτι ήταν πλούσιο, κρατούσε πολύ – όχι κατά την έννοια του χρόνου κάτω, αλλά κατ’ αυτήν που κυριαρχούσε εδώ επάνω· οχύρωνε την ελευθερία του Χανς Κάστορπ. Αυτή ήταν η λέξη που μεταχειρίστηκε, όχι ρητά, όχι σχηματίζοντας, έστω και μέσα του, τις συλλαβές της, ένιωθε όμως το ευρύτατο νόημά της, όπως είχε μάθει να το νιώθει κατά τη διαμονή του εδώ –νόη­μα που δεν είχε πολλά κοινά με εκείνο που έδινε ο Σεττεμπρίνι σε αυτή τη λέξη–, και τον σκέπασε ένα από καιρό γνώριμο κύμα τρόμου και διέγερσης, που έκανε το στήθος του να τρέμει καθώς αναστέναζε.

Από το γράψιμο του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, τα μάγουλά του έκαιγαν. Πήρε τη στήλη του υδραργύρου από το τραπεζάκι και μέτρησε τη θερμοκρασία του, σαν να έπρεπε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Ο υδράργυρος ανέβηκε στο 37,8.

Βλέπετε; σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Και πρόσθεσε το υστερόγραφο: «Λοιπόν, το γράμμα με κούρασε. Έχω 37,8. Βλέπω πως θα πρέπει προς το παρόν να μείνω ήσυχος. Πρέπει να έχετε κατανόηση αν σας γράφω σπάνια». Ύστερα έμεινε ξαπλωμένος και σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό, την παλάμη προς τα έξω, έτσι όπως το είχε κρατήσει πίσω από την οθόνη. Αλλά το φως του ουρανού άφησε την έμβια μορφή ανέπαφη μπρος στη λάμψη του· μάλιστα, η ύλη έγινε πιο σκούρα και αδιαφανής και μόνο το εξωτερικό περίγραμμα εμφανίστηκε με μια κοκκινωπή διαφάνεια. Ήταν το έμβιο χέρι που είχε συνηθίσει να βλέπει, να καθαρίζει, να χρησιμοποιεί – όχι εκείνο το ξένο σκελέτωμα που είχε δει στην οθόνη – ο αναλυτικός λάκκος που είχε δει τότε ανοιγμένο είχε κλείσει πάλι.


Το Μαγικό βουνό είναι ένα αριστούργημα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από έναν νομπελίστα συγγραφέα που διερευνά τη γοητεία και τον εκφυλισμό των ιδεών σε μια εσωστρεφή κοινότητα τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου. Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή.  Ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο Χανς Κάστορπ επισκέπτεται το σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να δει τον ξάδερφό του. Μια μικρή αδιαθεσία και ένας παρατεταμένος πυρετός οδηγούν το γιατρό του σανατορίου, αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, να του προτείνει να παρατείνει την παραμονή του. Τελικά ο Χανς Κάστορπ αποφασίζει να μείνει στο σανατόριο για τρεις βδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια, καθώς ο Χανς ερωτεύεται και μεθά από τις ιδέες που ακούει να συζητιούνται εκεί.

«Ο Τόμας Μαν έφτιαξε ένα αφηγηματικό κόσμημα περίπου 1.000 σελίδων χρησιμοποιώντας τα πιο πολύτιμα πετράδια της ευρωπαϊκής σκέψης: τη φιλοσοφία, τη θεωρία, την αισθητική, τη μουσική. Ο συγγραφέας διείδε ήδη από το 1924, οπότε και εκδόθηκε το βιβλίο, την κατάπτωση των ευρωπαϊκών αξιών και είχε το θάρρος να συγκρουστεί με το ευκλεές κονκλάβιο των γραμμάτων στη χώρα του – και όχι μόνο. Κατήγγειλε όπου μπορούσε τους γερμανούς διανοούμενους που ασπάζονταν τις θεωρίες του Χίτλερ και φρόντισε να αφιερώσει το Νόμπελ (1929) στις υψηλές ιδέες για τις οποίες πάλεψε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το Μαγικό βουνό είναι μια σύγχρονη συμβολική νέκυια, το βιβλίο είναι το πιο αισιόδοξο κείμενο που έχει γραφτεί ποτέ για τη δύναμη των ανθρώπων στην καρδιά της πιο βασανισμένης και πολύπαθης ηπείρου. Ας το κρατήσουμε. Και ας είναι αυτό το μυστικό μας μέχρι τέλους».

Από τον πρόλογο της Τίνας Μανδηλαρά

 

O Thomas Mann γεννήθηκε στο Λύµπεκ το 1875. Αστικής καταγωγής ο Mann αρχικά προοριζόταν να αναλάβει ενεργό ρόλο στην οικογενειακή επιχείρηση, πορεία ζωής που ανατράπηκε εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου του πατέρα του. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου ο ίδιος εργάστηκε για ένα διάστηµα σε ασφαλιστική εταιρεία, θέση που σύντοµα εγκατέλειψε καθώς ξεκίνησε σπουδές τέχνης και λογοτεχνίας στο πανεπιστήµιο του Μονάχου και έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγηµάτων µε τίτλο Der kleine Herr Friedemann [Ο µικρός κύριος Φρίντεµαν] (1898). Η ζωή του έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιµο. Το 1905 παντρεύτηκε την Katia Pringsheim µε την οποία απέκτησε έξι παιδιά. Μεταξύ των σηµαντικότερων έργων του συµπεριλαµβάνονται το ογκώδες µυθιστόρηµα Μπούντενµπρουκ (1901), η νουβέλα Θάνατος στη Βενετία (1912), το αριστουργηµατικό µυθιστόρηµα ενηλικίωσης Το µαγικό βουνό (1924), για τα οποία τιµήθηκε µε το βραβείο Νόµπελ Λογοτεχνίας το 1929. Μετά την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία, το 1933, και τις διώξεις που ξεκίνησαν σε βάρος του λόγω των πολιτικών του θέσεων, ο Thomas Mann εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Το 1936 του αφαιρέθηκε η γερµανική υπηκοότητα, ενώ το 1937 του αφαιρέθηκε ο τίτλος του επίτιµου διδάκτορα του Πανεπιστηµίου της Βόννης – του απονεµήθηκε εκ νέου το 1946. Ο Mann είχε προβλέψει και προειδοποιήσει για την άνοδο του φασισµού στη διάρκεια της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης και συνέχισε να αγωνίζεται εναντίον του µε φυλλάδια και οµιλίες κατά τον ∆εύτερο Παγκόσµιο πόλεµο. Έγινε αµερικανός πολίτης το 1940 και από το 1941 έως το 1953 έζησε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια. Το 1947 εκδόθηκε το έργο του ∆όκτωρ Φάουστους, η ιστορία ενός καλλιτέχνη που επέλεξε να πληρώσει µε την αυτοκαταστροφή του για να αποκτήσει ιδιαίτερα χαρίσµατα, που απηχεί τις τελευταίες µέρες του Τρίτου Ράιχ. Μετά το τέλος του ∆εύτερου Παγκόσµιου πολέµου επισκεπτόταν συχνά την Ευρώπη. Το 1949 τιµήθηκε µε το Goethepreis της Βαϊµάρης (Ανατολική Γερµανία) και της Φρανκ­φούρτης (∆υτική Γερµανία), αλλά όταν εντέλει επέστρεψε στην Ευρώπη εγκαταστάθηκε κοντά στη Ζυρίχη όπου και πέθανε το 1955. Τα άπαντά του εκδόθηκαν σε δώδεκα τόµους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΣΕΛΙΔΕΣ: 944 ΤΙΜΗ: € 22,00