Το κακό αρχίζει πριν καν φτάσει κανείς στο θέατρο: η φράση «Στο ρόλο του Ηλίθιου  ο Πέτρος Φιλιππίδης» που ακούγεται στο ραδιοφωνικό σποτ, είναι πιθανώς η χειρότερη έμπνευση που θα μπορούσε κανείς να έχει για διαφήμιση. Πραγματικά ο χαρακτηρισμός επιστρέφεται στον κειμενογράφο – μα καλά, κανείς δεν το πρόσεξε;

Το πρόβλημα με τον Ηλίθιο του Νίκου Διαμαντή είναι πως βασίστηκε σε μια κυρίως ιδέα: αυτή της επιλογής του Πέτρου Φιλιππίδη για το ρόλο του πρίγκιπα Μίσκιν. Πέρα από το γεγονός πως ως γνωστόν δεν ξεκινά κανείς να κάνει μια παράσταση με μια και μόνο ιδέα, τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν αυτή αποδειχτεί ατυχής. Κι εδώ δυστυχώς αυτό συνέβη: στη συγκεκριμένη δουλειά, ο Φιλιππίδης λειτουργεί σαν κωμικός που επελέγη για δραματικό ρόλο, ή σαν τηλεοπτικός σταρ που κάνει θέατρο. Αντιμετωπίζει έναν εξαιρετικά δύσκολο ρόλο από την αρχή μέχρι το τέλος απλά υιοθετώντας μια χαμηλόφωνη λυπημένη εκφορά λόγου και το ανάλογο ύφος. Ένας καλός ηθοποιός σε μια ατυχέστατη στιγμή.

Για ακόμα μια φορά σε αυτή την επώδυνη σαιζόν που ευτυχώς φτάνει στο τέλος της, παρακολούθησα ηθοποιούς να εκφέρουν μονολόγους γυρίζοντας φάτσα στο κοινό και κοιτάζοντας απλανώς το υπερπέραν, ενώ στις συναισθηματικά φορτισμένες φράσεις τους έπεφτε και μουσική («Εδώ μπαίνουν τα βιολιά», έλεγε ο Νίκος Νικολαΐδης για αυτές τις περιπτώσεις, απλώς εδώ επρόκειτο για πιάνο). Χρειάστηκε να συμβουλευτώ το κινητό μου για να βεβαιωθώ πως έχουμε πράγματι φτάσει αισίως στο 2018, γιατί κόντευα να το ξεχάσω. Το ίδιο ισχύει και για τα πέρα-δώθε των ηθοποιών από τη δεξιά στην αριστερή πλευρά της σκηνής και τούμπαλιν. Πίστευα πως όλα αυτά τα είχαμε αφήσει οριστικά πίσω μας. Δεύτερη φορά φέτος που διαψεύδομαι.

Ο Γιάννης Στάνκογλου ως Ραγκόζιν, η Λένα Παπαληγούρα ως Αγλαΐα Ιβάνοβνα, , η Γιώτα Φέστα ως «στρατηγίνα», αβοήθητοι από σκηνοθεσία και δραματουργία, δεν κατορθώνουν να ξεφύγουν από το επίπεδο των κλασικών εικονογραφημένων: δισδιάστατα πρόσωπα που αρθρώνουν λόγια που έχουν γραφτεί, αλλά δεν θα ξεκολλήσουν ποτέ από το χαρτί ώστε να αποκτήσουν υπόσταση. Δεν ευθύνονται γι αυτό. Τα ίδια εν πολλοίς ισχύουν και για τους υπόλοιπους ρόλους.

Η Μαρία Κίτσου, ως συνεπής επαγγελματίας, ακολούθησε με ακρίβεια την οδηγία που εμφανώς της δόθηκε: παίζει τη Ναστάζια Φιλίποβνα ως μια σταρ του βωβού κινηματογράφου, με αντίστοιχη κόμμωση, μακιγιάζ και κινησιολογία – ακόμα μια επιλογή μεμονωμένη, που δεν «κουμπώνει» πουθενά, καθώς δεν αποτελεί μέρος μιας γενικότερης θεώρησης για το κείμενο. Επίσης μικρή ευθύνη φέρει για το ανεπαρκέστατο αποτέλεσμα.

Για την ερμηνεία του Γιώργου Κωνσταντίνου δεν μου επιτρέπεται να μιλήσω. Οφείλω να σεβαστώ την ιστορία, τη στόφα και την ερμηνευτική του ιδιοφυία ακόμα κι όταν αυτός ο ίδιος το πράττει πλημμελώς.

Ο Ιωάννης Παπαζήσης  δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις τηλεοπτικές του μανιέρες. Ένα από τα χαρακτηριστικά ντοστογιεφσκικά πρόσωπα που στο βιβλίο τόσο αδρά περιγράφονται σε λίγες γραμμές – σε πείσμα του γνωστού κλισέ περί εικόνων και λέξεων – ο Ιππόλυτος Τερέντιεβ του δεν μπόρεσε στιγμή να αποκτήσει ζωή πάνω στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου: παρέμεινε άψυχος.

Δεν θέλω καν να μπω στη διαδικασία να σχολιάσω το συμβολισμό του δοχείου όπου έσταζε κάθε τόσο νερό, από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης. Υπάρχει ένα πάγιο ζήτημα με τα σύμβολα: είτε είναι τόσο προφανή που καταντούν περιττά, είτε είναι τόσο προσωπικά και δυσανάγνωστα που γίνονται ακατανόητα. Πρέπει κανείς να είναι εξαιρετικά σίγουρος για το τι ζητά πριν καταφύγει στη χρήση τους.

Ο Νίκος Διαμαντής έχει αποδειχτεί ένας εξαιρετικά επαρκής,  αξιοπρεπέστατος καλλιτεχνικός διευθυντής για το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Σκηνοθετικά αυτή τη φορά βρέθηκε σε εξαιρετικά κακή μέρα. Παρασύρθηκε από τη μόδα του ανεβάσματος κειμένων μη θεατρικών, και καταπιάστηκε με ένα εγχείρημα που σπανιότατα επιτυγχάνει. Οι χρόνοι κι ανάσες που χρειάζονται τα έργα του Ντοστογιέφσκι για να αποκτήσουν λόγω ύπαρξης στη σκηνή, δεν ευνοούν τελικώς το ανέβασμά τους  σε μια «κανονική» θεατρική σαιζόν, αλλά μάλλον σε φεστιβάλ, που επιτρέπουν πειραματισμούς άλλης υφής και διάρκειας.

Ρεαλιστική απόδοση και ερμηνειες, χωρίς όμως ρελιστική σκηνογραφία, και με κοστούμια, επιεικώς, «αναποφάσιστα». Η προβολή της εικόνας του γαϊδάρου στην οθόνη στο πίσω μέρος της σκηνής – ακόμη ένα σύμβολο που αποδεικνύεται άστοχο – αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο με τη διαρκή επανάληψη, για να καταλήξει κάτι σαν άνοστο αστείο: η άνω των τριών ωρών διάρκεια της παράστασης που απαιτείται ώστε να «τρέξει» στοιχειωδώς η πλοκή, απαιτεί αληθινά γαϊδουρινή υπομονή από τη μεριά του θεατή.

Για τη θεατρική διασκευή των αδελφών Κούφαλη, με τον τρόπο που ο λόγος απλώς ακούγεται χωρίς να έχει πραγματικό αντίκτυπο, και τα πράγματα περιγράφονται χωρίς να αποκτούν υπόσταση, αδυνατώ να εκφέρω γνώμη.

Τελικός ο Ηλίθιος του Δημοτικού Θεάτρου είναι τόσο πειστικός, όσο κι ο Πέτρος Φιλιππίδης ως αντεραστής του Γιάννη Στάνκογλου – σε μια κλασικότροπη παράσταση, γιατί υπάρχουν άλλα είδη θεάτρου, λιγότερο ευθέως αναπαραστατικά, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Όμως ο καθείς φέρει τις ευθύνες των επιλογών του. Θα είχε ίσως ενδιαφέρον να επιχειρούσε κανείς την αντίστροφη διανομή.

Τι απομένει από τη βραδιά; Οι φράσεις που χαράζονται στο μυαλό από ένα κλασικό κείμενο – ογκόλιθο. Δεν ξέρω αν η ομορφιά θα καταφέρει πράγματι να σώσει τον κόσμο – κάποτε το πίστευα, τώρα αγωνίζομαι απλώς να διατηρήσω ζωντανή την ελπίδα. Όμως σίγουρα αυτά τα πρόσωπα – αρχέτυπα παραμένουν υπαρκτά, ζουν ανάμεσά μας. Οι ατυχέστεροι εξ ημών μπορεί να δουν τη ζωή τους να διασταυρώνεται με μια Ναστάζια Φιλίποβνα, οι πιο τυχεροί με ένα πρίγκιπα Μίσκιν.

Η παράσταση θα παίζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ως τις 6 Ιουνίου.