Η ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

sugarman-620-302254757-3258513
 

Ψάχνοντας τον Sugarman *****

Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο, 2012, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Μάλικ Μπεντζελούλ

Πρωταγωνιστούν: Σίξτο Ροντρίγκεζ, Στίβεν Σέγκερμαν, Ντένις Κάφι

Διάρκεια: 86’

Πάει περίπου μια πενταετία από την κυκλοφορία του Anvil: The Story of Anvil, του ντοκιμαντέρ που σύστησε μια νέα γενιά σινεφίλ και τους λιγοστούς ακόλουθους της καλτ μέταλ μπάντας στη συγκινητική τους πορεία προς την εύρεση της αναγνώρισης με την οποία πάλευαν για πάνω από τρεις δεκαετίες. Ένα μακρυμάλλικο real life παραμύθι που στιγμάτισε τα μουσικά ντοκιμαντέρ, ανοίγοντάς τα σε ένα κοινό που δεν αποτελείται μόνο από γνώστες/οπαδούς του αναφερόμενου καλλιτέχνη/σχήματος.

Τι σχέση έχει αυτό με το Ψάχνοντας τον Sugarman; Μια ερώτηση για να γίνω κατανοητός. Πόσοι από εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο γνωρίζετε τη μουσική του Σίξτο Ροντρίγκεζ; Αυτοί οι λίγοι, την ξέρατε και πριν μάθετε περί της βράβευσης του Ψάχνοντας… στα Όσκαρ του 2013; Προφανώς και όχι, εδώ στο Ντιτρόιτ που έμενε –και μένει- δε γνώριζαν την ύπαρξή του. Μα και το Anvil και το Searching άνοιξαν νέες πόρτες σε ανθρώπινες περιπτώσεις και απίστευτες-κι-όμως-αληθινές ιστορίες που δεν ανήκουν ούτε στο ελάχιστο στη σφαίρα του ορθολογισμού.

Ο Σίξτο Ροντρίγκεζ ηχογράφησε δύο δίσκους στις αρχές του ’70, οι οποίοι πήγαν άπατοι στην Αμερική, αν και οι άνθρωποι που αναμείχθηκαν στην παραγωγή και κυκλοφορία των δίσκων έχουν να μιλάνε για τον σημαντικότερο καλλιτέχνη εκείνης της δεκαετίας (δήλωση προς αμφισβήτηση, ειδικά όταν μιλάμε για μουσικό ντοκιμαντέρ, μα δεν αξίζει τον κόπο να δώσουμε βάση σε αυτό).

Σαν μια ιδιότυπη περίπτωση που επιβεβαιώνει το φαινόμενο της πεταλούδας, οι συγκεκριμένοι δύο δίσκοι έγιναν οι νότες της επανάστασης στη Νότια Αφρική, όπου άνθρωποι διαδήλωναν κατά του φασισμού των απαρτχάιντ υπό τους ήχους του I Wonder και του Establishment Blues. Οι φήμες στην άτυπη «πατρίδα» του Ροντρίγκεζ τον ήθελαν να αυτοκτονεί στην τελευταία του συναυλία. Δύο οπαδοί του δεν μπόρεσαν να μείνουν με τις αμφιβολίες τους και αναζήτησαν τα ίχνη του, επαναφέροντάς τον στο προσκήνιο.

Πλην της χαλαρής οπισθοδρόμησης, το Ψάχνοντας… κερδίζει επειδή ξεφεύγει από το ζήτημα ενός άσημου καλλιτέχνη που έζησε αναπάντεχα το όνειρό του. Περνά  σε ένα επιμύθιο που διαφέρει από τα ροκ τρίπτυχα και την ψωνισμένη υπερβολή μουσικών που μπήκαν στις λιμουζίνες από καθαρή τύχη.

Το ντοκιμαντέρ δε σκιαγραφεί αποκλειστικά τη σεμνή, underdog περσόνα του Ροντρίγκεζ και τη διαδρομή του από αποτυχημένο μουσικό των παρακμιακών κλαμπ του Ντιτρόιτ σε καινοφανή αστέρα του πάτου (σχεδόν κυριολεκτικά) της Γης, σε βαθμό να πιστεύει κανείς ότι παρακολουθεί ένα mockumentary. Σημαντικό βάρος δίνεται στις αιτίες και στις συμπτώσεις που οδήγησαν τους στίχους του στα αυτιά και τις καρδιές κάποιων ανθρώπων μερικά εκατομμύρια μίλια μακριά.

Στις δύσκολες στιγμές ενός ρατσιστικού καθεστώτος που απάνταγε με γκλομπ και φόνους σε όποιον τόλμαγε να προβάλλει την παραμικρή αντίδραση και στην ανάγκη των ανθρώπων να ταυτιστούν σε έναν σκοπό που θα τους χαρίσει μια ζωή χωρίς μίσος. Οι ευφάνταστες γωνίες λήψεις, η είσοδος στα άβατα της κρατικής λογοκρισίας και οι εικόνες μιας άλλης εποχής που στην ταμπέλα των ταξί αναγραφόταν Whites Only κερδίζουν και τον τελευταίο θεατή με την αιτιωδώς στοχευμένη συγκινησιακή τους φόρτιση και θυμίζουν τι ήταν να βλέπεις σε συναυλία τον Ρόρι Γκάλαχερ στην Αθήνα σε περιόδους που ο εγχώριος μουσικός Τύπος ήταν ανύπαρκτος και η βία ακόμα και σε καθεστώς μεταπολίτευσης καλά κράταγε. Να θες, αλλά να μην μπορείς.

Πλην της χαλαρής οπισθοδρόμησης, το Ψάχνοντας… κερδίζει επειδή ξεφεύγει από το ζήτημα ενός άσημου καλλιτέχνη που έζησε αναπάντεχα το όνειρό του. Περνά  σε ένα επιμύθιο που διαφέρει από τα ροκ τρίπτυχα και την ψωνισμένη υπερβολή μουσικών που μπήκαν στις λιμουζίνες από καθαρή τύχη. Δείχνει τον απλό, καθημερινό άνθρωπο που κάθεσαι δίπλα του στο μετρό να παραμένει εξίσου απλός ακόμα και μπροστά από πλήθη που κλαίνε λυτρωτικά με την προφορά των προφητικών του στίχων.

Ηρωοποιεί την καθημερινότητα με σχεδόν νεορεαλιστικό τρόπο, αυτόν που δεν το βάζει κάτω μα ούτε κλαίγεται κακομαθημένα όταν η μηχανή δεν παίρνει μπρος με τη μια, μα αποφασίζει να κατέβει από το αμάξι και να περπατήσει προς τα εκεί, ζώντας και άλλα πράγματα που αλλιώς θα στερούνταν. Έτσι, πλεον, δε μιλάμε για ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, μα για έναν θρίαμβο της απλής γήινης ζωής έναντι των άστρων που αν και τα βλέπουμε έχουν πεθάνει προ πολλού. Οι σνομπ της μουσικής μπορούν να κλαίγονται που ο κόσμος θα γνωρίσει το διαμάντι που «άνηκε» αποκλειστικά σε αυτούς (ή να βρουν πατήματα για καμάκι ως «γνώστες») μα όλοι οι υπόλοιποι θα βγουν κερδισμένοι. Σε νότες και ανθρωπιά.

Στην επόμενη σελίδα: το σφυρί του Θορ και η “πατάτα” του Ρίντλεϊ Σκοτ