Με αφορμή την εξαφάνιση του Χριστόδουλου Ξηρού μετά από άδεια που του είχε χορηγηθεί ενώ εξέτιε την ποινή του, το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, εξήγγειλαν μέτρα που αφορούν τόσο στην αυστηροποίηση στην νομοθεσία  για τη λήψη άδειας από κρατουμένους, όσο και στη δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας για τους «επικίνδυνους εγκληματίες». Με βάση αυτά τα δεδομένα καθίσταται πλέον εμφανής ο κίνδυνος για περιστολή των δικαιωμάτων των κρατουμένων, ενώ φέρνει στο προσκήνιο τις χρόνιες αδυναμίες και ανεπάρκειες του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος. Η απαγόρευση δε για τη λήψη του ευεργετήματος της άδειας από μια ολόκληρη κατηγορία κατηγορουμένων(εμπλεκόμενων σε τρομοκρατικές ενέργειες),παραπέμπει σε σχολικές πρακτικές όπου όταν ένας μαθητής έκανε αταξία-αλλά κανείς δεν τον κατέδιδε-, ο δάσκαλος μπορούσε να τιμωρήσει όλη την τάξη προς παραδειγματισμό,γνώσιν και συμμόρφωσιν.

Φαίνεται τελικώς πως μονάχα ό,τι αποκτά δημοσιότητα και τραβά τη διεθνή προσοχή-τρομολαγνεία, είναι ικανό να κινητοποιήσει τόσο άμεσα τον κρατικό μηχανισμό. Διαφορετικά πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι τόσα χρόνια μπορεί και ανέχεται ο δικαιικός μας πολιτισμός το να κρατούνται ανήλικοι κρατούμενοι μαζί με ενήλικους ισοβίτες, παρά τη ρητή διάκριση-απαγόρευση στον σωφρονιστικό κώδικα.

Ένα μείζον ζήτημα που ανακύπτει για μια ακόμα φορά,με πιο πρόσφατη την παράνομη χρονικά προσωρινή κράτηση του Κώστα Σακκά, είναι η σχέση της κρατικής εξουσίας με την ποινική καταστολή και η χρήση του δικαίου ως μέσο ιδεολογικής επιβολής ή  ως μετουσίωση της πολιτικής μιας κυβέρνησης. Αρκετές φορές στο παρελθόν, το Κράτος με αφετηρία γεγονότα της επικαιρότητας και πρόσχημα ότι ανταποκρίνεται στο «κοινό περί Δικαίου αίσθημα», είχε συστήσει άρον άρον νομοπαρασκευαστικές επιτροπές θεσπίζοντας τροποποιήσεις και διατάξεις πολλές φορές αντισυνταγματικές, ασύμβατες προς την γενική αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αλλά και προς την ίδια την ΕΣΔΑ.(όπως π.χ τροποποίηση διατάξεων της Ποινικής Δικονομίας σχετικά με την προσωρινή κράτηση εξ αφορμής των πολύνεκρων ατυχημάτων βλ.Τέμπη,Σάμινα κ.α).

08_78IJ7Q4254.

Το Ποινικό Δίκαιο από τη φύση του, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους κλάδους του Δικαίου, έχει τιμωρητικό και όχι επανορθωτικό χαρακτήρα. Πρόκειται για την ανταπόδοση-απάντηση της οργανωμένης κοινωνίας στην προσβολή κοινωνικών αγαθών. Βέβαια, παρά τον όρο «σωφρονιστικό σύστημα», η φυλακή κάθε άλλο παρά σωφρονίζει. Σε αυτά τα πλαίσια αποκτά ιδιαίτερη σημασία ποια «μεταχείριση» επιφυλάσσει η πολιτεία στους καταδικασθέντες και πώς τους προετοιμάζει για την κοινωνική τους επανένταξη. Ο θεσμός της χορήγησης άδειας σε κρατουμένους προσανατολίζεται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Να μην αποκοπεί ο κρατούμενος από τον κοινωνικό παλμό και να προετοιμάσει το έδαφος για την ομαλή επάνοδό του. Συν τοις άλλοις, η δημιουργία  φυλακών υψίστης ασφαλείας για επικίνδυνους εγκληματίες, εγείρει αμφιβολίες ως προς το ποιοι θα οριστούν ως «επικίνδυνοι» και κατά πόσο δε θα παρεισφρύσουν σ’αυτό πολιτικά κίνητρα ή κοινωνικοί παράμετροι.

Φαίνεται τελικώς πως μονάχα ό,τι αποκτά δημοσιότητα και τραβά τη διεθνή προσοχή-τρομολαγνεία, είναι ικανό να κινητοποιήσει τόσο άμεσα τον κρατικό μηχανισμό. Διαφορετικά πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι τόσα χρόνια μπορεί και ανέχεται ο δικαιικός μας πολιτισμός το να κρατούνται ανήλικοι κρατούμενοι μαζί με ενήλικους ισοβίτες, παρά τη ρητή διάκριση-απαγόρευση στον σωφρονιστικό κώδικα. Ελλείψει κατάλληλα διομορφωμένων χώρων στις φυλακές, καθίστανται οι τελευταίες «μυητήριο» στην εγκληματογένεση. Όπως  επίσης κοινωνικά και ηθικά ανεπίτρεπτο αποτελεί το στοίβαγμα των κρατουμένων σε κελιά τρύπες.  Παρ’όλα αυτά, οι φυλακές υψίστης ασφαλείας κόστους 1 εκατ. ευρώ, φαίνεται να καταλαμβάνουν την προτεραιότητα στην ατζέντα του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Το «άδειασμα» της Κυβέρνησης από το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ σχετικά με την εξαφάνιση του Ξηρού, λειτούργησε ως καταλύτης στο να παρθούν αποσπασματικές ευκαιριακές αποφάσεις οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες θα απαιτούσαν αναμόρφωση ολόκληρου του σωφρονιστικού συστήματος. Και η επικαιρότητα θα παρέλθει, αλλά οι φυλακές (υψίστης ή όχι ασφαλείας) θα παραμείνουν, μαζί με τα μέτρα που θα καθιστούν όλο και πιο δυσβάσταχτο τον εγκλεισμό, όλο και πιο δυσανάλογη την αντιστοιχία εγκλήματος-ποινής.