14_08AM33504

Γιώργος Κοροπούλης, Κατερίνα Σχινά στα γραφεία του Τέταρτου, αρχές του 1986.

Μιλώντας για το “Τέταρτο” – το “Τέταρτο” της πρώτης περιόδου – μιλάω για τα νιάτα μου και για τους φίλους μου: αυτούς με τους οποίους στήσαμε κάτω από την τρυφερή, την εύθυμη, την αυστηρή κάποτε σκέπη του Μάνου Χατζιδάκι το «Τέταρτο», που εκείνος το έβλεπε σαν συνέχεια της περιπέτειας του Τρίτου Προγράμματος της Ραδιοφωνίας – και που δεν ήταν παρά μια γιορτή της πολυφωνίας, μια ευτυχισμένη συγκυρία που διάνοιγε πεδία αυτογνωσίας και ελευθερίας. Και μιλώντας για τους φίλους μου, ανακαλώ (υποκύπτοντας, θέλοντας και μη, στην ανθυγιεινή σαγήνη της νοσταλγίας που τόσο απεχθανόταν ο Χατζιδάκις) τις συζητήσεις, τα γέλια, τα ξενύχτια μιας ευφορικής περιόδου, αλλά και τη μελαγχολία της ματαίωσης, το σοκ της πρώτης, από τις πολλές, διαψεύσεις που θα στοίχειωναν, στα μετέπειτα χρόνια, επαγγελματικό, κοινωνικό, πολιτικό μας βίο: τα υβριστικά εναντίον μας δημοσιεύματα της «Αυριανής», «καιροσκοπικά σοσιαλίζοντος ερπετού με τη μορφή εφημερίδας» κατά τον Μ.Χ, την δυσανεξία ορισμένων «αριστερών» εντύπων απέναντι στο «Τέταρτο» (ναι, ανάμεσά τους ήταν το «Αντί» και ο «Σχολιαστής»), τα δηλητηριώδη σχόλια “διανοουμένων” που τότε κατήγγειλαν το περιοδικό ως “όργανο των πολυεθνικών” αλλά στη συνέχεια αποδείχθηκαν ιδιαζόντως ενδοτικοί στην γοητεία της εξουσίας, την αποχώρηση, τέλος, του Μάνου Χατζιδάκι από το περιοδικό, πριν καλά-καλά συμπληρωθεί χρόνος από την εμφάνισή του στα περίπτερα. Ήταν λοιπόν, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, στη διεύθυνση της σύνταξης, ο Δημήτρης Καλοκύρης, στην καλλιτεχνική διεύθυνση, ο Γιώργος Κοροπούλης, ο Αντώνης Κυριαζάνος, η Ειρήνη Λεβίδη, ο Πολυδεύκης Παπαδόπουλος, η υπογράφουσα, ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, η Τζούλια Τσιακίρη, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στη συντακτική ομάδα, ο Γιώργος Μπράμος, ο Νίκος Σαββάτης, ο Μισέλ Δημόπουλος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, η Ιωάννα Καρυστιάνη ως εικονογράφος, ο Γιάννης Καλαϊτζής που εμπιστεύτηκε στο «Τέταρτο» ένα από τα πλέον βέβηλα, ανατρεπτικά κόμικ του, ο Τάσος Βρεττός, ο αγαπημένος φωτογράφος του Χατζιδάκι, κι άλλοι πολλοί συνεργάτες – πάρα πολλοί για να τους απαριθμήσω.

Γιατί αυτό ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις:  ένας θηρευτής του έκκεντρου, που χρησιμοποιούσε την παραδοξότητα ως μέσο σχολιασμού της ίδιας της δημοσιογραφίας και της κίβδηλης σοβαροφάνειάς της.

Περνούσαμε ωραία στο “Τέταρτο”· θα μπορούσα να αραδιάσω ένα σωρό ανέκδοτα από εκείνη την εποχή, όμως η ανεκδοτολογία δεν είναι το φόρτε μου. Θυμάμαι, ωστόσο, μακροσκελείς συσκέψεις – και στα γραφεία της οδού Βουκουρεστίου, όχι μόνο στο GB Corner – όπου ο Χατζιδάκις μας ανέθετε τα πιο εξωφρενικά καθήκοντα: όπως ένα ρεπορτάζ για τον τρόπο που ερωτεύονται οι νέοι ανά την Ευρώπη (μοίραζε μάλιστα τις χώρες ανάμεσά μας, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός, όπως την είχε τουλάχιστον αντιληφθεί) ή ένα άρθρο με τίτλο “Μια ράγκα για τον Ρατζίβ” που το παράγγειλε όχι από ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην Ινδία, αλλά οιστρηλατημένος από τη μουσικότητα της παρήχησης που του είχε έρθει στον νου στη θέα μιας φωτογραφίας του γιου της Ίντιρα Γκάντι, ο οποίος είχε πρόσφατα ανέλθει στον πρωθυπουργικό θώκο. Γιατί αυτό ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις:  ένας θηρευτής του έκκεντρου, που χρησιμοποιούσε την παραδοξότητα ως μέσο σχολιασμού της ίδιας της δημοσιογραφίας και της κίβδηλης σοβαροφάνειάς της.

΄Ημασταν εκεί γιατί διεκδικούσαμε την αιρετικότητα της παρουσίας μας, γιατί πασχίζαμε να αρθρώσουμε ένα λόγο που θα αναστάτωνε τις τακτοποιημένες κατηγορίες, θα οργάνωνε  τα επιχειρήματά του ενάντια στην προφάνεια, θα εγκαθιστούσε ένα διαφορετικό πεδίο ορατότητας της ζωής, της πολιτικής, της τέχνης.

Είπα στην αρχή πως μιλώντας για το ‘Τέταρτο’ αναγκαστικά θα μιλήσω για τους φίλους μου – γιατί φίλοι μου έμειναν οι περισσότεροι από εκείνη την πρώτη ομάδα.  Δεν είναι ότι ταυτίζονταν πάντοτε οι απόψεις μας· διόλου δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις, οι συγκρούσεις, οι πικρίες. Όμως συναντιόμασταν στη βάση ενός κοινού αιτήματος, που δεν έπαυε να είναι, βαθύτατα και ουσιαστικά πολιτικό: «μέσα μας ζητούσαμε κάτι πιο πλατύ και πιο πραγματικό να μας εκπροσωπήσει», καθώς έγραψε ο Χατζιδάκις στο 7ο τεύχος του «Τέταρτου», κάτι που δεν είχε σχέση με συγκεκριμένα κόμματα και παρατάξεις, κάτι που απείχε τόσο «από τη γαλάζια γενιά των αναψυκτηρίων», όσο και από τη «σοσιαλιστική επιπολαιότητα και σοβαροφάνεια» της τότε κυβέρνησης, κάτι πολύ απλό και γι’ αυτό αυταπόδεικτο, απεριχώρητο, αναμφίλεκτο: το δικαίωμα στη σκέψη, την κριτική, την αμφισβήτηση. ΄Ημασταν εκεί γιατί διεκδικούσαμε την αιρετικότητα της παρουσίας μας, γιατί πασχίζαμε να αρθρώσουμε ένα λόγο που θα αναστάτωνε τις τακτοποιημένες κατηγορίες, θα οργάνωνε  τα επιχειρήματά του ενάντια στην προφάνεια, θα εγκαθιστούσε ένα διαφορετικό πεδίο ορατότητας της ζωής, της πολιτικής, της τέχνης.

Δεν το κατορθώσαμε. Η εποχή άλλαζε κι εμείς δεν την προλαβαίναμε: έθετε καινούργιες αξιοδοτήσεις, απορροφούσε ολοκληρωτικά τον χρόνο του στοχασμού, του αναστοχασμού, του αυτοπροσδιορισμού και της συλλογικότητας, οδηγούσε στην ιδιώτευση, στην κουλτούρα του life style, στον γιαπισμό, στην βασιλεία του μοναδιαίου ανθρώπου. Το «Τέταρτο», μετά τον Μάνο Χατζιδάκι, μετεξελίχθηκε σε ένα επαγγελματικό «πολιτιστικό» περιοδικό, απομακρυνόμενο σταδιακά από την συνομιλητικότητα, την συναυτουργία. Όμως, όσο υπερθερμαίνεται ο επαγγελματισμός, τόσο ψυχραίνεται η συμμετοχή – και τότε τελειώνουν οι όμορφες περιπέτειες, όπως ήταν το «Τέταρτο», για όσους είχαν την ευκαιρία να το ζήσουν.