Τέσσερις άνθρωποι –Φοίβος Δεληβοριάς, Τηλέμαχος Μούσας, Γιώργος Φακίνος, Χρήστος Δασκαλόπουλος– που μοιράστηκαν μαζί με τον Θάνο Ανεστόπουλο την αγάπη τους για τη μουσική, την ποίηση, το αλκοόλ και τη νύχτα μιλούν στη Λίνα Ρόκου για τον ιππότη του ελληνόφωνου ροκ.

«Είχε αυτό που έχουν στ’ αλήθεια όσοι είναι ποιητές και όχι ποιητικοί», Φοίβος Δεληβοριάς

DELIVORIAS_1
Τον Θάνο με έκπληξη τον είδα, όταν ήμουν φαντάρος, πωλητή δίσκων στο Μετρόπολις στο Κολωνάκι. Δεν είχε τύχει να γνωριστούμε, αλλά μόλις με είδε, σα να με ξέρει από καιρό, με τράβηξε προς το μέρος του και μου λέει «έλα, ν’ ακούσεις». Και μου έβαλε το “Paranoid Android” και το “Blackbird” στις μειλίχιες μετασκευές του Brad Mehldau. Από τότε –και όσο κράτησαν οι θητείες μας στα συγκεκριμένα μέρη, βρισκόμασταν κάθε βδομάδα και μιλούσαμε για κάτι που υπήρχε μέσα στους δίσκους και τα βιβλία. Ένα απόγευμα βγήκα σκαστός για να πάρω το Love and Theft του Ντίλαν, που είχε ανακοινωθεί από καιρό πως θα κυκλοφορούσε11 Σεπτεμβρίου 2001. Πήγα εκεί και μου εξήγησε ήρεμα ότι ο δίσκος δεν είχε έρθει και ότι δύο αεροπλάνα μπήκαν μέσα στους ουρανοξύστες του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Είχε αυτό που έχουν στ’ αλήθεια όσοι είναι ποιητές και όχι ποιητικοί. Δεν ενδιαφερόταν να φτιάξει φιλολογικό ή ροκ εν ρόλο εαυτό, που θα μιλάει επιτηδευμένα και θα επιδεικνύει την «κατάρα» του. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στην ποίηση και στη μουσική –και όχι στο θέατρό τους. Του άρεσαν πολύ οι «ελάσσονες», η σχέση τους με τον θάνατο, άλυτη και βαρύνουσα, του φαινόταν πιο ειλικρινής από αυτή των «μειζόνων». Έτσι, χωρίς θέατρο και χωρίς να χάσει ίχνος από την αφοσίωσή του στα πράγματα που αγαπούσε, αντιμετώπισε και την περιπέτεια του. Και μας ενέπνευσε όλους με μια βαθειά, συγκεντρωμένη δύναμη. Κλείνοντας κατάμουτρα την πόρτα σε όσους ψάχνουν άρρωστα κάθε φορά τον επόμενο αδικοχαμένο εκφραστή κάποιας γενιάς, έδειξε πόση δύναμη έχει ο άνθρωπος στο λίγο χρόνο που διαθέτει να είναι ο ίδιος ποίημα, να είναι ο ίδιος η ζωή, να φυσάει τον αέρα του σε όλους. Σιωπή τώρα, να ακούσουμε τον Θάνο που έγινε όλος το νόημά του.

«Μια ανάμνηση, από αυτές που θα μας βοηθήσουν να ξορκίσουμε τη θλίψη όσο γίνεται», Τηλέμαχος Μούσας

mousas
Θέλω να μοιραστώ μια ανάμνηση, από αυτές που θα μας βοηθήσουν να ξορκίσουμε τη θλίψη όσο γίνεται. Μας είχαν καλέσει να παίξουμε στον λόφο του Στρέφη στο indie free festival με αυτό το απολύτως εξτρεμιστικό και πειραματικό σχήμα που είχαμε, ο Θάνος στην κιθάρα, ο Νίκος στο πριόνι κι εγώ στο θέρεμιν. Ο ηχολήπτης από λάθος έβαλε ανάποδα τα μόνιτορ κι εμένα μου έστελνε να ακούω αντί της κιθάρας και του θέρεμιν, το πριόνι. Έτσι δεν άκουγα καθόλου τι έπαιζα και ο Νίκος άκουγε εμένα. Έτσι ανεβάσαμε τους ενισχυτές τέρμα! Τα καταφέραμε αλλά τελικά παίξαμε noise. Είχε πλάκα γιατί είχαν βγει πολλά συγκροτήματα που έπαιζαν πολύ πιο δυνατά από εμάς, όπως οι lost bodies κι εμείς υποτίθεται απλώς θα παίζαμε ακουστικά –εντάξει στο πλαίσιο μιας «πειραματίλας»- τα τραγούδια του Θάνου, αλλά τελικά λόγω του λάθους παίξαμε πιο avant garde κι από avant garde. Έχω τόσες όμορφες και συγκινητικές στιγμές με τον Θάνο αλλά προτιμώ να μη τα μοιραστώ μαζί σας αυτή τη στιγμή ,νομίζω ότι και ο ίδιος θα ήθελε να σταθούμε στην πρώτη εικόνα, σε αυτή που ενώ τα πράγματα πήγαν στραβά κάναμε αυτό που έπρεπε να κάνουμε. Ο Θάνος ήταν τόσο αφοσιωμένος στη μουσική και το καταευχαριστήθηκε που τα χώσαμε και βγήκαμε ως η πιο hardcore ανάμεσα στις punk μπάντες. Μια άλλη τέτοια στιγμή ήταν όταν σε μια συναυλία στο Ηράκλειο Κρήτης ο Θάνος κάλεσε όλο το κοινό στο καμαρίνι μετά το τέλος του live. Έγινε χαμός. Ήρθαν όλοι και τους έπαιζε ακουστική κιθάρα και απαντούσε στις ερωτήσεις τους ως το πρωί.

«Μιλούσαμε με το γνωστό σοβαρό, επιβλητικό ύφος του για αυτά τα ελάχιστα, μοιραία, σημαντικά κορίτσια» Γιώργος Φακίνος

POP_FAKINOS_039
Οφείλω να πω, πως ποτέ δεν μου άρεσαν τα Διάφανα Κρίνα. Μου ήταν βέβαια πιο συμπαθείς από τις Τρύπες ή τα Ξύλινα Σπαθιά, αλλά γενικά, το κεφάλαιο «ελληνικό ροκ» αποτελεί άλλη μία μαύρη στιγμή αυτής της χώρας. Γνώρισα τον Θάνο Ανεστόπουλο ένα βράδυ Κυριακής στα 00s (σημείωση από το κιτρινισμένο από τον καιρό ημερολόγιο της Indie σκηνής: Για 7 χρόνια, κάθε Κυριακή, έπαιζα στο Closer). Τον αναγνώρισα όταν κάθισε στη μπάρα, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε μιλήσει. Σε κάποια φάση, τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου κρατώντας 2 σφηνάκια τεκίλα. Έδειχνε λίγο τσαμπουκαλεμένος, αλλά το γεγονός πως κρατούσε τα σφηνάκια ήταν καλή ένδειξη. Μόλις φτάνει στο dj booth, μου λέει: «Έμαθα, Φακίνο, πως δεν γουστάρεις τα Διάφανα Κρίνα και πως αρνείσαι να βάλεις τραγούδια μας όταν σου ζητάνε». Του το επιβεβαίωσα και του ανέλυσα το γιατί (λίγη σημασία έχει αυτή τη στιγμή). Διαφωνήσαμε, αλλά μετά από λίγο ήπιαμε τα σφηνάκια αφήνοντας ταυτόχρονα πίσω και το θέμα των Κρίνων. Μερικά λεπτά μετά, εκθειάζαμε τον Nick Cave, τους Black Heart Procession, τους 16 Horsepower, τους Radiohead και τους Lilium και βρήκαμε αυτά που μας «ένωναν» τελικά. Μετά από αυτή την Κυριακή, ερχόταν τακτικά στα sets μου και πάντα ερχόταν και μιλούσαμε με το γνωστό σοβαρό, επιβλητικό ύφος του για αυτά τα ελάχιστα, μοιραία, σημαντικά κορίτσια, για καινούριες μουσικές, αλλά και για θεατρικές παραστάσεις που μόλις είχε δει και του έκαναν εντύπωση. Και δεν ξέρω αν κάποιοι τον φαντάζονταν σαν τον τύπο που δεν ξέφευγε από τους underground  άγραφους κανόνες, αλλά ο Θάνος δεν σνόμπαρε ποτέ κάποιον που γινόταν γνωστός και πετυχημένος. Αντίθετα, χαιρόταν και πολύ μάλιστα.Αυτό που συνέβη σήμερα δεν ήταν κάτι που δεν περιμέναμε. Όσο προετοιμασμένος κι αν είσαι όμως, δεν παύει να είναι άλλο ένα χαστούκι για το πόσο ηττημένοι μπορούμε να νιώσουμε, για άλλη μια φορά, από τη μία στιγμή στην άλλη.

«Σα να βγαίναμε από τα σώματα μας και αντιμετωπίζαμε ο ένας τον άλλον με τελείως μεταφυσικό τρόπο», Χρήστος Δασκαλόπουλος

POPAGANDA_Hitch-Hyke_emil-katsouris-chris-daskalopoulos

ο Χρηστος Δασκαλόπουλος στον ώμο του Αιμίλιου Κατσούρη

Εarly 90s κι ενώ αγνοούσα την ύπαρξη τους έπεσε στα χέρια μου μια συλλογή με ψυχεδελικό εξώφυλλο που περιείχε ένα τραγούδι τους, δε θυμάμαι τίτλο  (σ.σ.  πρέπει να είναι η συλλογή Μαγικό Βοτάνι, 1994, συμμετοχή Μουχλαλούδα: Η μπαλάντα της φωτιάς). Μου άρεσε το τραγούδι και το έπαιξα στο ραδιόφωνο. Η αλήθεια είναι ότι ούτε αυτό το θυμόμουν αλλά μου το θύμισε ο Παντελής (Ροδοστόγλου).  Ο Παντελής ερχόταν στο Decadence και κάποια στιγμή άρχισε να φέρνει και τον Θάνο. Ήμασταν εγώ κι εκείνος οι τελευταίοι που φεύγαμε από την μπάρα του Decadence. Όταν πια δεν υπήρχε Decadence, το ίδιο συνέβαινε στο Closer. Τα πίναμε και τα λέγαμε. Μιλούσαμε για τα πάντα. Είχε μάθει  ο ένας να ανακαλύπτει τον άλλον. Εγώ είχα κι άλλα συγκροτήματα στη ζωή μου, αλλά ο Θάνος δεν είχε τόσους πολλούς ανθρώπους. Συζητούσαμε πειρακτικά, σα να κάναμε έναν άτυπο, λεκτικό ανταγωνισμό αλλά σε ωραίο κλίμα, με πολλές αγκαλιές, κλάματα, φιλιά, αποχαιρετισμούς. Μιλούσαμε πολύ λίγο για μουσική αλλά μιλούσαμε πολύ για θέματα που δεν μιλούσα με άλλους ανθρώπους στα μπαρ δηλαδή για ποιητές, για το αλκοόλ, για παραισθήσεις. Βαριές κουβέντες με την ενίσχυση του αλκοόλ, που ας το παραδεχτούμε ήταν το βασικό συστατικό της σχέσης μας κι ελπίζω να μην ακούγεται άκομψο αυτό. Για κάποιο δικό του λόγο με φώναζε Όσκαρ Ουάιλντ. Υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο σε όλο αυτό. Ήταν η σχέση δύο ανθρώπων που εκείνη την ώρα δεν ήταν τα Κρίνα, δεν ήταν ο Δασκαλόπουλος. Σα να βγαίναμε από τα σώματα μας και αντιμετωπίζαμε ο ένας τον άλλον με τελείως μεταφυσικό τρόπο. Α, για μεταφυσική μιλούσαμε πολύ και για τον θάνατο. Δεν μιλούσαμε για γήινα πράγματα. Δεν μπορώ να θυμηθώ ατάκες του. Αφού πέρασε η περίοδος του Closer, που είχαμε έρθει πολύ κοντά, είχα πια γνωρίσει και τη γυναίκα του, ξαφνικά σταδιακά αραίωσε τις επισκέψεις του. Ο λόγος ήταν κάτι που δε μου επιτρέπεται να το πω. Αποσύρθηκε από τη νυχτερινή ζωή, πολλά χρόνια πριν από τα δύο τελευταία που έμαθε τι του συνέβαινε. Τον έβλεπα αραιά και που στο Floral και στους δρόμους των Εξαρχείων. Ήταν όμως τρομερά αλλαγμένος. Είχε αλλάξει η συμπεριφορά του απέναντι μου αλλά κι απέναντι και σε άλλους ανθρώπους. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση όλο αυτό. Κι έτσι έσβησε σιγά σιγά μέχρι που δεν τον έβλεπα καθόλου. Είχα πάει σε άπειρες συναυλίες των Διάφανων Κρίνων αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, ε; Ήταν από τους καλύτερους συντρόφους βράδια αμέτρητα σε κουβέντα και αλκοόλ. That ‘s about it.