scan 001

ΜΗ ΜΑΣ ΞΑΝΑΜΙΛΗΣΕΙΣ

Μην ξαναφέρεις την άνοιξη με τα χείλη σου

μη μας ξαναμιλήσεις

είναι πικρά τα όνειρά μας

είναι μετρημένα τα βήματά μας

κοιμόμαστε με δυο στάχυα ψωμί

με λίγη δανεική χαρά απ’ τα μάτια της αδελφής μας

δεν αντέχουμε πια στη χαρά

εμείς που δεν μοιράζουμε τη λύπη μας με κανέναν

εμείς που δεν έχουμε καιρό ούτε ν’ αγαπηθούμε.

ΚΥΝΗΓΟΣ

Η δίψα του μεσημεριού μού δίδαξε τα χείλη

το μονοπάτι μ’ άφησε στην τελευταία πηγή

πέρασε πια τα σύνορα της πίκρας μου η φυγή

ιχνηλατώντας την κραυγή του περασμένου Απρίλη.

ΙΔΟΥ ΙΠΠΟΣ ΧΛΩΡΟΣ

Όποιος έχει ρίζα σε κορυφή λόφου ή σε κοχύλι πελάγους

ας ακούσει.

Ομιλώ για τους ανέμους που δεν δέχτηκαν προσανατολισμό.

Ομιλώ για τα πριν απ’ τη φωνή μου

και τα πριν απ’ τη φωνή της φωνής μου

Στην πρωτότοκη πέτρα πριν χάσει τα φτερά της.

………………………………

Ότι περιφρόνησες τη σιωπή μου σε έρημα μονοπάτια

ταχύνοντας το βήμα σου.

………………………………

Και αποπλάνησες τ’ αγριοπερίστερα των βράχων μου

με αποστάσεις θανάτου.

………………………………

Έχω κατά σου ότι είδες τα πουλιά μου να περνούν

και δεν άφησες κραυγή προσανατολισμού.

Είδες τα ίχνη μου στο χώμα

και τα εκάλυψες με άσφαλτο.

Είδες τ’ αποτυπώματά μου στο νερό

και οδήγησες κοπάδια αλόγων.

Είδες τα ίχνη μου στις παλάμες σου

και εξόρισες τα χέρια σου σε γη ανοήτων.

Αλλ’ ιδού έρχομαι από ώρα σε ώρα

από χιλιάδες μικρές κορφές θα ξεπροβάλω.

Και δεν θα ‘χεις χέρια για ν’ ανοίξεις δρόμο

στον άνεμο που θα με περιβάλλει

ούτε λόγια να συγκρατήσεις τους ιστούς του σώματός σου

που θα έρχονται προς με.

………………………………

Ιδού ίππος μέλας δεν υπάρχει

σύννεφο να σε κρύψω.

Ιδού ίππος χλωρός δεν υπάρχει

χλόη ν’ αναπαυτείς.

………………………………

Έλα με στολή κυνηγού

να ξεγελάσεις τους φύλακες.

………………………………

Έλα, τώρα που η λύπη μου τη λύπη σου

ευαγγελίζεται…

ΕΦΕΔΡΕΙΕΣ

Έρχονται τα μηνύματα απ’ ολούθε·

μ’ εγκαταλείπουνε φρουρές και φίλοι…

Μα έχω εφεδρείες, θ’ αντισταθώ. Μου παραστέκονται

οι αδέσποτοι των Βριλησσίων οι σκύλοι…

scan 002

ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

Δεν πρόλαβε το λογικό να λάβει γνώση

να πέσει στο νερό και να τον σώσει…

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΔΗΜΙΑ

Κάθε Οκτώβρη αποδημώ εντός μου

και παύω να ‘μαι ο εαυτός μου·

κι όταν στο καταχείμωνο γυρίζω

άλμη, φιδόχορτο και ρίγανη μυρίζω.

Μα οι τελώνες υποψιάζονται πως πήγα

πέρα από Θούλη κι Ατλαντίδα…

Κι ενώ με ανακρίνουν με υπερήχους

και πιάνουν όλους τους λαθραίους μου στίχους

και τα εντός μου ένα ένα τα δηλώνω

και τους δασμούς με πρόστιμα πληρώνω,

στο τέλος τούς παραπλανώ, με την απλή αλήθεια

—κι έτσι πληρώνουν της κακίας τους τα επίχειρα—

όταν τους λέω —χωρίς ποτέ να με πιστεύουν—

πως το ταξίδι είναι μόνον Κύθηρα-Αντικύθηρα…

Η ΠΟΙΗΣΗ

Ποια είσαι συ

που πηγαινοέρχεσαι ξυπόλυτη μέσα μου

ταλαιπωρώντας με άγνωστα ρεύματα τις αίθουσες…

Πώς βρέθηκες

από Ιούλιο στις αρχές του Οκτωβρίου,

χωρίς να σε πιάσουν οι σκοπιές

κι οι καύσωνες λεγεώνες του Αυγούστου…

Με ποια εξουσία

καθυστερείς κι αστυνομεύεις πρωτοβρόχια…

Επιτέλους, τι χρόνος, τι εποχή,

τι ώρα είσαι, για να σε συναντήσω…

ΑΓΓΕΛΙΗ, ΕΛΙΚΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ, ΑΛΙΚΗ

Βρήκα ένα όνομα κρυμμένο μέσα στο όνομά σου

και τώρα, ερήμην σου, όποτε θέλω σε καλώ.

Όμως μη φοβού. Τίποτα δεν θα πάρω

του κόσμου του δικού σου, καθώς,

ξυπόλυτος και μόνον όταν λείπεις,

τα Σαββατόβραδα, για κάνα ψίχουλο,

θα μπαίνω απ’ τα παράθυρα του νου σου.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Μένοντας χρόνια στην οδό Δωδεκανήσου

στο τέλος πίστεψε πως κατοικούσε επί νήσου.

Κι έτσι, έγινε το θαύμα. Μια νύχτα με φεγγάρι,

αυτοπροσώπως ήρθε η παλίρροια να τον πάρει.

ΥΣΤΑΤΗ ΠΡΑΞΗ

Λίγο πριν φύγω θ’ ανακρίνω όλους τους στίχους μου

και άτεγκτος μαζί τους θα φανώ.

Χρόνια υποψιάζομαι πως μου ‘κρυψαν

ολόκληρο ουρανό.

Θα τους χωρίσω τον έναν απ’ τον άλλονε

ακόμα και τους τίτλους θ’ ανακρίνω

και όποιον βρίσκω πως η γλώσσα του διχάλωνε

χωρίς φεγγάρι και νερό θα τον αφήνω.

Κι όταν εντοπιστούν οι ύποπτοι,

σε συλλαβές, σε γράμματα, σε λέξεις

θα τους τεμαχίσω.

Στα υπόγεια του νου μου πατώντας και συνθλίβοντας

ό,τι μου πήραν θα το πάρω πίσω.

Και μοναχά την ύστατη στιγμή,

καθώς θα χάνεται, λόγος, ρυθμός και βήμα,

με το δικό μου θ’ ανακατέψω αυτά τα πτώματα

μήπως και βγει κανένα ποίημα.

ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΤΑΦΗ

Ενθάδε κείται ο ποιητής Ζερβός

γρήγορος, που του άρεσε να φαίνεται αργός

στίχων γυμνών, θητών και πελταστών αρχός

αετός στο ξέφωτο, στο λίγο φως ασβός

αυλιάς στο πέλαγος, στα ξέβαθα σαργός

δήλος στα άδηλα, στα δήλα μυστικός

στους πρώτους έσχατος, στους έσχατους εμπρός

τώρα άνεμος είναι στα κατάρτια της Αργώς.

scan 003

Για τη ζωή του

Η διάνοιξη του νέου κόμβου Αθήνας-Τριπόλεως έθεσε τέλος στο μαρτύριο της παλαιάς εθνικής οδού. Τότε που η πορεία προς το νότιο άκρο του Λακωνικού κόλπο, τις παραλίες της Χαραχιάς, της Πυλάς και το ψαροχώρι του Αρχαγγέλου έμοιαζε πραγματικά με κατάβαση. Η παλιά μαύρη Mercedes 190 περνούσε μέσα από το Άργος και ξανοιγόταν στις στροφές του Αχλαδόκαμπου, με μια πεισματική επιθυμία: να μετατρέψει την κατάβαση σε ανάβαση. Ανάβαση προς τον τόπο της παιδικής ηλικίας: τις μνήμες, τα βιώματα, τις πρώτες παραστάσεις. Μα ήταν η μόνη διαδρομή που συναιρούσε αποφασιστικά το εδώ με το εκεί. Το εδώ του αστικού βίου, των δικογράφων, των κοινωνικών συμβάσεων, των ιδεολογικών ορίων. Το εκεί της καταγωγής, της φύσης, της ταπεινότητας. Έτσι ώστε η κυκλοθυμία που ελλοχεύει στα ζεύγη των αντιθέτων (ανάβαση-κατάβαση, εδώ-εκεί) να βρίσκει πάντα μια φυσική διέξοδο: στη θάλασσα, στη  ελευθερία.

Ένα βιογραφικό σημείωμα για τον ποιητή Τάσο Ζερβό, που θα επιχειρούσε μία ανάπτυξη πέραν των χρονολογικών περιορισμών, του καταναγκασμού των γεγονότων και του πειρασμού των εντυπώσεων, δεν θα μπορούσε παρά να συμπεριλάβει τους όρους αυτούς: καταγωγή, φύση, ταπεινότητα, θάλασσα, ελευθερία. Θα έπρεπε, με άλλα λόγια, να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή: Αθήνα, Άργος, Τρίπολη, Σπάρτη, Άγιος Δημήτριος, Χαραχιά, ή την άλλη, τη δύσβατη, που πλαγιοκοπεί τον Πάρνωνα, βαδίζοντας παράλληλα με τη θάλασσα.

Ένας συνεπής βιογράφος (η προσωπική μου σχέση με τον Τάσο Ζερβό υπονομεύει συστηματικά αυτόν τον ρόλο) θα ξαναδιάβαζε τα βιβλία εκείνα που ξαγρυπνούσαν για καιρό στο προσκεφάλι του: τους Προσωκρατικούς, τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, τους Παράλληλους βίους του Πλούταρχου, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, το Κεφάλαιο του Μαρξ, τη Διαρκή επανάσταση του Τρότσκι. Και θα επέμενε κυρίως στις επείγουσες, στοχαστικές σημειώσεις του που γέμιζαν ασφυκτικά τα περιθώρια των σελίδων τους· πάνω, κάτω, αριστερά, δεξιά. Θα απομνημόνευε τον ιστορικό Καβάφη, θα υποκλινόταν στον σατιρικό Καρυωτάκη και θα ακουμπούσε αναπαυτικά στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου. Θα μοιραζόταν την αγάπη του για την Ιστορία, την εμμονή του στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και θα αναβίωνε το παράδειγμα του Καντ: ο εκούσιος εγκλεισμός στη γενέθλια πόλη, την ιδιαιτέρα πατρίδα, ερμηνεύεται επίσης με την ευστροφία ενός ψυχικού ελάσματος, που, αδιαφορώντας για τα ταξίδια, μεταθέτει διαρκώς την περιπέτεια σ’ ένα πεδίο εσωτερικό. Η εξάρτηση του Τάσου Ζερβού στις προσταγές αυτής της περιπέτειας ήταν ασφαλής και λιτή. Γιατί λιτότητα, οικονομία και γενναιοδωρία τον δίδαξε η φύση.

Στο τελευταίο της ταξίδι η παλιά Mercedes 190 αγκομαχά. Πρέπει να συμπεριλάβει στις αποσκευές της αγκίστρια και πετονιές, παραγάδια και δολώματα, ψάθες για το μικρό εξοχικό σπίτι της Χαραχιάς, βιβλία παλιά και καινούρια, λίγα ρούχα, μια καλολαδωμένη Φάριμαν για το Λαβράκι και μια αξιοσημείωτη ικανότητα για αυτοσχέδια στιχουργήματα, σατιρικά και σκαμπρόζικα, από τα οποία δεν ξέφευγε κανείς. Ούτε ο εαυτός του.

Πρέπει να συμπεριλάβει το χαμόγελο της μητέρας, την έγνοια του πατέρα, το ήθος των αδελφών, το αποτύπωμα στη μνήμη των ανιψιών και τα μάτια της Ιουλίας. Κυρίως αυτά. Προς τα οποία ο Τάσος έφευγε. Ολοένα και συχνότερα. Πρέπει αναγκαστικά να μεταφέρει κάποιες ημερομηνίες: 1935, 6 Ιουνίου. Γεννιέται στον Πειραιά από τον Χαράλαμπο Ζερβό και την Αικατερίνη Παπαδάκη. 1940. Καταφεύγει με την οικογένειά του στο χωριό της μητέρας του, στο δημοτικό σχολείο του οποίου μαθαίνει τα πρώτα γράμματα. 1945. Επιστρέφει στον Πειραιά και τελειώνει το Ράλλειο δημοτικό σχολείο. 1947-1953. Φοιτά στο Α΄ Πρότυπο Γυμνάσιο Πειραιώς. 1953. Εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοιτά τέσσερα χρόνια αργότερα. 1964. 24 Σεπτεμβρίου. Παντρεύεται την Ιουλία Καρυωτάκη, κόρη του Παύλου Καρυωτάκη και της Άννας Λαγούδη. 1993. Συνταξιοδοτείται μετά από 35 χρόνια θητείας στο δικηγορικό σώμα, στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας διετέλεσε νομικός σύμβουλος του Εθνικού Καποδιστριακού Ιδρύματος Νεότητας. 1995, 26 Δεκεμβρίου. Ο θάνατος διακόπτει αιφνίδια το νήμα της ζωής του.

Στον χώρο αυτό —που «κάλλιστα προσήκει— μένει να τοποθετηθούν με κάποια τάξη τα ποιήματα και τα πεζά του. Όλα εκδομένα με δική του δαπάνη, εκτός εμπορίου: Η πορεία των ίσκιων (1956), Μορφές και σύμβολα (1957), Η ρίζα του ήλιου (1960), Η μεγάλη έρημος (1962), Άψινθος (1965), Η πορεία των ίσκιων ΙΙ (1966, συγκεντρωτική επανέκδοση των προηγούμενων συλλογών), Εκφατνίσματα (1970), Ποιήματα 1956-1980 (Αθήνα, 1980), Πάραλος (1981), Ξύλινα τείχη (1987), Προσωπογραφίες ή Το μεσιανό κατάρτι (μεταθανάτια έκδοση της τελευταίας συλλογής του, Αθήνα 1996). Και μαζί τα δύο μυθιστορήματα Επί των ορίων (1968), Ο βασιλιάς Κλεομένης (α΄ έκδ. 1979, β΄ έκδ. 1983), η νομική μελέτη Ανάγκη ενισχύσεως της δικαστικής (1968) και η συλλογή διηγημάτων Γιατί γελούσε ο Μύσωνας (1980), στις σελίδες των οποίων γέρνει αινιγματικά ο ίσκιος του αυτόχειρα συμφοιτητή, Νίκου Πουλαντζά.

Το ταξίδι στη μνήμη συνθέτει μια εμπειρία χρονική. Το εδώ και το εκεί αλλάζουν τόπο, μεταφέρονται στον χρόνο. Στην ποιότητα του άπιαστου, του ανέφικτου, στο κυνηγητό των αναμνήσεων. Αν καταφέρουμε να αδράξουμε μία, οποιαδήποτε, αντιλαμβανόμαστε ασθμαίνοντας ότι μας έχουν ξεφύγει όλες οι άλλες. Από αυτήν την άποψη οι αναμνήσεις συγγενεύουν με τις φευγαλέες μορφές του ονείρου: Η παλιά μαύρη Mercedes περιμένει στο πλάι. Ακίνητη. Από τις ανοιχτές πόρτες της επιβιβάζονται πολλοί: Όλοι όσοι γνώρισαν τον Τάσο. Όσοι αγάπησαν τα ποιήματά του. Όσοι ευεργετήθηκαν από την παρουσία του. Καθένας μας θα έγραφε αλλιώς την ιστορία του. Καθισμένος στο τιμόνι, ο Τάσος χαμογελά.

Άγιος Δημήτριος Μονεμβασιάς, Σεπτέμβριος 1996

Χρήστος Αγγελάκος, «400 km με μια παλιά Mercedes», Εντευκτήριο, τεύχος 41/2, Δεκέμβριος 1997.

scan 004

Για τον ποιητή

[…] Είναι μεγάλη χαρά να μιλάς δημοσίως για φίλους· μα τούτη η χαρά νοθεύεται, γίνεται μελαγχολία και πίκρα, όταν οι φίλοι έχουν φύγει για πάντα από κοντά μας. Πάντως σήμερα κρατούμε στα χέρια τον εντυπωσιακό τόμο με όλα τα ποιήματα του Τάσου Ζερβού, καλή αφορμή για να τον ξαναδιαβάσουμε — παλαιότεροι και νεότεροι αναγνώστες. Πρόκειται για έκδοση πολλαπλώς προικισμένη: Για μιαν ακόμη φορά είναι εμφανής η γνωστή και καταξιωμένη φιλοκαλία του εκδότη — το μεράκι του μάστορα Χρίστου Μανουσαρίδη, παλαιού φίλου και μόνιμου τυπογράφου των περισσότερων βιβλίων του Τάσου· η στοργική, μα κάποτε ελλειμματική φιλολογική επιμέλεια του άλλου φίλου του, του ποιητή και μεταφραστή Άγγελου Παρθένη. Έχω την εντύπωση ότι ο Ζερβός είναι και πάλι ανάμεσά μας, ίσως διαρκέστερα αυτή τη φορά, άλλοτε τρυφερός και ευαίσθητος, άλλοτε οργισμένος και είρων.

[…] Τα συμφραζόμενα των καιρών ανιχνεύονται και στα ποιήματα του Τάσου. […] Η φυγή, επομένως, το ταξίδι, η αναζήτηση μιας άλλης, πιο γνήσιας και πιο ουσιαστικής πραγματικότητας, αναδεικνύεται σε κοινό τόπο και αποτελεί γνώρισμα στους περισσότερους ποιητές της ίδιας γενιάς. Και, βέβαια, ένας ποιητής που ζει και ανδρώνεται στον Πειραιά έχει άπειρες αφορμές να εκμεταλλευτεί ως διέξοδο, μα και ως ποιητικό υλικό, τα στοιχεία και την κίνηση του λιμανιού, σπάζοντας έτσι τα δεσμά της λιμνασμένης, ακίνητης ζωής.

[…] Λέγεται συχνά πως ένας ποιητής καταξιώνεται αν γράψει, μερικά έστω, καλά ποιήματα που θα μείνουν. Ποιήματα του Τάσου Ζερβού όπως « Το Waal από το Rotterdam», «Η πορεία των ίσκιων», «Ο Αγκαστύα», ο « Χρησμός», ο «Μονόλογος», «Η περίπολος του Θωμά Ιντζέ», το «Ιδού ίππος χλωρός», το «Δοκίμιο πάνω στη σιωπή», ασφαλώς ανήκουν στα καλά ποιήματα που θα μείνουν. Δεν ξέρω αν μεροληπτώ — και δεν θέλω να είμαι αμερόληπτος. Έζησα για περίπου πενήντα χρόνια με την ποίηση του Τάσου, τον παρακολούθησα στις καλές και στις κακές στιγμές του· στις δικές μου δύσκολες ώρες μου παραστάθηκαν οι στίχοι του και με στήριξαν. Αν κάνω λάθος, δεν μετανιώνω. Ο στίχος του που σημάδεψε τη ζωή μου —και όχι μόνον τη δική μου— τα λέει όλα:

Κι αν είν’ αργά κι αν είν’ ο δρόμος λαθεμένος

έτσι τον ήθελα το δρόμο μου να βγει.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «“Η εκκρεμής φωνή” του Τάσου Ζερβού», Ιχνογραφία, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007.
Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι και οι βράχοι έχουν καρδιά. Και υπάρχουν άνθρωποι που η καρδιά τους είναι πιο σκληρή κι από έναν βράχο: η ύπαρξη αυτών των δύο αντικειμενικοτήτων κάνει δύσκολη τη ζωή και των μεν και των δε· ιδιαίτερα των πρώτων. Γιατί αυτοί ζουν με τη συνείδηση του κενού που δημιουργεί η έλλειψη πλατιάς και αληθινής επικοινωνίας με τους ανθρώπους, οι άλλοι υφίστανται οπωσδήποτε (στον ένα ή τον άλλο βαθμό) τις συνέπειες αυτού του κενού, μολονότι δεν μπορούν να λάβουν συνείδηση της πραγματικής του αιτίας.

Ο Ζερβός ασφαλώς ανήκει στους πρώτους. […] Είναι ποιητής μελαγχολικός, σχεδόν κυριαρχεί στην ποίησή του ο έλεγος, γιατί είναι η ποίηση άκρως ευαίσθητη όχι μόνο στον θάνατο καθ’ εαυτόν, αλλά και σε μια ζωή που είναι σαν θάνατος. […] Με το γκρίζο του θανάτου ή μιας ζωής σαν τον θάνατο να χρωματίζει τους στίχους του. […] Με τον καιρό, η σχεδόν μεταφυσικά διατιθέμενη κοινωνική αγωνία του παίρνει, στην ποίησή του, και τόνους και τρόπους έκφρασης που θα τους έλεγα ευθύτερα πολιτικούς:

Θα ‘ ρθουνε προς το τέλος του αιώνα

ανάμεσα σε καλοκαίρι και χειμώνα…

Έρποντας να προσκυρώσουνε τον τόπο

που δεν τον πότισαν ούτε με αίμα ούτε με κόπο…

Θα ‘ ρθουν από ανατολή και δύση

και από νότο, που θα ‘χει πια μηδίσει…

(Ένα μονάχα δώσε, Θε μου, να μη λάχει:

να μην τελειώσει ο τόπος τούτος δίχως μάχη…)

Μ. Γ. Μερακλής, «Η τρωκτική αγωνία του Τάσου Ζερβού», Εντευκτήριο, τεύχος 41/2, Δεκέμβριος 1997.

Τα ποιητικά άπαντα του Τάσου Ζερβού κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.