Το καλό του να είσαι από τον Βόλο είναι πως έχεις την ιδανική αφετηρία για διακοπές. Μας το μάθαιναν και στα αγγλικά «η πόλη που συνδυάζει βουνό και θάλασσα». Στο χωριό μου μάλιστα, την δοξασμένη Αγριά, όπου έκανα τα πρώτα μου μπάνια το 1994 υπάρχει ακόμη το ίδιο «beach bar» με βαρέλια για τραπέζια και κούτσουρα για σκαμπώ (ακριβώς τα ίδια από τότε). Γενικότερα αυτή η πόλη προσφέρει ένα βολικό πακέτο διακοπών.

Λέγεται Άνεμος και στέκει ακόμη, 20 χρόνια μετά, αναλλοίωτο.

Λέγεται Άνεμος και στέκει ακόμη, 20 χρόνια μετά, αναλλοίωτος.

Ο Αγ. Ιωάννης και η Νταμούχαρη είναι από τα χωριά του Ανατολικού Πηλίου που ήξερα από πάντα και δεν θέλω καν να σκεφτώ πόσες φορές έχω πάει. Υπάρχουν κάποιες διάσπαρτες μνήμες από διακοπές στην Σκόπελο και την Σκιάθο όμως πάντα στο πρόγραμμα υπήρχε ο Άι Γιάννης. Εκεί πάντως δεν έμαθα κολύμπι αλλά έχω δικαιολογία αφού παραπάνω από τις μισές μέρες είχε κύμα. Έμαθα τουλάχιστον να ξεχωρίζω τις σημαίες (γιατί η γαλάζια δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν τα «προβατάκια» είναι επιθετικά και εγώ έμαθα από μικρή να φοβάμαι τα πρόβατα). Έμαθα επίσης τα συμπτώματα της ωτίτιδας παθαίνοντας τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Είχε λοιπόν μια φίλη της μαμάς ένα μικρό διαμέρισμα και κάθε χρόνο «φόρτωνε» ο μπαμπάς εμένα και τη μαμά στο αυτοκίνητο, αντιμετώπιζα τις στροφές και τον ανεκδιήγητο δρόμο με θάρρος και άδειο στομάχι και βγάζαμε τον Ιούλιο στο ξακουστό αυτό θέρετρο.

Το πιο όμορφο ήταν ότι σιγά σιγά είχε γίνει σημείο αναφοράς για φίλους και οικογένεια. Έτσι περίμενα πώς και πώς να έρθουν τα ξαδέρφια μου που τα έβλεπα μόνο στις διακοπές για να κάνουμε ό, τι ακριβώς κάνουν τα παιδάκια: κουβαδάκια, βόλτες στους άδειους δρόμους, γκρίνια για παγωτό στους γονείς. Μια χρονιά -τέλη ‘90 θα ‘ταν- είχε μαζευτεί η «μικρή τετράδα» και τα πάντα κυλούσαν ήρεμα όταν ξάφνου (εντελώς αναμενόμενο ήταν αλλά τέλος πάντων) τα λευκά μου αιμοσφαίρια αποφασίζουν να επαναστατήσουν. Ωτίτιδα. Στο κρεβάτι με αντιβίωση, φουλ πυρετό και νεύρα. Περνάνε κάποιες μέρες μέχρι να γίνω καλά με έναν (και μοναδικό) στόχο: υγεία ίσον παιχνίδι. Ο πυρετός φεύγει από πάνω μου μόνο για να «μετακομίσει» στα ξαδέρφια. Εκεί τελειώνει η ιστορία με τη μικρή Λήδα να διαβάζει Μίκυ Μάους, να μαθαίνει μπιρίμπα από τη γιαγιά της που σίγουρα θα την έκλεβε, όπως κάνει και τώρα, δεκαπέντε χρόνια αργότερα και να επιστρέφει κακήν κακώς στο Βόλο.

Και εδώ ο Άι Γιάννης το 1998

Και εδώ ο Άι Γιάννης το 1998

Στον Άι Γιάννη επέστρεψα και την επόμενη χρονιά και τη χρονιά μετά από εκείνη και ούτω καθεξής και σχεδόν κάθε χρόνο πάθαινα ωτίτιδα, απτόητη. Δε θα μιλήσω για το πώς «κοσμοπολίτευσε» μαγικά το μέρος γιατί δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Σίγουρα το πέτυχα στις πιο ήρεμες εποχές του με λιγότερα μαγαζιά, ελάχιστη νυχτερινή ζωή, παιδάκια στο δρόμο να πουλάνε ζωγραφισμένες πέτρες και ταλαιπωρία για να φτάσεις στη γειτονική παραλία της Πλάκας με την ομπρέλα ανά χείρας. Ίσως όμως να έφταιγε και η παιδική ηλικία, η φάση που τα πάντα φαντάζουν όμορφα και εύκολα γιατί ούτε οδηγείς εσύ, ούτε κουβαλάς εσύ την ομπρέλα, ούτε τίποτα.

Το διαμέρισμα πουλήθηκε κάπως και εγώ ξεκίνησα μεγαλύτερη πλέον να ανακαλύπτω και τα υπόλοιπα μέρη του Πηλίου και, στο τσακίρ κέφι, της Ελλάδας. Θυμάμαι όμως χαρακτηριστικά την «επιστροφή» μου πριν 3 χρόνια, χωρίς να αρρωστήσω αυτή τη φορά. Αν και δεν είχε κύμα, έψαχνα την επιβεβαίωση στις σημαίες του ναυαγοσώστη (μαζί με τα πορτοκαλί μπρατσάκια μου).