1. ΤΟ ΧΑΛΙ
το χαλί

Αυτοί είχαν στρώσει ένα χαλί στη οροφή της καρότσας. Το «Ντάτσουν»: σπίτι, μαγαζί, εξοχικό και παιδική χαρά μαζί.

Ένα χαλί αντί για τέντα, πάνω στην αλουμινένια την οροφή. Ένα χαλί για κρεβάτι, για μπουσούλημα ή και πάγκος ν΄ απλώσεις την πραμάτεια.

Δευτέρα πρωί και οι Τσιγγάνοι ανέβαιναν την οδό Σταδίου με τα καρπούζια και τα τρία ξυρισμένα κεφάλια των αγοριών,   γυαλιστερά στον πρωινό ήλιο.

Την Κυριακή στο Ζεφύρι το είχαν πλύνει καλά και το είχαν απλώσει στην παράκαμψη της Αττικής Οδού για να στεγνώσει. Πολλά χρωματιστά χαλιά, απλωμένα στον ήλιο να στεγνώσουν, να μετριάζουν τη θλίψη της επιστροφής των εκδρομέων της Κυριακής, τη θλίψη που καιροφυλακτεί στο χαλάκι της εισόδου μιας σκονισμένης και μονοδιάστατης καθημερινότητας.

  1. ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΣΤΑΔΙΟΥ
ΟΙ ΜΟΙΡΕΣ

Ανέβαινε την οδό Σταδίου, φοιτήτρια και ανηφόριζε με βήμα ζωηρό τον παλιό χιλιοπερπατημένο δρόμο. Ομόνοια Platz του ’80 με τους κοντόχοντρους φοίνικες του Τρίτση στις γωνιές, να φυλούν τα μπόσικα της πλατείας. 

Οι Τσιγγάνες είχαν μόλις στρίψει την Εμμανουήλ Μπενάκη και κατέβαιναν ψηλές, με δακτυλίδι μέση, μάτι τσακίρικο, φούστες μακριές κλαρωτές, ευτυχισμένες, σκέφτηκε και χαμογέλασε. 

Ήταν τέσσερις, μπορεί και πέντε, δε θυμάται καλά. Τύφλα να έχει η Laura Ashley και οι φούστες που της επέβαλλε η μάνα της από κοριτσάκι. Στη μέση της τσιγγάνικης συντροφιάς, η πιο όμορφη κρατούσε στην   άκρη των δακτύλων της ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. «Να σου πω τη μοίρα σου, να σου πω το ριζικό σου»,  πήγε να πει η γηραιότερη της παρέας. Αλλά η μικρότερη τη σκούντησε με νόημα και προχώρησαν προς τον σταθμό του ηλεκτρικού.

Πολλά χρόνια αργότερα  με το ταγεράκι σφιχτά κουμπωμένο στη μέση της, ανηφόριζε και πάλι την οδό Σταδίου. Ξέγνοιαστη και ανάλαφρη δεν ήταν τούτη τη φορά. Είχε βαρύνει σαν πολυφορτωμένο φορτηγό, στροφή και αγκομαχητό, στροφή και ανάσα. Πιεσμένη χαλκομανία η καθημερινότητα και το τηλέφωνο να χτυπά, σημαίνοντας επικείμενους θανάτους.

«Ο πατέρας σου πονάει, αν μπορείς έλα από εδώ.»

«Η μάνα σου έχει αδυνατίσει να με υπηρετεί μέρα νύχτα.»

Το παιδί με πυρετό, δεν είχε κοιμηθεί καλά το βράδυ και η ημέρα προβλεπόταν μακριά και δύσκολη, πώς θα τα κατάφερνε; Δεν ήξερε.

Ανηφορίζοντας την οδό Σταδίου με τα κλειστά τώρα πια μαγαζιά, αντίκρισε για άλλη μια φόρα τον άστεγο που στριμωγμένος μπροστά στο πεζούλι της βιτρίνας, στη Στοά Αρσακείου κοιμόταν του καλού καιρού, σε ύπνο γλυκό και ατάραχο παρ’ όλη την πρωινή την κίνηση που όλο πύκνωνε και μάρσαρε στην ανηφοριά. Πάνω του είχε ριγμένη μια μάλλινη, σκοτσέζικη, καρό κουβέρτα. Στάθηκε ένα λεπτό αδιάκριτα, να παρακολουθήσει την αναπνοή του, ζήλεψε την ηρεμία του και συνέχισε.

Πού φτάσαμε; μονολόγησε; Τι μοίρα ακολουθεί τον καθένα μας; Πού ήταν εχθές αυτός ο γλυκός άνθρωπος που κοιμάται σήμερα στο δρόμο και μοιάζει ανέφελος; Τι ημέρα τον περιμένει; Τι μας περιμένει; Τι στο καλό δεν της είχαν μολογήσει οι Τσιγγάνες των νεανικών της χρόνων;

Συνέχισε και σε λίγο έφτασε στο γραφείο. Nαι, θα έκανε το καλύτερο, ναι, αυτή θα έκανε πάντα το καλύτερο δυνατόν!

  1. ΔΙΑΚΟΠΕΣ 

Από τις 11 Αυγούστου το είχε παρατηρήσει στην κολόνα της πλατείας το χαρτί . «Διακοπές ο Κουλουράς».  Κόκκινος μαρκαδόρος πάνω σε άσπρο χαρτί, ίσα που διακρινόταν στο χάος της πλατείας.  Έτσι μήπως και κάποιος τον αναζητούσε, έτσι απλά για να υπάρχει.

Είχε εξαφανίσει το καλάθι και την καρέκλα, μόνο το χαρτί έμενε να θυμίζει τη θέση του.

Δέκα μέρες μετά, μεσοβδόμαδο και να που πάλι είχε στήσει την πραμάτεια πρωί-πρωί στη μέση του δρόμου κάτω από τη μαρμάρινη κολόνα. Το καλάθι σενιαρισμένο, η άσπρη ποδιά καθαρή και κάτω τα γνωστά απόνερα από το πρώτο συνεργείο καθαριότητας του Δήμου Αθηναίων, έτσι για να σκουπιστούν οι μαύροι ίσκιοι των πρεζάκηδων και το κόκκινο αίμα των εμπόρων. Και τσίχλες, τσίχλες πατημένες παντού, σαν βότσαλα σε βρόμικη ακρογιαλιά.

Κι όμως αυτός σήμερα έδινε με την επιστροφή του στον ανέκφραστο δρόμο ένα άλλο νόημα. Κόκκινα μάγουλα του αέρα των βουνών και το αετίσιο βλέμμα να θωρεί ακόμη τα Τζουμέρκα με τις βαθιές τις λαγκαδιές τους.

Στο πλαστικό ποτήρι δυο κόκκινα γαρίφαλα της φρεσκάδας της αυλής και της καλημέρας της γειτόνισσας.

«Φρέσκα κουλούρια», βροντοφώναξε.

Την αυριανή, τα κουλούρια πάλι εκεί ζεστά και μυρωδάτα, αλλά τα γαρούφαλα μαραμένα στο πλαστικό ποτήρι, όπως και το βλέμμα του κουλουρά.

Ακύρωσε την εντολή “Out of Office Assistant” και έκλεισε τον υπολογιστή. «Αυτό ήταν, άντε και του χρόνου με το καλό», μονολόγησε. 

  1. ΤΟ ΠΑΛΤΟ (Γύρω από μια φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, 1960)

 

ΤΟ ΠΑΛΤΟ

Είχε καταφέρει να τον έχει του χεριού της. Όλες οι νουθεσίες της μητρός και του σογιού της περί των πετυχημένων γάμων είχαν σχεδιαστεί και εφαρμοστεί επιτυχώς.

Το περιέφερε λοιπόν με καμάρι το λάφυρό της, λάφυρο μεταπολεμικό. «Το βασικό είναι να σε κοιτάει στα μάτια», της είχαν πει.

Είχαν παντρευτεί με συνοικέσιο παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1960 και ο διαμαντένιος αρραβώνας πετροκέρασο πάνω στο κομψό της δάκτυλο. Της τα είχε ψωνίσει όλα. Από τα μεταξωτά εσώρουχα, μέχρι τα λευκά, στο χρώμα του φίλντισι γοβάκια. Και σ’ ακριβά εστιατόρια την είχε σεργιανίσει και στα μπουζουκομάγαζα, αυτό που λέμε πρώτο τραπέζι πίστα. Την περιέφερε την κοκόνα του στην λαμπερή Αθήνα, σαν πορσελάνινη μπαλαρίνα κομψοτέχνημα, ξέρεις αυτές που στηρίζονται στο ένα πόδι και με το ένα χέρι ψηλά λικνίζονται στων κύκνων την λίμνη.

Τώρα σε μαγαζί μεγάλο εμπορικό, με την αίγλη του ονόματος στην επιχρυσωμένη ταμπέλα, τα κόκκινα χαλιά και τον υπάλληλο στο βιολί των υποκλίσεων, δοκίμαζε το ακριβό εγγλέζικο παλτό με την μεταξωτή φόδρα  και ένιωθε αυτή τη γλυκιά πολυτέλεια να την περιστοιχίζει.

Γυρίζοντας  το κεφάλι της για να δει πώς έπεφτε η μεγάλη πίσω πιέτα, είδε το ζευγαράκι να περνά έξω από τη βιτρίνα πιασμένο χέρι-χέρι, αψηφώντας τη βροχερή νύχτα.

«Να το πάρεις το παλτό», είπε ο σύζυγος, «μην κοιτάς την τιμή, εσένα ν’ αρέσει».

Στο ταμείο, με ξεφτισμένη ήδη την ούγια της χαράς της, η αγάπη θέλει δύο για να ζεσταθεί, σκέφτηκε και άνοιξε την πόρτα στον κρύο αέρα της οδού Σταδίου και της ζωής τους.

  1. Ο ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ

 

Ο ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ

Το μυαλό σαν πειραγμένη πυξίδα στριφογύριζε, στριφογύριζε δαιμονισμένα και η ανάσα κοβόταν στην ατέλειωτη ανηφόρα. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, αλλά ποια είναι τα πράγματα; Οι ερωτευμένοι γράφουν τα γυαλιστερά περιοδικά, δεν νοιάζονται για τον καιρό, κλισέ βέβαια αλλά είναι ώρες που κάτι τέτοια σ’ ακουμπούν και κάνουν το προσωπικό κενό να φαντάζει αλλιώς.

Κι όμως τώρα τα πράγματα φαίνονταν ιδιαιτέρως σοβαρά. Πάμε για το μεροκάματο, την επιβίωση; Όχι βέβαια την προσωπική, το ξέρουμε και ας μην το βροντοφωνάζουμε. Συγκεντρώσου, σε λίγο φτάνεις. Η νέα υπάλληλος ίσως χρειάζεται καθοδήγηση. Θυμήσου και το γλυκό για την Κυριακή, αψώνιστα τόσες μέρες.

Ξαφνικά φούντωσε. Σταμάτησε να σκέφτεται και ν’ αναπνέει. Έριξε το βλέμμα δεξιά. «Βασανίζομαι», έγραφε στον τεράστιο λευκό ακάλυπτο, βασανίζομαι, σκέφτηκε. Ίσιωσε τη φούστα, έβαλε την τούφα πίσω από τ’ αυτί, κοίταξε το ρολόι. Ναι, εννιά παρά είκοσι πέντε, είχε αργήσει. Αυτή δεν έπρεπε να αργεί, αυτή θα έπρεπε να δίνει το καλό παράδειγμα.

Γυρίζοντας το κεφάλι αριστερά, το βλέμμα της συνάντησε τον φύλακα της εισόδου, χαμογέλασε φιλικά, καλημέρισε και μπήκε στο κτίριο.

Θα βασανιζόταν το δίχως άλλο. Πώς θα χωρούσε αλλιώς το «εντός» μέσα στ’ ακάλυπτο «εκτός» της βασανισμένης οδού Σταδίου;