Πριν από δύο χρόνια είχα γράψει ένα κείμενο για το θάνατο του πατέρα μου. Το κείμενο είχε δημοσιευθεί στο laternative.tumblr.com. Το αναδημοσιεύω για να τον θυμηθώ και γιατί πιστεύω πως κάπως έτσι μπορεί να γνωριστούμε καλύτερα. 

tumblr_inline_mfbz3pVtCt1qmc08h

Πριν από έναν χρόνο ο πατέρας μου πήρε για τελευταία φορά ταξί. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας έχασε για μια ακόμη φορά από το «τηλεφωνούμενο». Καλύτερα για αυτόν. Από το πίσω κάθισμα ανέβηκε για τελευταία φορά την Ναυάρχου Νικοδήμου, έστριψε στην Αμαλίας και μέσα σε μια βροχερή μέρα διέσχισε την Βασιλίσσης Σοφίας. Μέσα στο ταξί δεν γκρίνιαξε καθόλου. Όπως και καθ΄όλη τη διάρκεια της αρρώστιας. Γενναίος ενώ ήξερε αυτό που δεν συζητάγαμε. Τρίτη 20 Δεκεμβρίου του 2011. Πριν είχε προλάβει να κάνει την τελευταία του ωραία μανούρα. Με παρακαλούσε να πάω στο φαρμακείο να πάω να πάρω ένα φάρμακο γιατί «μια ουρολοίμωξη είναι βρε αγόρι μου, θα περάσει». Μετά τον στένευαν τα παντελόνια. Είχε μείνει πετσί και κόκαλο, δεν υπήρχε περίπτωση να τον στένευε ούτε παντελόνι μικρού παιδιού. Αλλά εκεί. Να γίνει η σωστή επιλογή μέχρι το τέλος. Κάθισε στην μπλε πολυθρόνα στο σαλόνι, έκανε μισό τσιγάρο, και κατέβηκε τα σκαλιά. Το συναίσθημα της απώλειας είναι τελικά μεγαλύτερο και από αυτό του έρωτα. Δεν περνάει, δεν μπορείς να το νικήσεις, ή θα ζήσεις μαζί του ή θα σε καταπιεί. Μια χαρακιά στο βλέμμα που δεν ξεκινά από πουθενά ούτε καταλήγει κάπου. Στέκεται εκεί μαζί σου και για πάντα, σε αναγκάζει να το συνηθίσεις και να το κάνεις μέρος της κοψιάς σου.

Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Χρειαζόταν να έχεις υπομονή. Πράγματα που ήθελαν πέντε λεπτά, αυτός τα έκανε να διαρκούν ώρες. Έτσι, για να σου δείξει ότι τα περισσότερα πράγματα, εδώ που ήρθες, θα γίνουν με τον τρόπο μου. Ήταν όμως χαρισματικός. Για όσους δεν τον γνώρισαν, θα τον περιέγραφα με τον χαρακτηρισμό «λόγιος» που είχαν τα βιβλία της ιστορίας στο σχολείο. Δαμάζοντας μ’ έναν παράξενο τρόπο τον ελιτισμό που παράγει η γνώση, τη μετέτρεψε σε μια στάση ζωής. Με τον ίδιο τόνο που σου έλεγε να “στύψεις τέσσερα λεμόνια, να καθαρίσεις έξι φρέσκα κρεμμυδάκια και τρεις σκελίδες σκόρδο” για το λεμονάτο, σου ανέλυε και τις κρυμμένες έννοιες στον Τίμαιο του Πλάτωνα. Με το ίδιο διδακτικό πάθος μίλαγε για τον Σέξπιρ σε έναν συγγραφέα αλλά και στην κυρία που πρόσεχε τη θεία. Αφού τα ήξερε και τα έφερνε η κουβέντα έπρεπε να τα πει. Σε οποιαδήποτε συζήτηση, για κάθε θέμα, με οποιονδήποτε συνομιλητή. Στην αρχή έμοιαζε με κομπασμό, στο τέλος ήταν παραμύθι. Τα τελευταία χρόνια που είχαν καθαρίσει τα πράγματα μέσα του και αισθανόταν γεμάτος κάθε λέξη του έπρεπε να σημειώνεται. Και αυτό δεν το λέω σαν γιος του. Είχε καταφέρει να βρει το κλειδί: ο άνθρωπος που ήξερε την ουσία και τις λέξεις της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της ιστορίας είχε πετύχει ν’ αναμειχθεί τόσο αρμονικά με το «τώρα» -ήταν σε θέση να εξηγήσει και να μιλήσει για τα πάντα. Διάβαζε κάθε μέρα εφημερίδα, κάθε εβδομάδα τη Lifo και άκουγε κάθε βράδυ την εκπομπή όταν ήμασταν στο Σκάι. Μερικές φορές έπαιρνε τηλέφωνο για να διορθώσει κάποιο λεκτικό λάθος. Ή και τo ύφος ακόμα. Στις 23 και 10 έβαζε το φαγητό και λίγο πριν το τελευταίο τραγούδι πήγαινε για ύπνο.

Η τελευταία μας ολοκληρωμένη κουβέντα ήταν για δουλειά. Του ζήτησα να μου πει δυο λόγια για έναν αθλητή που θα είχαμε στο περσινό τεύχος της Lifo με τους Ιnfluentials της χρονιάς. Είχε μια παράξενη σχέση με τον αθλητισμό. Ο ίδιος ενδεχομένως να είχε παίξει λίγο βόλεϊ. Άντε να είχε δώσει και μια δυο κλωτσιές . Έβλεπε, όμως, φανατικά. Πριν από κάθε παιχνίδι του αγαπημένου μας Παναθηναϊκού μου τηλεφωνούσε και ρώταγε αν θα κερδίσουμε. Του έλεγα πάντα ναι και ας ήξερα μερικές (!) φορές ότι η ήττα ήταν δεδομένη. Δεν ήταν τόσο καλός στο να ερμηνεύει το παιχνίδι αλλά λάτρευε τη θεατρικότητά του. Ας πούμε μια περίοδο είχε μια εμμονή για τον Μπλένταρ Κόλα «ότι είναι μεγάλος παίκτης», τη στιγμή που στην ομάδα υπήρχε ο Λυμπερόπουλος ή ο Ασάνοβιτς. Στην, επίσης, αγαπημένη του Βραζιλία του άρεσε ο Ντενιλσον, την περίοδο που μεσουρανούσε ο Ρονάλντο. Στο μπάσκετ, όμως, ήταν μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο: θαμπωνόταν από τον Δημήτρη Διαμαντίδη. Με κοίταξε με τα γαλάζια μάτια του που έμοιαζαν σαν είχαν περάσει από την άλλη πλευρά και μου είπε: «αθλητική φαντασία/ μοναδική εργατικότητα/ αθλητικό ήθος/ αμυντική ικανότητα/ το καλύτερο αθλητικό μυαλό που έχει βγάλει ο τόπος/ τέτοιος ήρωας δεν έχει εμφανιστεί/ είναι πολύ δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ενός μπασκετμπολίστα και ενός συγγραφέα γιατί εκεί που κερδίζει ο ένας, χάνει ο άλλος/ αξίες όμως που βλέπαμε μόνο στην τέχνη βλέπουμε και στον τρόπο παιξίματος του Διαμαντίδη.»

Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν στο Λύκειο, είχα πιστέψει έντονα ότι ο πρώτος έρωτας θα είναι και ο τελευταίος. Πέρναγα τόση πολλή ώρα με την κοπέλα που δεν έκανα τίποτα άλλο. Στην αρχή, ο μπαμπάς, είχε ενθουσιαστεί που καλλιεργούνται τόσα συναισθήματα μέσα στο σπίτι. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής (πάντα) της ψυχολογικής μου ανάτασης. Κάποια στιγμή είδε ότι όλη αυτή η ιστορία πάσχει από μικρές υπερβολές. Αποφάσισε να παρέμβει ένα βράδυ χωρίζοντας για λίγο το επαναστατικό ζευγάρι. Έγινα έξαλλος. Αυτός ήταν ήρεμος. Κάποια στιγμή με φώναξε να φάω τα ρεβίθια και το κουνουπίδι που είχε μαγειρέψει (ήταν μοναδικός και στα δύο). Έξω φρενών εγώ που διέκοψε ό,τι πολυτιμότερο νόμιζα πως είχα αποφάσισα να τον εκδικηθώ με το να μην αγγίζω τα πιάτα. Δεν υπήρχε χειρότερη τιμωρία γι΄ αυτόν. Στην αρχή ήταν αυστηρός αλλά όσο έβλεπε ότι επέμενα, μαλάκωνε. Τον τσάκισε η επιμονή μου. Προσπαθούσε να με πείσει ότι θα τα ξαναβρούμε και πως δεν έγινε και κάτι. Εγώ απαντούσα πως “όχι και ότι καταστράφηκα και πως φταίει αυτός.” Πίστευα ότι η ζωή μου τελείωσε.

Μετά από κάποια ώρα γύρισε δακρυσμένος και με παρακάλεσε να φάω “Αγόρι μου, ξέρεις πόσα έχουμε περάσει η μαμά και εγώ για να φτάσουμε ως εδώ.” Το κουτάλι, “έσπασε” και έπεσε στα ρεβίθια..

Αυτά είχα να πω. Ευχαριστώ. Καλά Χριστούγεννα σε μας, στους έρωτες και στις απώλειες μας. Σταύρος